Του Κώστα Ζοργιού
Δύο Κινέζοι, άγνωστοι μεταξύ τους, συναντιούνται ένα πρωινό του 2020 στο κέντρο της Αθήνας. Η κοινή τους καταγωγή γίνεται αφορμή για κουβέντα. Αφού ανακαλύπτουν ότι αμφότεροι έρχονται από το Πεκίνο, που δεν είναι δα και έκπληξη, έρχεται το σοκ.
– «Τι κάνεις εδώ;»
– «Μετακόμισα μόνιμα στην Ελλάδα. Για πολλούς λόγους, αλλά κυρίως γιατί έχω ένα μεγάλο όραμα για μια περιοχή λίγο έξω από την Αθήνα. Λέγεται Μαραθώνας».
– «Αλήθεια; Εγώ ήρθα από την Κίνα στην Ελλάδα, γιατί είχα όνειρο να ζήσω μόνιμα στον Μαραθώνα!».
Θα μπορούσε να είναι και ανέκδοτο. Τόσο απίστευτο ακούγεται, όμως πρόκειται για πραγματική ιστορία…
Ο ΣανΚάι
Ήρθε για πρώτη φορά στη χώρα μας το 2004 λίγο πριν τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων. Ήταν διευθυντής του Imperial City Art Museum του Πεκίνου κι επισκέφθηκε την Αθήνα με αφορμές μια μεγάλη έκθεση κινεζικών πολιτιστικών κειμηλίων που διήρκεσε 8 μήνες, αλλά και την προώθηση του βιβλίου του, με ιστορικούς θησαυρούς της Κίνας, το οποίο περιέχει και εισαγωγική τοποθέτηση της Μαρίνας Λαμπράκη, Ιστορικού Τέχνης και Διευθύντριας της Εθνικής Πινακοθήκης.
Επισκέφθηκε σειρά Μουσείων και ο θαυμασμός του για την ελληνική Ιστορία και τον ελληνικό Πολιτισμό, εκτοξεύτηκε. Ζωγράφος ο ίδιος, μποέμ τύπος και με φοβερή κουλτούρα, αποφάσισε τρία χρόνια πριν, στα 47 του, να κλείσει έναν μεγάλο κύκλο με ταξίδια σε όλο τον κόσμο και παραμονή σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις και να έρθει μόνιμα στην Ελλάδα.
Έζησε για λίγο στην Ανάβυσσο και τη Λούτσα και το 2021 μετακόμισε μόνιμα στον Μαραθώνα. Παρότι, η πρώτη του επαφή με την πόλη που είχε απωθημένο να ζήσει, λόγω της ιστορίας που κουβαλά, δεν ήταν όπως την περίμενε.
«Ένα απόγευμα του 2020, πάτησα για πρώτη φορά το πόδι μου στον Μαραθώνα. Από τη μία, ένιωσα δέος που τελικά κατάφερα να έρθω στην πόλη που πάντα ήθελα να επισκεφθώ. Κι από την άλλη, ένιωσα άσχημα, αντικρίζοντας κλειστά μαγαζιά, απόκοσμη ησυχία κι ένα έρημο και σε πολλά σημεία του, παρατημένο μέρος».
Δύο μήνες πριν τον Μαραθώνιο, ο ΣανΚάι ξόδεψε από την τσέπη του ένα μεγάλο ποσό και σε συνεργασία με γνωστή εταιρεία εμφιάλωσης σαμπάνιας, έβγαλε μια συλλεκτική έκδοση μπουκαλιών αφιερωμένη στο μεγάλο δρομικό γεγονός.
