του Κωνσταντίνου Πολύζου

Το 2014 συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από την πρώτη ολοκληρωμένη ελληνική ταινία. Έναν αιώνα μετά, με αφορμή αυτή την επέτειο, η MarathonPress κάνει ένα μεγάλο αφιέρωμα στην ελληνική 7η τέχνη, ξετυλίγοντας το κουβάρι της ιστορίας και φέρνει στην επιφάνεια άγνωστες πτυχές της.

Η ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου δεν ξεκινάει το 1914 καθώς οι αθηναίοι πρωτοβλέπουν κινηματογράφο το 1897. Ο ελληνικός αλλά και ο βαλκανικός κινηματογράφος ξεκινάει το 1906 με τους αδερφούς Μανάκια που αρχίζουν να κινηματογραφούν στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας, όταν ακόμα βρίσκεται στην επικράτεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι Μανάκια δημιουργούν ένα μοναδικής αξίας αρχείο με πάνω από 60 ταινίες.

Το 1907 ανοίγει ο πρώτος κινηματογράφος στην Αθήνα. Οι αίθουσες προβολών αρχίζουν να πολλαπλασιάζονται. Την χρονική περίοδο μεταξύ 1910-11 γυρίζονται ορισμένες βουβές κωμωδίες μικρού μήκους από τον σκηνοθέτη – ηθοποιό Σπύρο Δημητρακόπουλο, ο οποίος ερμηνεύει και τους περισσότερους ρόλους των ταινιών, με το ψευδώνυμο «Σπυρίδιον».

 

Η πρώτη Ελληνική ταινία μεγάλου μήκους

Το 1914 ιδρύεται η κινηματογραφική εταιρία «Αστύ Φιλμ» και αρχίζει η παραγωγή ταινιών μεγάλης διάρκειας. Το ίδιος έτος η «Γκόλφω» του Κώστα Μπαχατόρη είναι η πρώτη ελληνική ταινία μυθοπλασίας μεγάλου μήκους. Στοίχισε 100.000 χρυσές δραχμές, όμως η ανταπόκριση του κόσμου δεν ήταν η αναμενόμενη γεγονός που οδήγησε το Μπαχατόρη στη διάλυση της εταιρίας του.

Στην διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η κινηματογραφική παραγωγή δεν αναστέλλεται εντελώς αλλά περιορίζεται στα πολεμικά επίκαιρα. Παρά τις αντιξοότητες του πολέμου αναδεικνύονται σημαντικοί Έλληνες σκηνοθέτες όπως ο Γεώργιος Προκοπίου και ο Δημήτρης Γαζιάδης που γυρίζουν με λίγα και πρωτόγονα μέσα, σκηνές από το μέτωπο και την Μικρασιατική καταστροφή. Η πρώτη μεγάλη εμπορική επιτυχία έρχεται το 1920 με το φιλμ «Ο Βιλλάρ στα γυναικεία λουτρά του Φαλήρου», στο οποίο είναι σκηνοθέτης, σεναριογράφος και πρωταγωνιστής ο κωμικός ηθοποιός Βιλλάρ – ψευδώνυμο του κρητικής καταγωγής Νικολάου Σφακιανάκη. Ο πιο διάσημος κινηματογραφικός αστέρας στα χρόνια του ’20 είναι ο Μιχαήλ Μιχαήλ. Αξιοσημείωτες είναι οι προσπάθειες του Αχιλλέα Μαδρά που γυρίζει τον «Μάγο της Αθήνας» και τη «Μαρία Πενταγιώτισσα».

Την χρονική περίοδο 1928-1931 μεγαλουργεί η κινηματογραφική επιχείρηση «Νταγκ Φιλμ» που λειτουργούσε ήδη από το 1918 και ασχολήθηκε με ιστορικές ταινίες και την κινηματογράφηση λογοτεχνικών έργων. Ξεχωρίζουν οι ταινίες «Δάφνις και Χλόη» (1931 σε σκηνοθεσία Ορέστη Λάσκου) και «Έρως και κύματα» (1928 σε σκηνοθεσία Δημήτρη Γαζιάδη). Στην ταινία «Δάφνις και Χλόη» εμφανίζεται το πρώτο γυμνό του Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου. Από αυτή την εποχή αρχίζει μια σοβαρότερη προσπάθεια οργάνωσης και συστηματοποίησης της κινηματογραφικής παραγωγής που όμως θα διακοπεί βίαια από τον πόλεμο.

