1951…… Η Ελλάδα προσπαθεί να μαζέψει τα κομμάτια της, καθώς πρόσφατα έχει βγει από τα ερείπια μιας πολυετούς εμπόλεμης κατάστασης από έναν εμφύλιο σπαραγμό που έχει καταστρέψει τη χώρα.
Πρωθυπουργός είναι ο Νικόλαος Πλαστήρας ο επονομαζόμενος «Μαύρος Καβαλάρης» προσωνύμιο που απέκτησε στα πεδία των μαχών. Παρά τις πολιτικές τους διαφορές, ακόμα και οι αντίπαλοί του τον αναγνωρίζουν ως πατριώτη, έντιμο και ηθικό πολιτικό άνδρα.
Εκείνη την περίοδο το εργοστάσιο ζυθοποιίας «ΦΙΞ» δημοσιεύει αγγελία ζητώντας οδηγό. Στην Ελλάδα της πενίας πολλοί ήταν εκείνοι που διεκδίκησαν τη θέση. Ο υπάλληλος της «ΦΙΞ» που εξετάζει τις αιτήσεις στέκεται σε μια από αυτές το επώνυμο είναι «Πλαστήρας».
Τον πρωθυπουργό τι τον έχετε; Ρωτά τον μεσόκοπο υποψήφιο που στέκεται μπρος του. Κι αυτός μ’ ένα ύφος ντροπής και χαμηλόφωνα απαντά: Είναι αδελφός μου. Όμως επιθυμία τόσο δική του, όσο και δική μου, είναι ότι αν υπάρχει κάποιος καταλληλότερος για τούτη τη θέση, να μη σας επηρεάσει καθόλου η σχέση αυτή.
Τελικά ο αδελφός του πρωθυπουργού δεν πήρε τη θέση που πράγματι είχε ανάγκη. Όμως και ο ίδιος ο Πλαστήρας αρνήθηκε οποιαδήποτε παραχώρηση. Τα δώρα φέρνουν αντίδωρα έλεγε. Έζησε λιτά, διακριτικά και εκτός από τις υπηρεσίες του στην πατρίδα προσέφερε το μισθό του σε απόρους. Πέθανε δύο χρόνια μετά αφήνοντας ως περιουσία, τα παράσημά του, 216 δραχμές, 10 δολάρια κι ένα σιδερένιο κρεβάτι εκστρατείας στο οποίο συνήθιζε να κοιμάται. Ακόμη και το κουστούμι της κηδείας του ήταν προσφορά φίλου του!
Κάθε σύγκριση με το σήμερα ή και το πρόσφατο χθες είναι θλιβερή. Κι όχι βέβαια ότι εκείνη η παλιά γενιά πολιτικών δεν είχε ελαττώματα. Εδώ σε εθνικούς διχασμούς και εμφυλίους μας οδήγησαν. Λίγες όμως ήταν οι περιπτώσεις που η πολιτική έγινε μέσο πλουτισμού και η εξουσία αλαζονεία και κατάχρηση.
Υ.Γ. Στην παραπάνω ιστορία θα ήθελα να προσθέσω ένα προσωπικό βίωμα, αφού έτυχε να υπηρετήσω το κομμάτι της βασικής εκπαίδευσης της στρατιωτικής μου θητείας με τον εγγονό του αδελφού ή ξαδέρφου- δεν θυμάμαι καλά- του Πλαστήρα . Μεγαλύτερος σε ηλικία και με καριέρα στο εξωτερικό είχε έλθει να υπηρετήσει τη θητεία του έφερε το ιστορικό επώνυμο «Πλαστήρας». Κι όμως σ’ όσους τον ρωτούσαν για συγγένεια έλεγε «απλή συνωνυμία». Κι όταν τότε όλοι μας ψάχναμε το «μέσο» και το «βύσμα», για άδεια και λούφα, εκείνος ποτέ δεν ασχολήθηκε μ’ αυτά. Ένα βράδυ μου εξομολογήθηκε τη συγγένεια του και την παραπάνω ιστορία για τους παππούδες του.
Την είχα πραγματικά ξεχάσει, ώσπου πριν από λίγο καιρό τη βρήκα αναρτημένη σε κάποια blogs και θεώρησα ότι είναι άκρως διδακτική ώστε να την αναπαράγω.