Γράφει ο Δημήτρης Γκούμας, 21 ετών

Τις προάλλες, γυρνώντας από τη δουλειά βρέθηκα αντιμέτωπος με μια δύσκολη κατάσταση. Φτάνοντας στο σπίτι μου, σε μια διασταύρωση και ενώ άκουγα μουσική στο ραδιόφωνο, κάτι χάλασε τη μάλλον νωχελική μου στάση στο τιμόνι τραβώντας με απότομα από το βυθό των σκέψεων που βρισκόμουν για αρκετή ώρα. Μαύρο, σεντάν, πολυτελές, μεγάλου κυβισμού και χρηματικής αξίας αυτοκίνητο εισέρχεται απρόσμενα στο οπτικό μου πεδίο εκ των δεξιών.
Έντρομος, αντιδρώ μηχανικά και πατάω με όση δύναμη έχω το πετάλι του φρένου στρίβοντας κοφτά αριστερά για να αποφύγω το μοιραίο. Αφού σταμάτησα και ξεπέρασα την πρώτη ψυχρολουσία, καθώς κανείς δεν χτύπησε και δεν ακούστηκε κάποιος θόρυβος από σύγκρουση, κατεβαίνω από το αυτοκίνητο για να καταλάβω τι ακριβώς είχε συμβεί και έρχομαι αντιμέτωπος με τον «κύριο» που οδηγεί το σεντάν.

Βγαίνοντας ψύχραιμος από το αυτοκίνητο του, με κοιτάζει για μερικά δευτερόλεπτα. Αμήχανος τον ρωτάω αν είναι καλά και η απάντηση που πήρα κάθε άλλο παρά αναμενόμενη ήταν. «Πώς πας έτσι ρε;» ήταν τα πρώτα λόγια που βγήκαν από το στόμα του. Η αμηχανία μου έχει φτάσει στα ύψη και προς στιγμήν σκέφτομαι ότι μάλλον εγώ φταίω. Πριν όμως ζητήσω συγγνώμη για την «απροσεξία» μου, κοιτάζω τη σήμανση που βρίσκεται απέναντι μου. Δεξιά και αριστερά, δυο πινακίδες STOP κοσμούν το πεζοδρόμιο και δεν ήταν στο δικό μου δρόμο, αλλά στο δρόμο που ακολουθούσε ο κατά τα άλλα επιθετικός κύριος με το μαύρο σεντάν, οπότε τον παροτρύνω να ελέγξει και αυτός με τη σειρά του τη σήμανση. Η αντίδρασή του και πάλι με αφήνει άφωνο: «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε πιτσιρίκο;»
Πριν προλάβω να απαντήσω, ο λόγος του έχει γίνει χείμαρρος. Ένιωσα όπως τότε στο σχολείο όταν κάναμε ιστορία, που μόλις μπει ο καθηγητής στην αίθουσα ξεκίναγε να μιλάει μέχρις ότου να τελειώσει η ώρα. Ένα είδος ανούσιου και μάλλον ανυπόστατου κηρύγματος περί διαφοράς ηλικίας, σεβασμού, οικονομικής κατάστασης, θράσους από μεριάς μου και απειρίας στην οδήγηση καταλήγοντας στο προφανές κατά τα άλλα συμπέρασμα (;) ότι έπρεπε να παραχωρήσω προτεραιότητα σε κάποιον που ήταν υποχρεωμένος να με αφήσει να περάσω.
Αποφασισμένος να με πείσει ότι αυτό που βλέπω άσπρο είναι μαύρο, προτίμησα να γυρίσω στο «ταπεινό» μου αυτοκίνητο και να φύγω καθώς οποιαδήποτε συζήτηση θα ήταν τουλάχιστον ανώφελη. Και σε αυτό το σημείο καταφέρνει ο συγκεκριμένος κύριος να με καταπλήξει για τρίτη φορά μέσα σε λίγα λεπτά. «Που πας ρε, θέλω τα στοιχεία σου, θα σου κάνω μήνυση!» μου λέει. Και ενώ πλέον βρίσκομαι εκτός εαυτού, με περίσσεια ψυχραιμία απαντάω απλά και ευγενικά: «Κάντε ότι νομίζετε. Καλό απόγευμα» και αποχωρώ από το σημείο.
Κοιτώντας από τον καθρέφτη, είδα κάποιες χειρονομίες και οι φωνές του ακόμα έφταναν στα αφτιά μου αλλά τι θα μπορούσα να κάνω; Να γυρνούσα πίσω να τσακωθώ και να ζητήσω το λόγο; Να πάρω ίσως την τροχαία και να μπω στη διαδικασία να του κάνω μήνυση με τη σειρά μου ή να κατέφευγα στην παραδοσιακή έκφραση σύμφωνα με την οποία «Όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει ράβδος»;
Νομίζω πως αντέδρασα σωστά τελικά. Θα μπορούσα βέβαια να ζητήσω το λόγο αλλά το να έβρισκα το δίκιο μου θα ήταν σαν να ψάχνω ψύλλους στα άχυρα. Αυτό που κράτησα και αποτελεί τροφή για σκέψη είναι πώς ένα αυτοκίνητο πολλών χιλιάδων ευρώ, μια διαφορά ηλικίας και η κοινωνική θέση του καθενός προσδιορίζει και κατευθύνει την οδική συμπεριφορά αλλά και τους σαφώς καθορισμένους κανόνες του κώδικα οδικής κυκλοφορίας. Δε μπορώ με ευκολία να καταλάβω τι κρύβεται πίσω από μια τέτοια συμπεριφορά. Το όλο συμβάν μου θύμισε την ατάκα: «Στο δικό μου χωριό, εσύ έχεις προτεραιότητα;».
Υπάρχει όμως κάποια καλή δικαιολογία που μπορεί να εξηγήσει αυτή την απαράδεκτη συμπεριφορά; Η απάντηση είναι μάλλον όχι. Λίγο πολύ κάπως έτσι αντιδρούμε όλοι προσπαθώντας να καλύψουμε τις αδυναμίες μας ή το φταίξιμό μας. The survival of the fittest που λένε στο χωριό μου ή αλλιώς η επιβίωση του δυνατότερου. Τα πράγματα δεν είναι όμως έτσι. Ζούμε σε μια κοινωνία ευνομούμενη, υπάρχουν κανόνες συμπεριφοράς και ηθικής, υπάρχουν πρότυπα και ενδεδειγμένες πρακτικές για τις εκάστοτε περιστάσεις. Δε μπορεί ο καθένας να πράττει καθώς σκέφτεται ή πιο απλά να κάνει του κεφαλιού του. Δεν κρίνω την προαναφερθείσα συμπεριφορά καθώς έχω υπάρξει εκφραστής της στο παρελθόν. Δεν οδηγεί πουθενά και προκαλεί μόνο προβλήματα. Ο σκοπός της αναφοράς μου σε αυτή είναι καθαρά συμβουλευτικός και εμπειρικός. Κάθε άποψη βέβαια είναι σεβαστή αλλά όχι και αποδεκτή. Ο καθένας μπορεί να πράττει κατά το δοκούν.

Προηγούμενο άρθροΠρωινός Espresso Ιούλιος 2012
Επόμενο άρθροΕΘΝΙΚΟ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ: Κάλλιο αργά παρά ποτέ