Η καθοριστική κίνηση Βενιζέλου

Όταν ο πρωθυπουργός, Ελευθέριος Βενιζέλος, παρακολούθησε την πρεμιέρα της ταινίας «Αστέρω» του Γαζιάδη το 1929 ενθουσιάστηκε τόσο πολύ που μείωσε την φορολογία των ελληνικών ταινιών από 30% σε 10%.

Ο Ελληνικός κινηματογράφος με… ήχο

Το 1932 παίζεται στους κινηματογράφους η πρώτη ομιλούσα ταινία «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας», της «Ολύμπια Φιλμ» σε σκηνοθεσία Δημήτρης Τσακίρη.

Ο Φιλοποίμην Φίνος εμφανίζεται στο προσκήνιο της Ελληνικής παραγωγής ιδρύοντας μαζί με συνεταίρους το 1939 στο Καλαμάκι τα «Ελληνικά Κινηματογραφικά Στούντιο» και γυρίζει την πρώτη του ταινία σαν παραγωγός αλλά και σκηνοθέτης, «Το τραγούδι του χωρισμού», που αποτελεί και την πρώτη ομιλούσα ελληνική ταινία που ηχογραφήθηκε εξ ολοκλήρου σε ελληνικά στούντιο.

Μέσα στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής που ακολουθεί, ο Φίνος ιδρύει τη «Φίνος Φιλμ» (1942) που έμελλε να σφραγίσει την ιστορία του Ελληνικού κινηματογράφου.

Μέσα στην κατοχή γυρίζονται δύο σημαντικές ταινίες. «Η φωνή της καρδιάς» (1943, σε σκηνοθεσία Ιωαννόπουλου) και «Χειροκροτήματα» (1944, σε σκηνοθεσία Γιώργου Τζαβέλα). Και στις δύο εμφανίζεται στην πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση ένας ηθοποιός που θα άφηνε μετέπειτα το στίγμα του στον ελληνικό κινηματογράφο, ο νεαρός πρωταγωνιστής του θεάτρου Δημήτρης Χορν. Το 1944 η μεγάλη μας τραγωδός Κατίνα Παξινού, τιμάται με το Όσκαρ Β΄ γυναικείου ρόλου για την ερμηνεία της στην ταινία «Για ποιόν χτυπάει η καμπάνα».

Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος τελειώνει το 1945, αλλά όχι για τους Έλληνες. Στην ταραγμένη εποχή που ακολουθεί από τα Δεκεμβριανά μέχρι το τέλος του εμφύλιου, οι ταινίες που γυρίζονται είναι πολύ λίγες. Πολλοί καλλιτέχνες ταλαιπωρούνται με διώξεις και εξορίες. Στις λίγες παραγωγές που γίνονται εμφανίζονται ορισμένα αριστουργήματα και αναδεικνύονται μεγάλες ερμηνείες. Το 1946 πρωτοεμφανίζεται ένας άνθρωπος που έμελλε να γράψει τη δική του ιστορία στον ελληνικό κινηματογράφο. Ο Αλέκος Σακελλάριος με την ταινία «Παπούτσι από τον τόπο σου». Την ταινία έγραψε και σκηνοθέτησε ο ίδιος. Το 1948 γυρίζει την ταινία «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» με τον αξεπέραστο Βασίλη Λογοθετίδη. Το φιλμ «Μαρίνος Κοντάρας, ο κουρσάρος του Αιγαίου» του Γιώργου Τζαβέλλα (1948) είναι η πρώτη ελληνική ταινία που ταξιδεύει σε διεθνές φεστιβάλ (Νοκ λε Ζουτ, Βέλγιο). Το 1949 ο Τζαβέλας γυρίζει τον «Μεθύστακα» σε μια οσκαρική ερμηνεία του Ορέστη Μακρή.