Μοίρασε δωρεάν περίπου 300 μπουκάλια κι όπως ο ίδιος λέει «ήταν μια απλή έκφραση του θαυμασμού μου για έναν αγώνα που αποτελεί κεφάλαιο για όλη την ανθρωπότητα. Ο Μαραθώνιος μπορεί να γίνει ο κρίκος που θα συνδέει τη φιλία όλων των χωρών, των πόλεων και των εθνοτικών ομάδων». Ο ΣανΚάι σκοπεύει να αγοράσει άμεσα σπίτι στον Μαραθώνα και σε βάθος χρόνου να φέρει εδώ και τον 16χρονο γιο του, ο οποίος σπουδάζει στην Ιαπωνία.
Ο Τζέισον
Με ήδη πατημένα τα 40, ο Τζέισον είχε μια στρωμένη ζωή στην Κίνα. Ήταν παντρεμένος, με δύο κόρες (14 και 5 ετών σήμερα) και εργαζόταν για μεγάλη επενδυτική εταιρεία και μάλιστα σε καλή θέση. Ένα από τα χόμπι του ήταν να τρέχει σε Μαραθωνίους και σιγά σιγά άρχισε να ψάχνει την ιστορία και τις ρίζες του αγώνα.
Όσα διάβασε τον εντυπωσίασαν και μοιραία έβαλε στόχο να επισκεφθεί μια μέρα τη χώρα μας. Άνθρωπος που ούτως ή άλλως αγαπούσε τα ταξίδια στην Ευρώπη, δεν άργησε να υλοποιήσει το όνειρό του και το 2018 ήρθε για διακοπές στην Ελλάδα. Αυτό ήταν…
Έναν χρόνο μετά, είχε παρατήσει τη δουλειά του και βρισκόταν με τις βαλίτσες στο Ελευθέριος Βενιζέλος για να ξεκινήσει μια καινούργια ζωή, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, χωρίς εργασία και χωρίς σπίτι να μείνει.
«Πήραμε ένα μεγάλο ρίσκο, αλλά είχαμε λόγο. Η μία μου κόρη έχει σοβαρό αναπνευστικό πρόβλημα και η Κίνα σοβαρό πρόβλημα ρύπανσης. Έπρεπε να φύγουμε και να αναζητήσουμε μια χώρα όπου τα παιδιά θα μεγάλωναν καλύτερα και εμείς θα ήμασταν ευτυχισμένοι. Δεύτερος προορισμός από την Ελλάδα δεν υπήρχε… Μια χώρα με πράσινο, ήλιο, βουνό, θάλασσα και υπέροχους ανθρώπους».
Ως κάτοικοι… Νέας Σμύρνης, ο 44χρονος σήμερα Τζέισον και η σύζυγός του έφεραν στον κόσμο κι ένα αγοράκι. Τα δύο μεγαλύτερα κορίτσια πηγαίνουν σε ελληνικό δημόσιο σχολείο, έχουν αποκτήσει τις παρέες τους κι ο πατέρας έχει ήδη βάλει μπροστά για να κάνει πραγματικότητα το μεγαλύτερό του όνειρο.
«Είμαστε σε διαδικασία αγοράς σπιτιού στον Μαραθώνα. Σύντομα θα μετακομίσουμε, θα εξασφαλίσουμε βίζα και θα μπορέσω κι εγώ να εργαστώ, γιατί από τη μέρα που ήρθαμε στην Ελλάδα, παραμένω χωρίς δουλειά. Θα γίνω κάτοικος της περιοχής που εδώ και χρόνια με εμπνέει».
Το όραμα
Μέχρι εδώ, έχουμε μια πολύ ωραία ιστορία με την τυχαία συνάντηση δύο ανθρώπων που βρέθηκαν στο Σύνταγμα, έχοντας ταξιδέψει περίπου 7.000 χιλιόμετρα. Και κυρίως, με τον θαυμασμό τους για τον Μαραθώνα, που πολλές φορές εμείς οι ίδιοι ξεχνάμε την Ιστορία που σέρνει στις πλάτες του. Αλλά η τυχαία αυτή συνάντηση έχει «γεννήσει» και κάτι πολύ σημαντικό…
«Όταν πρωτοβρεθήκαμε, διαπιστώσαμε ότι πέρα από την επιθυμία μας να ζήσουμε στον Μαραθώνα, είχαμε και οι δύο τη θέληση να δημιουργήσουμε κάτι εδώ. Να βοηθήσουμε την περιοχή να αναδειχθεί, να γίνει φάρος αθλητισμού και πολιτισμού και πόλος έλξης μεγάλου αριθμού τουριστών από κάθε γωνιά της Γης.
