Κρύωμα ή ίωση;
Γράφει η Ευαγγελία Καλέμη
Πολλές φορές οι ιατροί ερχόμαστε αντιμέτωποι με αυτή την ερώτηση, ειδικά εμείς οι παιδίατροι, που μας μεταφέρεται η αγωνία των γονιών για το αν το παιδί τους κρύωσε στο σχολείο επειδή δεν ήταν ζεστά ντυμένο ή δεν φόρεσε το μπουφάν του όταν έπαιζε στο κρύο.
Ο όρος κρύωμα προέρχεται από τη θεωρία ότι η έκθεση στο κρύο ή στον κρύο αέρα μπορεί να προκαλέσει νόσο. Υπάρχει κάποια δόση αλήθειας σε αυτό, αλλά αυτό από μόνο του δεν μπορεί να προκαλέσει νόσο.
Η αλήθεια είναι ότι το χειμώνα αρρωσταίνουμε περισσότερο, ενώ η γρίπη εμφανίζεται επίσης τους χειμερινούς μήνες, όπου έχουμε το δυσάρεστο συναίσθημα του ψύχους. Υπάρχουν ιώσεις, όπως και η γρίπη που ευνοούνται στον πολλαπλασιασμό τους κατά τους χειμερινούς και ανοιξιάτικους μήνες προκαλώντας επιδημίες.
Στην καθημερινότητά μας ίωση και κρύωμα είναι όροι ταυτόσημοι. Οι λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού προκαλούν συμπτώματα όπως καταρροή, πονόλαιμος, δακρύρροια. Αυτά τα συμπτώματα οφείλονται σε προσβολή από ιούς, οι οποίοι μεταφέρονται απ’ άνθρωπο σε άνθρωπο στα πλαίσια των κοινωνικών μας επαφών. Τους χειμερινούς μήνες, ο συγχρωτισμός σε μικρούς κλειστούς χώρους αυξάνει την πιθανότητα επαφής με τους ιούς, ενώ η συμμετοχή των μικρών παιδιών σε ομαδικές δραστηριότητες (παιδικός σταθμός, σχολείο, παιδότοποι, πάρτυ) αυξάνουν πολύ την μεταδοτικότητα μεταξύ των παιδιών και από αυτά στη συνέχεια μεταφέρονται σε γονείς και φίλους. Από την άλλη όταν βρισκόμαστε σε ανοικτούς κυρίως χώρους, η πιθανότητα επαφής με τους ιούς μειώνεται σημαντικά.
Το ερώτημα είναι βέβαια αν παίζει κάποιο ρόλο η θερμοκρασία του περιβάλλοντος σε αυτή τη διαδικασία. Ο οργανισμός μας έχει αμυντικούς μηχανισμούς για την προστασία του από τους ιούς και τα βακτήρια που έρχεται σε επαφή. Για παράδειγμα ο ρινικός βλεννογόνος παράγει βλέννη για την αποβολή των μικροβίων που έρχονται σε επαφή μαζί του. Όταν το άτομο εκτεθεί σε χαμηλές θερμοκρασίες η βλέννη αυτή αυξάνεται σε ποσότητα, γίνεται πιο παχύρρευστη και κατά συνέπεια πιο δυσκίνητη με αποτέλεσμα να χάνει την ικανότητα να διώχνει προς τα έξω τον εισβολέα ιό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η δυσάρεστη εμπειρία που έχουμε όλοι μας, να «τρέχει η μύτη μας», όταν εκτεθούμε απότομα από κρύο σε θερμό περιβάλλον και αντίστροφα. Αυτό όμως από μόνο του δεν αποτελεί αιτία για να νοσήσει ένα άτομο. Απαραίτητη προϋπόθεση, όπως αναφέραμε, είναι η έκθεσή του σε κάποιον ιό.
Έχουν γίνει αρκετές μελέτες από Αμερικανούς επιστήμονες, όπου εκτέθηκαν υγιείς ενήλικοι σε χαμηλές θερμοκρασίες, φορώντας ελαφριά ρούχα και αποδείχθηκε ότι δεν παρουσίασαν αυξημένη πιθανότητα να εμφανίσουν συμπτώματα από το αναπνευστικό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι Αμερικανοί επιστήμονες που ζούσαν στην Αρκτική σε συνθήκες απομόνωσης και δεν αρρώστησαν παρά μόνο όταν ήρθαν σε επαφή με άλλους ανθρώπους.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι :
Για να αναπτυχθεί οποιαδήποτε λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η επαφή με κάποιον ιό ή βακτήριο. Η πιθανότητα επαφής μας με τους ιούς αυξάνεται ανάλογα με το χρόνο διαμονής μας σε μικρούς κλειστούς χώρους. Αν υπάρξει έκθεση, ή παρατεταμένη έκθεση στο κρύο, μπορεί να αυξηθεί η πιθανότητα εμφάνισης νόσου.
Δεν χρειάζεται λοιπόν να κλεινόμαστε στα σπίτια μας τον χειμώνα. Απαραίτητη προϋπόθεση, για να μειώσουμε τη μετάδοση μιας ίωσης, είναι η καλή υγιεινή στα χέρια, ο καλός αερισμός στους κλειστούς χώρους και ο ρουχισμός ανάλογα με την θερμοκρασία διαβίωσης έτσι ώστε να νοιώθουμε άνετα χωρίς να φτάνουμε σε ακρότητες. Το κρύο, λοιπόν, δεν αποτελεί από μόνο του αίτιο που μπορεί να προκαλέσει νόσο. Οι κοινωνικές μας επαφές σε κλειστούς μη αεριζόμενους χώρους οδηγούν στην μετάδοση και ανάπτυξη των ιώσεων.
Καλό θα ήταν λοιπόν να ξεχάσουμε τον όρο «κρύωμα» και να υιοθετήσουμε τον όρο «ίωση» ή «κοινό κρυολόγημα», όταν θέλουμε να αναφερθούμε σε συμπτώματα λοίμωξης του αναπνευστικού, όπου κυριαρχεί η καταρροή, ο πονόλαιμος και η δακρύρροια.