Τα πρώτα σοβαρά βήματα

Κανονική κινηματογραφική παραγωγή ξεκινάει τη δεκαετία του ’50. Ο Γκρεγκ Τάλλας (ψευδώνυμο του Γρηγόρη Θαλασσινού) ήταν ο πρώτος Έλληνας σκηνοθέτης που απέσπασε διεθνές βραβείο. Η ταινία του, «Ξυπόλητο τάγμα», κέρδισε το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Εδιμβούργου 1954.Το 1955 ο Τζαβέλας γυρίζει, μια από τις σπουδαιότερες ελληνικές ταινίες, «Η Κάλπικη Λίρα». Την ίδια χρονιά ξεκινάει την καριέρα της μια από τις μεγάλες κυρίες του ελληνικού κινηματογράφου, η Τζένη Καρέζη με την ταινία «Λατέρνα φτώχεια και φιλότιμο», δίπλα στον Βασίλη Αυλωνίτη και το εμπορικότερο όνομα της εποχής, Μίμη Φωτόπουλο.Ήταν τέτοια η επιτυχία της ταινίας που ο Φίνος έπεισε τον Αλέκο Σακελλάριο, δυο χρόνια μετά, να γυρίσει και την συνέχειά της. Αυτό είναι και το πρώτο σίκουελ στην ιστορία του ελληνικού σινεμά που προβλήθηκε με τίτλο «Λατέρνα, Φτώχεια Και Γαρίφαλο». Οι πρώτες απόπειρες ωστόσο, να αποκτήσει η Ελλάδα αναγνωρίσιμη κινηματογραφική ταυτότητα, δοκιμάζεται σε ταινίες όπως η «Στέλλα»(1955) του Μιχάλη Κακογιάννη με τη συγκλονιστική ερμηνεία της Μελίνας Μερκούρη που την καθιέρωσε ως μια από τις 

κορυφαίες του ελληνικού κινηματογράφου και εμβληματική προσωπικότητα και ο «Δράκος» (1956) του Κούνδουρου, με το Ντίνο Ηλιόπουλο να πρωταγωνιστεί στο καλύτερο ρόλο της καριέρας του. Η εν λόγω ταινία σημάδεψε την ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου, κι είναι ίσως η καλύτερη όλων των εποχών. Παρόλο που η πρώτη έγχρωμη ελληνική ταινία θεωρείται το «Καλώς ήρθε το δολάριο» το 1967, κάτι τέτοιο είναι ανακριβές καθώς μια δεκαετία νωρίτερα (1957) έχουμε την πρώτη χρονολογικά έγχρωμη ταινία ελληνικής παραγωγής που είναι οι «Πρωτευουσιάνικες περιπέτειες» σε σενάριο Ηλία Λυμπερόπουλου και σκηνοθεσία Γιάννη Πετροπουλάκη. Στην ταινία κάνει την πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση η Ρένα Βλαχοπούλου. Την ίδια περίοδο ξεκινάει και η κανονική παραγωγή της «Φίνος Φιλμ» που δημιουργεί και το ελληνικό σταρ σύστεμ. Το 1957 ο Σακελλάριος γυρίζει, τη μέχρι εκείνη την περίοδο, μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία, «Η θεία από το Σικάγο», με πρωταγωνίστρια την «ωραιότερη άσχημη» του ελληνικού κινηματογράφου, Γεωργία Βασιλειάδου. Ενώ το 1958 γυρίζει τον «Ηλία του 16ου». Το 1959 θα κάνει πρεμιέρα μια ταινία που θα σηματοδοτούσε την εκτόξευση του άστρου της Αλίκης Βουγιουκλάκη. Δεν είναι άλλη από το «Ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» κι είναι η απαρχή μιας μυθικής καριέρας με δεκάδες μεγάλες επιτυχίες στη διάρκεια της δεκαετίας του ’60.