Γιατί θεωρούμε αδιανόητο ένα μέρος με τόσο μεγάλη ιστορική και αθλητική δυναμική, να παραμένει αναξιοποίητο, ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι φτιάχνονται πάρκα σε μέρη που δεν έχουν τίποτα ως background.
Όραμά μας, λοιπόν, είναι να κατασκευάσουμε εδώ ένα θεματικό πάρκο αφιερωμένο στην ιστορία του Μαραθώνα και της Αρχαίας Ελλάδας, αλλά και στον Μαραθώνιο. Έχουμε ήδη πολλές ιδέες, όπως για παράδειγμα να φτιάξουμε ξενοδοχείο σχεδιασμένο στα πρότυπα του Δούρειου Ίππου, αλλά τις λεπτομέρειες θα θέλαμε να τις συζητήσουμε με τον Δήμο Μαραθώνα».
Όπως αντιλαμβάνεται και ο πλέον αδαής, ένα τέτοιο project απαιτεί εκατομμύρια ευρώ. «Υπάρχει ήδη ενδιαφέρον από μεγάλες κινεζικές εταιρείες για να στηριχθεί το θεματικό πάρκο, ενώ δίνονται επιχορηγήσεις και από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αν μπορέσουμε να βρούμε σημείο επαφής με τον Δήμο και την ελληνική Κυβέρνηση, υπάρχει τρόπος να προχωρήσουμε.
Αντιλαμβάνεστε ότι ένα τέτοιο έργο θα αναμόρφωνε καθολικά τον Μαραθώνα. Θα έφερνε έκρηξη τουρισμού και θα άλλαζε τη μοίρα της ευρύτερης περιοχής».
Μια πιο… απλή επιδίωξη του ΣανΚάι αποτελεί η δημιουργία μιας ομάδας που θα παρουσιάζει ένα ολιγόλεπτο χορευτικό δρώμενο πριν την εκκίνηση του Αυθεντικού Μαραθωνίου. Με απώτερο στόχο πολύ σύντομα, η χορευτική ομάδα να ταξιδεύει και να το παρουσιάζει σε κάθε έναν από τους χιλιάδες Μαραθωνίους ανά τον κόσμο.
«Μας αρέσουν το χαμόγελο και η ζεστή καρδιά των Ελλήνων»
Το πόσο μακριά ή κοντά στην υλοποίηση ενός τόσο μεγαλεπήβολου έργου θα βρεθούν οι δύο ευγενείς και συμπαθέστατοι φίλοι μας, θα το δείξει ο χρόνος. Και οι όποιες επαφές καταφέρουν να κάνουν με τοπικούς και κρατικούς φορείς για να παρουσιάσουν τα σχέδιά τους.
Αυτό που πάντως με σιγουριά γνωρίζουμε, είναι ότι πλέον έχουμε δύο συγχωριανούς που αποκτούν ελληνικές συνήθειες, λατρεύουν το φαγητό και τις βόλτες στην εξοχή, σιχαίνονται τα κορναρίσματα και την ασέβεια των οδηγών προς τους πεζούς και ήδη μαθαίνουν και τα πρώτα τους ελληνικά.
Από την… παγκοσμίου φήμης ελληνική βρισιά, μέχρι το «καλό μεσημέρι» και το «σιγά, σιγά», το οποίο φωνάζουν… έντρομοι στους ντόπιους οδηγούς.