της Στέλλας Μαγγανά
Η Στέλλα είναι τελειόφοιτος ηθοποιός της Δραματικής σχολής του
Ωδείου Αθηνών όπως επίσης και της Νομικής σχολής Αθηνών
Αθήνα. Σάββατο. Η ώρα είναι 10 το πρωί. Είναι Οκτώβρης και κάνει ζέστη, ακούς τζιτζίκια και η κουφόβραση, η υγρασία και τα νεύρα των Αθηναίων βαράνε κόκκινο. Δεν με χωράει ο τόπος, οπότε αποφασίζω να πάρω τα μπογαλάκια μου και να πάω μια ωραιότατη βόλτα στο πατρικό μου μπας και καταφέρω να βρω ηρεμία στην οικογενειακή θαλπωρή που μου δίνει πάντα η Ν. Μάκρη .
Έτσι ξεκινάω! Και αφού έχω μπει στο μετρό, έχω κονσερβοποιηθεί στο βαγόνι, τα άκρα μου κινδυνεύουν επικίνδυνα από τους φίλτατους συμπολίτες μου που νομίζουν πως τούτη η γη που την πατούμε χτίστηκε και πλάστηκε μόνο για να πατούν τα δικά τους πόδια και πως όλη η πλάση εν γένει υπάρχει μόνο και μόνο γιατί υπάρχουν αυτοί και που μάλλον το καυσαέριο έχει επιδράσει άκρως επικίνδυνα στην ακοή τους, εφόσον δεν ακούν τις ανακοινώσεις που με τόσο ευγενή τρόπο βγάζει η καλή κυρία στο μετρό, τύπου: «παρακαλείσθε να περιμένετε την αποβίβαση των επιβατών πριν εισέλθετε… κλπ» ή «παρακαλείσθε να στέκεστε στην δεξιά πλευρά της κυλιομένης σκάλας. Ευχαριστώ». Μάταιος κόπος και χαμένος χρόνος.
Μετά κόπων και βασάνων λοιπόν, φτάνω στην στάση του επικού και αγαπημένου (!) σε όλους μας κτέλ, όπου εκεί, αφού προφανώς περιμένω το ακαδημαΐκό 15λεπτο, επιτέλους έρχεται το πορτοκαλί πριγκιπόπουλο. Που ως τυπικό πριγκιπόπουλο του 2014 δεν έχει ποτέ χώρο για σένα στη ζωή του, πρέπει να το πληρώσεις ακριβά για να σου κάνει τη χάρη να σε πάρει και όταν σε πάρει θα σε κάνει να νιώσεις προφανώς, πως όχι μόνο δεν είσαι μοναδικός στη ζωή του αλλά θα προσπαθήσει να πάρει όσο πιο πολλούς μπορεί και να στους τρίψει στο πρόσωπό σου μέχρι να σε φτάσει σε σημείο να μετανιώνεις την ώρα και τη στιγμή που ήρθε στο δρόμο σου!
Μία ώρα μετά τα καταφέρνω και φτάνω επιτέλους στον πολυπόθητο στόχο. Κάνοντας μια ήρεμη βόλτα, άρχισε όλη αυτή η πρωινή μικρή περιπέτεια να τριγυρίζει σαν τριβόλι μέσα στο κεφάλι μου. Η μία σκέψη έφερνε την άλλη και εγώ προσπαθούσα να εξηγήσω το γιατί όλη αυτή η φούρια και η τρέλα και η αγένεια και το «στρίμωγμα» κλπ κλπ, τα οποία αντιμετωπίζω καθημερινά εγώ και όλοι μόνο και μόνο για να υπάρξω και να πάω κάπου, οπουδήποτε. Μετά άρχισα να σκέφτομαι πως αν θες ηρεμία έλα μόνιμα στη Μάκρη. Αλλά μετά συνειδητοποίησα πως ολ’ αυτά για τα οποία μίλησα παραπάνω που τσαταλιάζουν τα νεύρα καθημερινά ίσως δεν είναι μόνο γνώρισμα της πρωτεύουσας αλλά υπάρχει παντού . Δεν είναι μόνο στο μετρό αλλά και στο σούπερ μάρκετ και στον μπακάλη και στην τράπεζα. Και μια σκέψη πάνω σ’ αυτό είναι ότι έχουμε σταματήσει να ακούμε και να βλέπουμε, όπως οι συμπολίτες στο μετρό. Δεν αφουγκραζόμαστε την ιστορία του άλλου, ούτε καν τη δική μας, δε βλέπουμε τον ήλιο, δεν ακούμε τη μουσική. Έχουμε αναγάγει την ποίηση σε λόγια γραμμένα σε ένα χαρτί κάποιων ανθρώπων και έχουμε παραγνωρίσει το γεγονός πως ποίηση υπάρχει παντού και ομορφαίνει τη ζωή μας και τα λόγια αυτά έχουν γραφτεί μέσα από καθημερινές ιστορίες για να υμνήσουν …το απλό .
Αντί επιλόγου, θα ’θελα να μοιραστώ μαζί σας το παρακάτω, που περιγράφει τη σκέψη μου με μεγαλύτερη ακρίβεια και που στάθηκε η αφορμή γι’ αυτές τις σκέψεις: «Επιστρέφουμε στο ζώο. Είναι πολύ πιο απλό απ’ την ανθρώπινη υπόσταση. Καλά προφυλαγμένοι στους κόλπους του κοπαδιού, περπατάμε στους δρόμους της πόλης, για να πάμε στη δουλειά, στις ταβέρνες, στις διασκεδάσεις. Δεν υπάρχουν πια θαύματα, δεν υπάρχουν πια παρά τρόποι χρήσης, συνταγές, κανονισμοί.» { Franz Kafka} . Καλή συνέχεια.