Η άνθιση του Ελληνικού κινηματογράφου και το εγχώριο σταρ σύστεμ

Την δεκαετία του 1960, ο ελληνικός κινηματογράφος μπαίνει σε μια περίοδο μεγάλης ακμής. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι από το 1959 έως το 1971 γυρίστηκαν περίπου 1.400 ταινίες. Γεγονός που σημαίνει ότι ανά τρεις ημέρες είχαμε μία νέα ταινία στις κινηματογραφικές αίθουσες. Από το 1960 και μετά δημιουργούνται πολλές εταιρίες παραγωγής (Αφοί Ρουσσόπουλοι, Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης, Τζέιμς Πάρις, Καραγιάννης-Καρατζόπουλος) που ανεβάζουν τον αριθμό των ταινιών σε μεγάλο βαθμό. Η αύξηση των παραγωγών οδήγησε στην πτώση της ποιότητας των ταινιών, οι οποίες έγιναν πιο στερεότυπες και βασίζονταν περισσότερο στην αίγλη των πρωταγωνιστών, παρά στην ποιότητα των σεναρίων. Είναι η δεκαετία που η ελληνική κινηματογραφική παραγωγή αναδεικνύει ινδάλματα, μεγάλους και αξεπέραστους κωμικούς που χάρισαν απλόχερα το γέλιο και τη διασκέδαση στην ελληνική οικογένεια. Ηθοποιοί όπως ο Ανδρέας Μπάρκουλης, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, ο Αλέκος Αλεξανδράκης, ο Νίκος Κούρκουλος, η Ζωή Λάσκαρη, η Μάρθα Καραγιάννη, η Μαίρη Χρονοπούλου, ο Κώστας Βουτσάς, η Ρένα Βλαχοπούλου, ο Λάμπρος Κωσταντάρας, ο Διονύσης Παπαγιανόπουλος, η Μάρω Κοντού, ο Βασίλης Αυλωνίτης, η Γεωργία Βασιλειάδου, ο Μίμης Φωτόπουλος, ο Ορέστης Μακρής, ο Ντίνος Ηλιόπουλος, ο Παντελής Ζερβός, ο Χρόνης Εξαρχάκος , ο Νίκος Ρίζος, ο Νίκος Σταυρίδης, ο Κώστας Χατζηχρήστος κι ο κατάλογος δεν έχει τέλος.Το 1960 ξεκινάει το φεστιβάλ κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, με σκοπό να αποτελεί ένα ετήσιο πανόραμα του ελληνικού σινεμά και να βραβεύει τους δημιουργούς του. Την ίδια χρονιά η Μελίνα Μερκούρη βραβεύεται για την ερμηνεία της στο «Ποτέ την Κυριακή» του Ζιλ Ντασέν στο φεστιβάλ των Καννών και ο Μάνος Χατζιδάκις παίρνει το Όσκαρ τραγουδιού για τα «Παιδιά του Πειραία» για την ίδια ταινία. Μερικές από τις πιο δημοφιλείς κωμωδίες του 60, είναι «Τα κίτρινα γάντια» του Αλέκου Σακελλάριου με τους Νίκο Σταυρίδη, Μάρω Κοντού, Μίμη Φωτόπουλο, την Μάρθα Βούρτση, και τον Γιάννη Γκιωνάκη. Το 1963 η ταινία «Της κακομοίρας» του Ντίνου Κατσουρίδη γίνεται μία από τις καλύτερες ελληνικές κωμωδίες με έναν αξέχαστο Κώστα Χατζηχρήστο να παίζει τον καλύτερο ρόλο της καριέρας του σαν «Ζήκος ο μπακαλόγατος». Το 1964, «Η χαρτοπαίκτρα» του Γιάννη Δαλιανίδη με τη Ρένα Βλαχοπούλου κάνει μεγάλη είσπρακτική επιτυχία. Στη δεκαετία του ’60 ο Θανάσης Βέγγος δημιουργεί φανατικό κοινό με τις ταινίες του όπως «Ο παπατρέχας», «Θου Βου φαλακρός πράκτωρ 000», «Πάρε κόσμε» και πολλές άλλες. Το 1965 η ταινία «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο» του Βασίλη Γεωργιάδη και σενάριο του Νίκου Φώσκολου με τους Νίκο Κούρκουλο, Μαίρη Χρονοπούλου, Γιάννη Βόγλη και Μάνο Κατράκη ήταν υποψήφια για το Όσκαρ της Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας. Με την καθιέρωση του χρώματος στην ελληνική ταινία έχουμε τα πρώτα ελληνικά μιούζικαλ όπως το «Ραντεβού στον αέρα» το 1966 που αποτελεί τη μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία μέχρι τότε, με τους Ρένα Βλαχοπούλου, Κώστα Βουτσά, Χλόη Λιάσκου, Γιάννη Βογιατζή, Μάρθα Καραγιάννη και το «Γοργόνες και Μάγκες» το 1968 με τους Μαίρη Χρονοπούλου, Φαίδων Γεωργίτση, Διονύσης Παπαγιαννόπουλο, Νόρα Βαλσάμη, Μάρθα Καραγιάννη. Τις χορογραφίες υπογράφουν οι Βαγγέλης Σειλινός, Μανώλης Καστρινός και Φώτης Μεταξόπουλος. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη συνεχίζει τα μιούζικαλ με τις περίφημες επιτυχίες «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια», «Η Αλίκη στο ναυτικό», «Το πιο λαμπρό αστέρι» και άλλες. Ωστόσο, δεν ήταν όλες οι ταινίες κωμωδίες. Υπήρχαν αξιόλογα ελληνικά δραματικά φιλμ  με μεγάλους Έλληνες καλλιτέχνες σαν τον Ορέστη Μακρή, Λαυρέντη Διανέλο, Μάνο Κατράκη, Μελίνα Μερκούρη, Γιώργος Φούντα, Έλλη Λαμπέτη, Γκέλη Μαυροπουλου, Δέσπω Διαμαντίδου και πολλούς άλλους. Στα πιο δημοφιλή δράματα της δεκαετίας συγκαταλέγεται το «Παιδί του λαού» με τους Νίκο Ξανθόπουλο, και την μονίμως «ταπεινή και καταφρονημένη» Μάρθα Βούρτση.

