ΝΟΜΟΣ ΓΙΑ ΥΠΕΡΧΡΕΩΜΕΝΑ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΑ:  ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΣΑ Ή ΜΑΓΙΚΗ ΛΥΣΗ;

Γράφουν οι :
-Γιώργος Κώτσηρας, δικηγόρος, LL.M, υ/Διδάκτωρ Νομικής Σχολής Παν/μίου Αθηνών
-Ροδάνθη Τζωρτζάκη, δικηγόρος, LL.M
-Γιώργος Κατσαβός, δικηγόρος, LL.M


H επώδυνη οικονομική συγκυρία που η χώρα βιώνει τα τελευταία έτη, έχει οδηγήσει πολλούς συμπολίτες μας στην αδυναμία εξυπηρέτησης των δανειακών τους υποχρεώσεων. Η αδυναμία αυτή σε συνδυασμό με την συνεχώς αυξανόμενη ανεργία οδηγούν πολλούς από αυτούς στη διαπίστωση ότι η εξυπηρέτηση των ως άνω υποχρεώσεων καθίσταται αντικειμενικά αδύνατη. Και στο σημείο αυτό έρχεται να δώσει μια πρώτη διέξοδο ο ν.3869/2010 περί ρύθμισης οφειλών φυσικών προσώπων («νόμος Κατσέλη»).
Από τη στήλη αυτή θα επιχειρήσουμε μια σκιαγράφηση των βασικών στοιχείων των προβλεπόμενων διαδικασιών του νόμου αυτού, έτσι ώστε οι αναγνώστες να είναι ενήμεροι για τις δυνατότητες που τους παρέχει η Ελληνική Νομοθεσία για ένα ζήτημα που αφορά πολλούς συμπολίτες μας.
Καταρχάς, πρέπει να τονίσουμε ότι ο νόμος δεν είναι κάτι παραπάνω από μια δεύτερη ευκαιρία σε όσους έχουν αποδεδειγμένη αδυναμία αποπληρωμής των δανείων τους. Αφορά σε όλα τα φυσικά πρόσωπα, καταναλωτές και επαγγελματίες, με εξαίρεση τους εμπόρους, οι οποίοι όμως έχουν από την υφιστάμενη νομοθεσία τη δυνατότητα να προσφύγουν στη διαδικασία του πτωχευτικού κώδικα, και επίσης έχει εφαρμογή σε όλα τα χρέη με εξαίρεση οφειλές, διοικητικά πρόστιμα, χρηματικές ποινές, οφειλές από φόρους και τέλη προς το Δημόσιο και εισφορές προς τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης. Δεν υπάγονται επίσης σε ρύθμιση οφειλές προς το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και  προς τον ΟΕΚ. Προϋπόθεση επίσης υπαγωγής στο ν. 3869/2010 αποτελεί η μη ανάληψη δανείου τον τελευταίο χρόνο.
Ο εκάστοτε οφειλέτης οφείλει να αποδεικνύει αντικειμενική αδυναμία αποπληρωμής των δανείων του, αλλά πριν την οποιαδήποτε προσφυγή του στο δικαστήριο θα πρέπει να ακολουθήσει εκ του νόμου μια προσπάθεια επίτευξης εξωδικαστικού συμβιβασμού με την/τις Τράπεζα/ες. Από την μέχρι τώρα επαγγελματική μας εμπειρία αποδεικνύεται ότι δύσκολα η Τράπεζα θα προβεί σε συμβιβασμό, αλλά δεν μπορούμε να προδικάζουμε το μέλλον, ειδικά δεδομένης της περιορισμένης ρευστότητας των Ελληνικών Τραπεζών.
Εν συνεχεία, και κατόπιν της ενδεχόμενης αρνητικής έκβασης της απόπειρας εξωδικαστικού συμβιβασμού, προβλέπεται η προσφυγή στο Δικαστήριο (Ειρηνοδικείο). Η αίτηση πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων, σχέδιο διευθέτησης οφειλών, που να λαμβάνει υπόψη με εύλογο τρόπο και συσχέτιση τόσο τα συμφέροντα των πιστωτών, όσο και την περιουσία, τα εισοδήματα και την οικογενειακή κατάσταση του οφειλέτη. Εάν υπάρχει εκκρεμούσα διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης (π.