Η ιστορία του μαγαζιού, που ξεκίνησε ως ένας μικρός γωνιακός φούρνος κι έφτασε να γίνει το «σπίτι» όλων και στις χαρές και στα δύσκολα

Γράφει ο Κώστας Ζοργιός

Επειδή στη ζωή τίποτα δεν είναι τυχαίο, το πρώτο πράγμα που συναντάς στο Μάτι στρίβοντας στα φανάρια της Μαραθώνος, είναι τελικά και αυτό που αποτελεί σημείο αναφοράς του μικρού οικισμού, που έγινε παγκοσμίως γνωστός για τους πιο λάθος λόγους.

Ένα… αντισυμβατικό μαγαζί που ξεκίνησε ως μικρός γωνιακός φούρνος και καφέ, προχώρησε ως μέρος με νόστιμο σπιτικό φαγητό, συνέχισε ως μπαράκι και έφτασε στο σημείο να οργανώνει μουσικές βραδιές με σημαντικούς καλλιτέχνες, ταξιδεύοντας από τους ήχους των μπλουζ, της τζαζ, της ροκ και έθνικ μουσικής στο δικό μας λαϊκό και ρεμπέτικο.

Το «Άρτιον» κατάφερε μέσα σε λίγους μήνες ζωής, να γίνει αυτό που ονειρεύονται μαγαζιά με δεκαετίες στην πλάτη τους, στέκι. Κι ως τέτοιο συνεχίζει, με τους οικοδεσπότες του να είναι γνωστοί με τα μικρά τους ονόματα. Ο Βασίλης, η Μαίρη και η Ιφιγένεια.

Μνήμες κι εγκατάσταση

Η σχέση με την περιοχή ξεκινά δεκαετίες πίσω. Ο Βασίλης ερχόταν ως παιδί από το 1958 σε ένα εξοχικό σπίτι στην Αγία Μαρίνα. Καλοκαίρια και Πάσχα, κυρίως, χτίζοντας έτσι τις πρώτες μνήμες. Αργότερα, στα εφηβικά χρόνια, ήρθαν και τα πρώτα ξενύχτια, όλα στο Μάτι που μπορεί τον χειμώνα να ήταν άδειο, αλλά το καλοκαίρι αποτελούσε κέντρο διασκέδασης, το οποίο πολλά κοσμοπολίτικα μέρη θα ζήλευαν.

Η επαφή της Μαίρης με την περιοχή έγινε χρόνια αργότερα. Το 2001 όταν οι δυο τους αποφάσισαν να φύγουν από την Αθήνα, όπου ζούσαν και να χτίσουν το μέλλον τους στην εξοχή. Αν σήμερα ζουν στο Μάτι οι τολμηροί, πριν 22 χρόνια ζούσαν οι… πολύ τολμηροί.

18 Μαρτίου 2012

Μέχρι και το 2011, η γωνία στη συμβολή Κυανής Ακτής και Κύπρου ήταν αδιάφορη και για τους δύο. Ο Βασίλης εργαζόταν στον δήμο Αθηναίων και η Μαίρη είχε αφοσιωθεί στην κόρη τους. Μέχρι που ο γωνιακός φούρνος που βρισκόταν εκεί έκλεισε και μετά από παρότρυνση του ιδιοκτήτη του θρυλικού μπαρ «Γούστο μου καπέλο», αποφάσισαν να τον νοικιάσουν.

Όχι τυχαία, καθώς η Μαίρη προερχόταν από αρτοποιητική οικογένεια, ήξερε τη δουλειά και είχε ξοδέψει πολύ χρόνο στον φούρνο της στο Μοσχάτο, αφήνοντας στην άκρη πτυχία σε Δημόσιες Σχέσεις και Κοινωνιολογία.

Με μια ταμπέλα ζωγραφισμένη στο χέρι, με μια ονομασία που παρέπεμπε στον άρτο και την κομψή παρουσία και με τη σημαντική βοήθεια της Πολίνας και της Μίρνας, είπαν «πάμε» και ξεκίνησαν στις 18 Μαρτίου του 2012.