Ενδεικτικά αναφέρονται κάποιες από τις μεγαλύτερες εισπρακτικές επιτυχίες της δεκαετίας.

«Η Μανταλένα» (1961)
«Ο κατήφορος»
(1962)
«Μερικοί το προτιμούν κρύο»
(1963)

«Κάτι να καίει» (1963) 

«Χτυποκάρδια στο θρανίο» (1963)
«Τα κόκκινα φανάρια»
(1964)
«Κορίτσια για φίλημα»
(1964)
«Το δόλωμα»
(1964)
«Η χαρτοπαίχτρα»
(1964)
«Η σοφερίνα»
(1965)
«Μια τρελή τρελή οικογένεια»
(1966)
«Κοινωνία ώρα μηδέν»
(1966)
«Οι θαλασσιές οι χάντρες»
(1967)
«Μια κυρία στα μπουζούκια»
(1968)
«Η αρχόντισσα και ο αλήτης»
(1969)

Το 1971 «Η υπολοχαγός Νατάσσα» γίνεται η μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία και κρατάει αυτή την πρωτιά για 3 δεκαετίες.

Η Χούντα, η λογοκρισία κι η «διάλυση» του ελληνικού κινηματογράφου

Η ανοδική πορεία, ανακόπτεται από τη δικτατορία. Πρώτα από όλα με τη λογοκρισία, αλλά και με τη στασιμότητα που επικρατεί σε όλη την καλλιτεχνική παραγωγή. Πολλοί κινηματογραφικοί συντελεστές φεύγουν στο εξωτερικό. Οι μόνες μεγάλες παραγωγές που γίνονται αυτή τη περίοδο είναι του παραγωγού Τζείμς Πάρις που έχουν ιστορικά, πολεμικά, πατριωτικά θέματα και έχουν την αμέριστη συμπαράσταση της Χούντας των συνταγματαρχών. Όμως δύο φίλμ του Θόδωρου Αγγελόπουλου, η «Αναπαράσταση» (1970), που σαρώνει τα βραβεία στη Θεσσαλονίκη, και οι « Μέρες του ’36» (1972), το «Προξενιό της Άννας» του Παντελή Βούλγαρη και η «Ευδοκία» (1971) του Αλέξη Δαμιανού, δείχνουν από τότε, ότι ο ελληνικός κινηματογράφος έχει μέλλον.

Το σινεμά στα χρόνια της μεταπολίτευσης και ο ρόλος της τηλεόρασης

Η μεταπολίτευση φέρνει μια αναγέννηση όλων των δημιουργικών δυνάμεων του κινηματογράφου αλλά η μεγάλη παραγωγή της δεκαετίας του 60 δεν πρόκειται να επαναληφθεί. Νέοι κινηματογραφιστές καταθέτουν καινούργιες ιδέες και χαράζουν τη δική τους διαδρομή. Το ελληνικό σινεμά μπαίνει σε μια διαφορετική περίοδο. Τη μεταπολίτευση σφραγίζει ένα αριστούργημα του Θόδωρου Αγγελόπουλου, «Ο Θίασος» το 1975. Όμως αυτή η φόρα που παίρνει ο κινηματογράφος με τη μεταπολίτευση και την είσοδο νέων δημουργών, δεν κρατάει για πολύ. Η τηλεόραση είναι νέο μέσο για την Ελλάδα και η άνοδος της μουδιάζει το κοινό που αποσύρεται σιγά σιγά από τις κινηματογραφικές αίθουσες, επίσης απορροφάει πολλούς από τους δημιουργούς του κινηματογράφου. Το 1977 προβάλλεται στους κινηματογράφους η ταινία «Ο κυρ Γιώργης» με πρωταγωνιστή τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο. Η συγκεκριμένη ταινία, αποτελεί και το κύκνειο άσμα της θρυλικής «Φίνος Φίλμς».

