Γράφει ο Θανάσης Μαυρίδης

Ήταν το σωτήριο έτος 1988. Κι εμείς, πιτσιρικάδες, μαθαίναμε με δέος έναν καινούργιο κόσμο, τον κόσμο του Χρηματιστηρίου. Φοράγαμε τα καλά μας και κάθε πρωί τρέχαμε στην συνεδρίαση σαν τα μαθητούδια, με αγωνία μην τυχόν κτυπήσει το κουδούνι της έναρξης δίχως την δική μας παρουσία.
Εμείς ήμασταν τότε μικροί και άπειροι. Βλέπαμε, λοιπόν, με δέος τους παλιούς παίκτες της αγοράς. Πιο πολύ θαυμάζαμε εκείνους που ξεκίνησαν από χαμηλά και έφτασαν ψηλά. Εκείνους που έβγαλαν τα λεφτά τους στο Χρηματιστήριο. Η αλήθεια είναι ότι εκείνη ειδικά την χρονιά ο κόσμος ήταν απογοητευμένος από το κραχ, αλλά η αγορά είχε αρχίσει να κινείται έπειτα από πολλά χρόνια. Είχαν βγει τα πρώτα λεφτά.

Από τις ιστορίες που με είχαν εντυπωσιάσει περισσότερο ήταν του Μανώλη και των αδελφών του. Από την Κρήτη ήταν ο Μανώλης και τέσσερα χρόνια νωρίτερα πούλησε τα κτήματά του και μαζί με τα αδέλφια του αγόρασε μετοχές του Τιτάνα. Πολλαπλασίασαν τα λεφτά τους, όπως και όλοι όσοι είχαν αγοράσει μετοχές στην μαύρη εκείνη περίοδο του ελληνικού χρηματιστηρίου. Το θάρρος τους να πουλήσουν τα οικόπεδα και να τα κάνουν μετοχές, έμοιαζε σαν κάποιος να σκότωνε τον δράκο του παραμυθιού. Ήθελε πολύ θάρρος για να αλλάξει κανείς την γη με τα «παλιόχαρτα». Κι όμως! Αποδείχτηκε ότι ήταν το καλύτερο που μπορούσε να κάνει κάποιος εκείνα τα χρόνια.
Έτσι έκαναν λεφτά πολλοί άνθρωποι εκείνα τα χρόνια. Έτσι δημιούργησαν περιουσίες. Αγοράζοντας παλιόχαρτα, όπως τα νόμιζε ο πολύς ο κόσμος, και πουλώντας τα μετά σαν να πρόκειται για ομολογίες από την καλύτερη τράπεζα του κόσμου.
Ήταν το πρώτο και το σπουδαιότερο μάθημα που πήρα τότε στο Χρηματιστήριο: Ότι όταν αγοράζεις τζάμπα, θα έρθει η ώρα που θα κερδίσεις. Το πρόβλημα είναι ότι αυτό το «τζάμπα» αποδεικνύεται κάθε φορά κατόπιν εορτής…
Η θεωρία μπορεί να υποστηρίζει ότι ο επενδυτής πρέπει να αγοράζει μετοχές «όταν το αίμα ρέει άφθονο στους δρόμους». Στην πραγματική ζωή, όμως, είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις την θεωρία από την πράξη ή αλλιώς να βρεις ποιος είναι ο σωστός χρόνος για να εφαρμόσεις την θεωρία.
Χρειάστηκε, λοιπόν, να περάσουν χρόνια για να πάρω το δεύτερο μάθημα. Ότι δεν είναι ανάγκη να αγοράσεις στο χαμηλότερο σημείο και να πουλήσεις στο υψηλότερο. Είναι αρκετό να αγοράσεις κοντά στον πάτο και να πουλήσεις κοντά στην κορυφή. Και τα δύο μπορείς να τα αντιληφθείς, δεν μπορείς, όμως, με σιγουριά να τα ορίσεις.
Οι χρηματιστηριακοί κύκλοι κρατούν περίπου 7 χρόνια. Κάθε επτά χρόνια ο κόσμος βιώνει το κάτω και το πάνω μέρος του κύκλου. Το 1999 το διαδέχτηκε το 2007. Έχουμε ζήσει το κάτω. Άρα; Κάποια στιγμή μέχρι το 2014-2015 θα πρέπει να ζήσουμε και το πάνω μέρος του κύκλου. Είπαμε περίπου επτά χρόνια. Μπορεί να είναι οκτώ ή εννιά. Αλλά κάποια στιγμή συμβαίνει. Αυτό τουλάχιστον λέει η εμπειρία…
Κι η αλήθεια είναι ότι τα χρόνια της κρίσης είναι ήδη πολλά. Δεν μπορεί η κρίση αυτή να κρατήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα ακόμη. Εκτός κι αν μιλάμε για κάποια κοσμοϊστορική αλλαγή που θα ανατρέψει πλήρως όλα όσα γνωρίσουμε μέχρι σήμερα…
Όποιος αγοράζει φθηνά…
Το Χρηματιστήριο Αθηνών στεγαζότανε στο παρελθόν σε ένα όμορφο νεοκλασικό της Σοφοκλέους, σε κτίριο που ανήκε στην Εθνική Τράπεζα. Δίπλα, δεξιά και αριστερά, υπήρχαν δύο στοές που αγκάλιαζαν το κτίριο και μέσα σε αυτές τις στοές ήταν τα γραφεία των χρηματιστών. Τι γραφεία, δηλαδή, κάτι μικρές τρύπες ήταν που χωρούσαν ίσα – ίσα ένα γραφείο, ένα χρηματοκιβώτιο και έναν πάγκο που έκρυβαν τον βοηθό χρηματιστή και τον ταμεία.
Εκεί, λοιπόν, γνώρισα μια μέρα έναν τριπολιτσιώτη έμπορο. Πασίγνωστο, αλλά ο ίδιος δεν με εξουσιοδότησε να κάνω γνωστό το όνομά του. Του ζήτησα, λοιπόν, να μου πει το μυστικό της επιτυχίας του. Εκείνος κοντοστάθηκε και μου είπε: «Νεαρέ! Μάθε να αγοράζεις φθηνά. Όταν το κάνεις αυτό, είναι βέβαιο ότι τουλάχιστον δεν θα χάσεις. Αντίθετα, όταν αγοράζεις ακριβά, μόνο από τύχη δεν θα δεις το όνομά σου στον κατάλογο των χαμένων». Έπειτα του ζήτησα να μου πει αν την ώρα εκείνη το εμπόρευμα στο ταμπλό (οι μετοχές) ήταν φθηνό, για να αγοράσω: «Φθηνό είναι, αλλά εσύ θα αγοράσεις σήμερα και θα πουλήσεις αύριο. Ενώ πρέπει να αγοράσεις σήμερα και να πουλήσεις όταν όλοι θα σε παρακαλούν να τους δώσεις τις μετοχές σου». Είχε δίκιο. Αν έκανα υπομονή και πουλούσα έπειτα από έξι χρόνια, με τις μετοχές που αγόρασα εκείνη την ημέρα δεν θα χρειαζότανε να εργαστώ ούτε μία μέρα στο υπόλοιπο της ζωής μου.
Ο Θανάσης Μαυρίδης είναι δημοσιογράφος και διευθυντής στην εφημερίδα Κεφάλαιο και στην ιστοσελίδα Capital.gr.

Προηγούμενο άρθροΥπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να προσφέρουν
Επόμενο άρθροΜαρία Μερκούρη: Μια κορυφαία διαιτητής από τον Μαραθώνα