Λειτουργούσαν από το πρωί ως νωρίς το βράδυ και κλείνοντας έπιναν δίπλα το ποτό τους. Ερχόταν περισσότερος κόσμος να καθίσει, κάνοντας αυτή τη γωνιά στέκι κι όλο άρχιζε ο Βασίλης τα «θα φτιάξω κάτι να φάμε», φέρνοντας ουσιαστικά στο μαγαζί την παράδοση να μαζεύεται η παρέα σπίτι τους. Ο φούρνος με το πεϊνιρλί που έγινε talk of the town άρχισε να αποκτά πολλή ζωή, η παρέα μεγάλωνε κάθε βράδυ.

Ο φούρνος γίνεται μπαρ

Το «βάλε ρε συ Μαίρη ένα ποτό να πιούμε», αλλά πολύ περισσότερο η επιθυμία να μη χαθεί η ευκαιρία αυτή, η γωνιά να μεγαλώσει, έφεραν και την ενοικίαση του δίπλα χώρου (πρώην «Καπέλο») το 2017. Με τον Βασίλη να βάζει το προσωπικό του γούστο στη μουσική με ήχους από μπλουζ, έθνικ, ροκ αλλά και λαϊκορεμπέτικο.

Έτσι, ξεκίνησε το Άρτιον να κάνει την δική του υπέρβαση για την περιοχή, φέρνοντας γκρουπάκια με ζωντανή μουσική. Όλα πήραν τον δρόμο τους «χάρη στον καλό φίλο ειδικό στον ήχο Γιάννη Οικονομίδη, αλλά και στον κορυφαίο μαέστρο και πιανίστα Τάκη Φαραζή, που μας βοήθησαν να φτιάξουμε ένα μαγαζί πρότυπο», σημειώνουν με εμφανή την ευγνωμοσύνη τους, αλλά και την υπερηφάνεια για την ποιότητα του ήχου που έχει το «Άρτιον».

«Έσωσα το μαγαζί με μπουκάλια εμφιαλωμένο νερό και πολλή τύχη»

Εκείνο το απόγευμα της 23ης του Ιούλη, η Μαίρη έλειπε και ο Βασίλης ήταν σπίτι, όταν χτύπησε το τηλέφωνο και τον ειδοποίησαν. «Η φωτιά κατεβαίνει στο Μάτι». Μην έχοντας ιδέα τι ακριβώς συμβαίνει, πήρε μια απόφαση εξαιτίας της οποίας έπαιξε τη ζωή του κορώνα γράμματα, με τις πιθανότητες μάλιστα να είναι συντριπτικά εις βάρος του. Πήγε στο μαγαζί για να δει τι ακριβώς συμβαίνει και να σώσει ό,τι μπορεί.

«Στην αρχή ήταν ρίσκο, μετά όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, έγινε αγώνας επιβίωσης, χωρίς άλλη επιλογή. Προσπάθησα να βγω, αλλά ήταν αδύνατον να αντέξεις να κάνεις ούτε βήμα έξω, καίγονταν όλα γύρω και ένιωθες τις υψηλές θερμοκρασίες της φωτιάς στο πρόσωπό σου».

Η 24η Ιουλίου βρήκε το Μάτι με νεκρούς, καμένα σπίτια και καμένα αυτοκίνητα. Τα διαμερίσματα πάνω από το μαγαζί καμένα. Ο εξωτερικός χώρος, η οροφή, τα ψυγεία, οι αποθήκες, όλα τους ολοσχερώς κατεστραμμένα. Το ίδιο και η μοτοσυκλέτα του. Ο Βασίλης, όμως και η Ζωγραφιά (υπάλληλος του καταστήματος και ηρωική του συντροφιά), ζωντανοί και το εσωτερικό του «Άρτιον» κατάμαυρο, αλλά σε καλή κατάσταση…

Ένα πλάνο που έπαιξαν και οι ειδήσεις, ήταν μια εικόνα που την περιγράφει με συγκίνηση και μια απλή απάντηση στην πολύ σύνθετη, λόγω ιδιαιτεροτήτων ερώτηση, «πώς το έσωσες;»: «Με μπουκάλια εμφιαλωμένο νερό και τύχη, μια που είχαμε αδειάσει όλα τα πυροσβεστικά μας μέσα».