Η «Καθίζηση»

Η δεκαετία του ‘80 στιγματίζεται από την κυριαρχία του βίντεο. Είναι η περίοδος που γίνεται η μεγαλύτερη παραγωγή ταινιών με πολύ κακής ποιότητας υλικό. Είναι η δεκαετία που οι ταινίες διακρίνονται για το καυστικό περιεχόμενο που κέντριζε τα κακώς κείμενα ή για το «ό,τι να’ναι» περιεχόμενο τους που συνήθως έκανε έξαλλους τους διαννοούμενους της εποχής! Οι κινηματογράφοι ο ένας μετά τον άλλο μετατρόπονται σε σούπερ μάρκετ. Το σινεμά μοιάζει να περνάει μια περίοδο νάρκης. Για να ξεκινήσουμε όμως το ταξίδι στον κόσμο του cult , θα χρειαστεί οπωσδήποτε φραπεδιά (όχι καπουτσίνο! χαλάει την ατμόσφαιρα της 80-ίλας). Ταινίες όπως «Ρόδα τσάντα και κοπάνα», «Βασικά καλησπέρα 

σας», «Τα τσακάλια», «Kαμικάζι… Αγάπη μου» είναι μερίκες από τις ταινίες που αναδυκνείουν μια νέα γενια ηθοποιών όπως ο Πάνος Μιχαλόπουλος, η Καίτη Φίνου, ο Σταμάτης Γαρδέλης, και η Ρένα Παγκράτη. Ενώ καθιερώνουν νέα αστέρια της εποχής όπως ο Στάθης Ψάλτης, ο Μιχάλης Μόσιος, ο οποίος δημιουργεί τον χαρακτήρα του «Ταμτάκου», ο Κώστας Τσάκωνας και ο Xάρρυ Kλυνν που δημιουργεί το χαρακτήρα του «Τραμπάκουλα» στην ταινία «Αλαλούμ» το 1982. Παρόλα αυτά δεν είναι λίγοι οι δημιουργοί που επιμένουν και καταφέρνουν να ξαναβραβευτεί το ελληνικό σινεμά στο εξωτερικό και να φέρουν εκ νέου το κοινό στις αίθουσες. Μερικές από τις αξιοπρόσεκτες παραγωγές αυτής της δεκαετίας, αποτελούν οι ταινίες «Παραγγελιά» που βασιζόταν στην πραγματική ιστορία του Σπύρου Κοεμτζή και η «Λούφα και παραλλαγή» του Νίκου Περάκη που γυρίστηκε λίγα χρόνια αργότερα και σατίριζε τα τηλεοπτικά πράγματα επί δικτατορίας. Μια ακόμα όαση στην κινηματογραφική ξηρασία της εποχής αυτής, αποτέλεσε και το «Ρεμπέτικο» του Κώστα Φέρρη. Ο Βέγγος συνεχίζει να κάνει με επιτυχία περισσότερες κωμωδίες, αλλά αυτή τη φορά προθέτοντας δραματικά στοιχεία, δείχνοντας ένα πιο κοινωνικό πρόσωπο.