χ. πλειστηριασμός) δεν διακόπτεται αυτόματα με την προσφυγή στο Ειρηνοδικείο, αλλά δύναται να ζητηθεί συμπληρωματικά μέσω της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων. Το Δικαστήριο ελέγχει κατά τη δικάσιμο που έχει οριστεί τη συνδρομή των προϋποθέσεων για τη ρύθμιση των χρεών, ιδίως αν υπάρχει μόνιμη αδυναμία για την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών. Εφόσον υφίστανται οι προϋποθέσεις για ρύθμιση, ο οφειλέτης αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλλει κάθε μήνα και για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών μέρος του εισοδήματός του στους πιστωτές. Το ύψος των μηνιαίων καταβολών καθορίζεται από το δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τα εισοδήματά του, τη δυνατότητα συνεισφοράς του συζύγου και σταθμίζοντας αυτά με τις βιοτικές ανάγκες του ιδίου και των προστατευομένων μελών της οικογενείας του. Γενικά, από την μέχρι τώρα εμπειρία μας, φαίνεται ότι τα Δικαστήρια επιδεικνύουν σχετική προσαρμοστικότητα στο απαιτούμενο μηνιαίο ποσό, αναλόγως της κατάστασης του κάθε οφειλέτη.
Ένα από τα λεπτά σημεία του νόμου είναι οι περιπτώσεις ύπαρξης ακίνητης περιουσίας. Σε περίπτωση μη ύπαρξης, ισχύουν τα ως άνω και αρκεί η πληρωμή ενός μηνιαίου ποσού, όπως τούτο θα οριστεί από την απόφαση του Δικαστηρίου. Εάν, όμως, υφίσταται ακίνητη περιουσία, το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη ρευστοποίησή της προκειμένου να επιτευχθεί μείωση του οφειλόμενου ποσού. Εξαίρεση αποτελεί η κύρια κατοικία του οφειλέτη. Ειδικότερα, ο οφειλέτης έχει τη δυνατότητα να εξαιρέσει από τη ρευστοποιήσιμη περιουσία την κύρια κατοικία του, εφόσον αυτή δεν υπερβαίνει σε εμβαδόν το προβλεπόμενο από τις ισχύουσες διατάξεις όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, προσαυξημένο κατά πενήντα τοις εκατό. Προϋπόθεση για να συμβεί αυτό είναι να αναλάβει ο οφειλέτης με το μέσο επιτόκιο ενός στεγαστικού δανείου, για χρονικό διάστημα που μπορεί να φθάνει μέχρι 20 έτη, την εξυπηρέτηση χρέους που αντιστοιχεί στο 85% της εμπορικής αξίας της κατοικίας. Αν δεν τηρήσει την εξυπηρέτηση αυτού του χρέους (εμφανίσει καθυστέρηση πληρωμής τεσσάρων τουλάχιστον μηνιαίων δόσεων), προχωρούν οι διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης (πλειστηριασμός του ακινήτου). Εν συνεχεία, και μετά την έκδοση της απόφασης, μπορούν να υπάρξουν αυξομειώσεις των μηνιαίων καταβαλλόμενων ποσών αναλόγως με την αλλαγή των οικονομικών δεδομένων του οφειλέτη (εάν π.χ. αυξηθεί το εισόδημά του).
Τέλος, θα πρέπει να επισημανθεί, μιας και είναι ερώτημα πολλών συμπολιτών μας, ότι και οι εγγυητές μπορούν να κάνουν χρήση των ως άνω διατάξεων εάν αποδεικνύουν αδυναμία αποπληρωμής.
Συμπερασματικά, μπορούμε να αναφέρουμε ότι οι διατάξεις του ν.3869/2010 έχουν τύχει ευρείας εφαρμογής και τα δικαστήρια επιδεικνύουν μια σχετική προσαρμοστικότητα στις περιπτώσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του νόμου. Ενδεικτικά, και βάσει της επαγγελματικής μας δραστηριότητας, αναφέρουμε ότι παρατηρείται τάση της νομολογίας να προτιμάται η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του δανείου ως διευκόλυνση προς τον οφειλέτη, ενώ υπάρχουν και πιο μεμονωμένες  περιπτώσεις όπου υπήρξε «κούρεμα» τόκων και μικρού ποσού κεφαλαίου.  Αναμφίβολα, ο νόμος είναι μια ανάσα για όσους δύνανται να υπαχθούν, αλλά επ’ ουδενί δεν δίδει μόνιμες και μαγικές λύσεις.

Στείλτε το μήνυμά σας για την στήλη μας και στο e-mail : paranomos@marathonpress.gr


Προηγούμενο άρθροΟ Μνημόνιος για το μήνα Μάιο
Επόμενο άρθροΈνας αθλητής που μας έκανε υπερήφανους!