Χώρος παρέας και ψυχοθεραπείας

Το τέλος μιας «αθώας εποχής, σήμανε και την αρχή μιας δύσκολης, αλλά το «Άρτιον» επιτέλεσε το έργο του πολύ απλά γιατί οι ίδιοι οι Ματιώτες το αγκάλιασαν. Από την πρώτη κιόλας μέρα, 24 Ιουλίου του 2018 και για πολύ καιρό μετά, ο κόσμος μαζευόταν εκεί.

Για να πει την εμπειρία του, για να κάνει ψυχοθεραπεία, για να θυμηθούν όλοι μαζί αυτούς που χάθηκαν, για να ξεσπάσουν και να κλάψουν. Σε ένα μαγαζί χωρίς ρεύμα και ψυγεία που πρόσφερε δωρεάν ό,τι του είχε μείνει και μπορούσε να καταναλωθεί, χωρίς αντίτιμο. Όπως πριν, έτσι και μετά τη φωτιά ήταν το σημείο αναφοράς.

Πέρασε ο τότε πρωθυπουργός, πέρασαν πολιτικοί, πέρασαν εργαζόμενοι στο Κτηματολόγιο, ξυλοκόποι, εθελοντές που ρωτούσαν αν ξέρουνε ποιοι χρειάζονται βοήθεια για να τους συνδράμουν, πυρόπληκτοι άνθρωποι που χρειάζονταν κάτι και ήξεραν ότι εκεί θα βρίσκανε κάποιον να τους πληροφορήσει.

Ο Βασίλης με τη Μαίρη ζούσαν καθημερινά τον δικό τους βουβό πόνο, πάνω στον οποίο, λόγω συνθηκών, «πατούσε» κι ο πόνος όλου του Ματιού που περνούσε από το «Άρτιον». Ο ένας λύγισε και αποφάσισε να το κλείσει. Η άλλη δεν λύγισε κι άρχισε να φυτεύει λουλούδια «για να δει ο κόσμος λίγο πράσινο» και να το ξαναστήνει. Κι ήταν αυτή που κέρδισε.

Όπως παλιά…

Τον Σεπτέμβριο του 2018 οι δυο τους οργάνωσαν μια βραδιά για να ευχαριστήσουν όλους όσοι βοηθούσαν (κυρίως τους εθελοντές), να φύγει το μαύρο από το Μάτι. Με μουσική Χατζηδάκη και καλλιτέχνες, όπως τη Λυδία Σέρβου με την ορχήστρα της, τον Τάκη Φαραζή, την Άννα Μελίτη, τη Μαριαστέλλα Τζανουδάκη να δίνουν αφιλοκερδώς το «παρών».

Πρόχειρο φαγητό, κρασί και μπύρες δωρεάν. Οι εθελοντές πλημμύρισαν την Κύπρου και την Κυανής Ακτής και μπορεί να μην ήταν αυτή η στιγμή που άλλαξε το συναίσθημα, καθότι πολύ νωρίς, ωστόσο ήταν η βραδιά που τους έκανε πιο αποφασισμένους από ποτέ να κρατήσουν το «Άρτιον» ανοικτό, γιατί όπως λέει ο Βασίλης «αν έκανα κάτι διαφορετικό, θα ήταν σαν να προδίδω φίλους και γνωστούς μου που “έφυγαν”».

Πέντε χρόνια μετά, η γωνία είναι ξανά καταπράσινη, εξακολουθούν να έρχονται σπουδαίοι καλλιτέχνες της ελληνικής και ξένης μουσικής σκηνής, τα πεϊνιρλί συνεχίζουν να κάνουν θραύση, το σπιτικό φαγητό περιμένει αυτούς που θα το τιμήσουν.

Το «Άρτιον» έγινε ξανά ο αντισυμβατικός φούρνος που οι ίδιοι του οι πελάτες τον έκαναν καφετέρια, μπαρ, στέκι, σημείο αναφοράς…

Προηγούμενο άρθροΣκότωσε τον γιο του βάζοντας τον να πάρει ναρκωτικά και στη φωτογραφία της σύλληψης χαμογελούσε
Επόμενο άρθροΓυναίκα με αλλεργία «αναγκάστηκε» να αγοράσει όλα τα φιστίκια σε πτήση και πλήρωσε όσο τρία εισιτήρια!