Από την ανυποληψία στις αρχές της αναγέννησης με στορφή στη θεματολογία

Από το 1990 κι έπειτα υποχωρεί όλο και περισσότερο η «ιστορική» θεματολογία και στο στόχαστρο των δημιουργών είναι πλέον ο άνθρωπος με τα προβλήματα και τις ανησυχίες του, ως μέλος της κοινωνίας. Στη δεκαετία αυτή, θα εμφανιστούν και με σχετική εμπορική επιτυχία ο Περικλής Χούρσογλου με το «Λευτέρη Δημακόπουλο», ο Σωτήρης Γκορίτσας με το «Βαλκανιζατέρ», η Όλγα Μαλέα με τον «Οργασμό της Αγελάδας», η Κατερίνα Ευαγγελάκου με τον «Ιαγουάρο», ο Αντώνης Κόκκινος με το «Τέλος εποχής». Ένα νέο είδος που εμφανίζεται έντονα στα τέλη της δεκαετίας είναι η σεξοκωμωδία, που συνδύασε, με σχηματικό τρόπο, την κωμωδία με τον ερωτισμό και πραγματοποίησε μια μαζική, σχεδόν ισοπεδωτική εμφάνιση στο κινηματογραφικό στερέωμα. Οι ταινίες αυτές είναι απλοϊκές και αισθητικά άκομψες, είτε στη σκηνοθεσία, είτε στη σύλληψη. Ενώ θα μπορούσαν να είναι αιχμηρές και ηθικο-ιδεολογικά προκλητικές ταινίες. Η ταινία-φαινόμενο αυτής της τάσης είναι το «Safe sex», των Ρέππα-Παπαθανασίου που ξεπερασε το 1.000.000 εισητηρια κι αποτέλει την μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία όλων των εποχών. Αξίζει να σημειωθεί οτι η ταινία είναι κομβικής σημασίας καθώς σηματοδότησε ουσίαστικα την αναγέννηση του ελλινικού κινηματογράφου. Ακτίδα φωτός αποτελεί το 1998 το αριστούργημα του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Μια αιωνιότητα και μια μέρα» όπου κατακτά τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες. Ο Αγγελόπουλος παραδίδει μια ταινία, ποιητικό στοχασμό, πάνω στην ανθρώπινη ύπαρξη και τα όριά της, αφήνοντας παρακαταθήκη το μεγάλο ερώτημα: τι είναι το αύριο και πόσο διαρκεί.

Το Ελληνικό σινεμά στο μιλένιουμ

Μετά το 2000, η παραγωγή ταινιών αρχίζει σχετικά να σταθεροποιείται και να φτάνει περίπου τις 20 το χρόνο. Αρχίζει σταδιακά να υπάρχει μια άνοδος στην ποιότητα της παραγωγής, με ταινίες που δημιουργούν μια κάποια αίσθηση τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Παρότι δε μπορούμε ακόμα να μιλάμε για ελληνικό κινηματογράφο με σταθερή ανοδική πορεία και σοβαρή, αδιάσπαστη εγχώρια παραγωγή, ταινίες όπως η «Πολίτικη κουζίνα» του Τάσσου Μπουλμέτη, οι «Νύφες» του Παντελή Βούλγαρη, το «Σπιρτόκουτο» του Γιάννη Οικονομίδη, το «Hardcore» του Ντένη Ηλιάδη, το «Miss Violence» του Αλέξανδρου Αβρανά που βραβεύτηκε με τον Αργυρό Λέοντα στο φεστιβάλ της Βενέτιας, αποδεικνύουν την ύπαρξη ενός δυναμικού δημιουργικού ρεύματος κι ενός ελληνικού κινηματογράφου που απαιτεί να αποκτήσει χαρακτήρα και κύρος. Η πρόσφατη διεθνής επιτυχία των ταινιών «Κυνόδοντας» του Γιώργου Λάνθιμου, με τη βράβευση στο φεστιβάλ των Καννών, αλλά και την υποψηφιότητα της για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας, της «Στρέλλα» του Πάνου Κούτρα στο φεστιβάλ του Βερολίνου και της «Ακαδημία Πλάτωνος» του Φίλιππου Τσίτσου στο φεστιβάλ του Λοκάρνο, επανέφερε το ενδιαφέρον του κοινού στο σοβαρό εγχώριο κινηματογράφο και αναμένεται να παίξει κάποιο ρόλο στις μετέπειτα εξελίξεις. Όπως και να έχει, έχοντας μπει πλέον στην επόμενη δεκαετία φαίνεται αναγκαία πια, μια ριζική αλλαγή στο πως έχουν τα πράγματα καθώς το μέλλον του ελληνικού κινηματογράφου ακόμα φαντάζει ασαφές.

Προηγούμενο άρθροThat’s it, That’s fit Δεκεμβρίου
Επόμενο άρθροΣπιτόγατος Δεκεμβρίου