Γράφει η Καλαρίδη Μαρία
Πρόσφατα είδαμε να αποκαλύπτεται μια από τις πιο βίαιες οργανώσεις στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Σύσσωμη η ελληνική κοινωνία έτρεξε να εκφράσει την έκπληξή της για τη συμμετοχή ανθρώπων της «διπλανής πόρτας» σε αποτρόπαιες πράξεις και ρατσιστικά επεισόδια. Με αυτό το άρθρο, λοιπόν, θα ήθελα να καταδείξω ότι ο ρατσισμός υπήρχε και μάλλον θα εξακολουθεί να υπάρχει σε όλες του τις εκφάνσεις στην καθημερινότητά μας.
Ένας χώρος από τον οποίο θα μπορούσαμε να αντλήσουμε πολλαπλά παραδείγματα είναι ο εργασιακός. Αν υποθέσουμε ότι δυο άτομα ενδιαφέρονται για την ίδια θέση εργασίας και το ένα διαθέτει τατουάζ ή piercing, παραδείγματος χάριν, ενώ το άλλο διαθέτει μια πιο συντηρητική και ίσως κοινωνικά αποδεκτή εμφάνιση, ο εργοδότης θα έδειχνε προτίμηση κατά πάσα πιθανότητα προς τον δεύτερο υποψήφιο, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι τα τυπικά προσόντα του πρώτου μπορεί να ήταν περισσότερα. Επομένως, οι διακρίσεις με κριτήριο την εμφάνιση μαστίζουν και τη δική μας χώρα με ομολογουμένως μεγάλο αντίκτυπο και στην αγορά εργασίας.
Το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού συνιστά μια εξίσου επικίνδυνη μορφή ρατσισμού. Μερικοί διατείνονται ότι τα παιδιά είναι οι πιο αυστηροί κριτές. Αν κρίνουμε από τα αποτελέσματα διαφόρων ερευνών, τα οποία παρουσιάζουν το 43% των ομοφυλόφιλων μαθητών να έχει υποστεί διάκριση και οποιουδήποτε είδους εξευτελισμό λόγω του προσανατολισμού του, μάλλον έχουν δίκιο. Όσο πιο πολυπολιτισμικό γίνεται το σχολείο, τόσο πιο πολλά τα περιστατικά παρενόχλησης των αδύναμων μαθητών. Είτε κάποιο παιδί είναι αλλόθρησκο, είτε προέρχεται από μια οικογένεια που βρίσκεται σε δυσμενή οικονομική θέση , είτε έχει διαφορετική καταγωγή από την πλειοψηφία του μαθητικού πληθυσμού, μπορεί να γίνει αντικείμενο απομόνωσης κι εξευτελισμού από τους συμμαθητές του. Θα έπρεπε να μας θορυβήσει το γεγονός ότι πλέον μετράμε αρκετούς μαθητές-αυτόχειρες λόγω σχολικού εκφοβισμού-ρατσισμού.
Εκτός από τις προαναφερθείσες ρατσιστικές πρακτικές, υπάρχουν κι άλλες που ταλανίζουν την ελληνική κοινωνία. Θυμάμαι ότι πριν από εννέα περίπου χρόνια είχαν κυκλοφορήσει δύο τραγούδια αισχίστου ποιότητας, τα οποία υποδαύλιζαν μια ανόητη κόντρα μεταξύ κατοίκων των βορείων και των δυτικών προαστίων. Από τη μια πλευρά, οι μεν λοιδορούσαν τους δεύτερους , επειδή δε διέθεταν οικονομική άνεση, αριστοκρατική εμφάνιση κι εκλεπτυσμένο τρόπο διασκέδασης. Ενώ από την άλλη πλευρά, οι κάτοικοι των δυτικών περιοχών αναπαρήγαγαν τα στερεότυπα των βολεμένων αργόσχολων ατόμων στην προσπάθεια τους να ταπεινώσουν τους πρώτους.
Από αυτή την παρέλαση ρατσιστικών πρακτικών δε θα μπορούσε ν’ απουσιάζει κι ο χώρος της μόδας. Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι πολλές φίρμες που κατακλύζουν την ελληνική αγορά απευθύνονται αποκλειστικά σε αδύνατα σώματα, με αποτέλεσμα όταν ένα υπέρβαρο άτομο αναζητά ρούχα σ’ ένα κατάστημα να καταλήγει αντικείμενο χλευασμού κι ειρωνείας. Μάλλον είναι τρομερά δύσκολο ν’ αντιληφθούμε ότι οι ατέλειες μας κάνουν όλους διαφορετικούς και προσδίδουν ενδιαφέρον και μοναδικότητα στη ζωή μας.
Με αφορμή την εκτενή αναφορά μου στις παραπάνω εκδηλώσεις του ρατσισμού στη χώρα μας, θα ήθελα να εξάρω τη σημασία του να αλλάξουμε πρωτίστως εμείς οι ίδιοι τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την ύπαρξή μας μέσα στο κοινωνικό σύνολο και τους συνανθρώπους μας. Δεν αρκούν μόνο τα κροκοδείλια δάκρυα για τα θύματα του ρατσισμού, όταν ήδη γνωρίζουμε ότι σοβεί μια σοβαρή κοινωνική κρίση εδώ και χρόνια στο εσωτερικό της χώρας μας.

 

Προηγούμενο άρθροΣύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών
Επόμενο άρθροΗ Τέχνη του ζην πολιτικώς