Γράφουν οι:
Γιώργος Κατσαβός, δικηγόρος, LL.M
Γιώργος Κώτσηρας, δικηγόρος, LL.M, υ/Διδάκτωρ Νομικής Σχολής Παν/μίου Αθηνών
Ροδάνθη Τζωρτζάκη, δικηγόρος, LL.M
Είναι κοινός τόπος πλέον η διαπίστωση ότι τις τελευταίες δεκαετίες ζούμε σε μια εποχή εντεινόμενης περιβαλλοντικής κρίσης. Όλοι μας είμαστε μάρτυρες των εκδηλώσεων αυτής της κρίσης: κλιματική αλλαγή, μείωση της βιοποικιλότητας, αποδάσωση, απερήμωση, ρύπανση του αέρα, των υδάτων και του εδάφους κλπ. Παράλληλα, οι ανθρώπινοι οργανισμοί, μέρος και αυτοί του οικολογικού μακρόκοσμου, δείχνουν σημάδια υποβάθμισης και αποσταθεροποίησης.
Η παραδοσιακή νομική αντίληψη θέτει ως προϋπόθεση για την αποκατάσταση του ζημιωθέντος (αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση) α) την ύπαρξη φυσικής ζημίας είτε στη σωματική ακεραιότητα είτε στην ιδιοκτησία στην οποία συμπεριλαμβάνεται η ακίνητη και η κινητή περιουσία και β) την απόδειξη, εκ μέρους του ενάγοντα, ότι η παράνομη συμπεριφορά του εναγόμενου είναι η φυσική και νομική αιτία της ζημίας του. Η εν λόγω αντίληψη για την αποζημίωση δεν ανταποκρίνεται στη σημερινή πραγματικότητα, καθώς διάφορες ασθένειες που συνδέονται με την περιβαλλοντική υποβάθμιση (π.χ. καρκίνος, ενδοκρινικές διαταραχές, προβλήματα του αναπνευστικού κ.λπ.) αφενός μεν εμφανίζονται μετά από δεκαετίες, αφετέρου δε διαπερνώνται από επιστημονική αβεβαιότητα. Αυτό σημαίνει ότι τέτοιες ζημίες δεν αποκαθίστανται, καθώς είναι εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατο για τους ενάγοντες να συνδέσουν την ασθένεια με την έκθεση σε επικίνδυνες ουσίες. Π.χ., θύματα ενδέχεται να μην γνώριζαν πότε εκτέθηκαν για πρώτη φορά σε τοξικές ουσίες. Μετά από μερικά χρόνια θα τους είναι εξαιρετικά δύσκολο ή αδύνατο να αποδείξουν το γεγονός, το χρόνο και τη διάρκεια της έκθεσης, πολλώ δε μάλλον όταν η έκθεση συχνά γίνεται σε χαμηλές δόσεις και για εκτεταμένη χρονική περίοδο.
Ένας ιδιαίτερος, ωστόσο, τύπος ζημίας είναι η περιβαλλοντική ζημία. Ως τέτοια νοείται η ζημία την οποία προκαλεί κάποιος τόσο στους ανθρώπους (και στα προστατευόμενα αγαθά ή συμφέροντα) όσο και στο περιβάλλον αυτό καθαυτό (η λεγόμενη αμιγής οικολογική ζημία). Για την αποκατάσταση της περιβαλλοντικής ζημίας, ανεξαρτήτως των ειδικότερων προβλημάτων, το δίκαιο των αδικοπραξιών απαιτεί, όπως ήδη αναφέρθηκε, την ύπαρξη αποδεδειγμένα συντελεσμένης βλάβης ως μία από τις προϋποθέσεις για την καταβολή αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης.
Εκείνο, όμως, που μας απασχολεί εδώ είναι κατά πόσο ο κίνδυνος βλάβης -αυτός δηλαδή που δεν έχει πραγματοποιηθεί- συνιστά ζημία η οποία πρέπει να αποκατασταθεί. Με άλλες λέξεις, το ερώτημα που τίθεται είναι: μόνη η επιβολή ενός κινδύνου βλάβης αποτελεί βλάβη για εκείνον ο οποίος τον υφίσταται; Η απάντηση στο ερώτημα εξαρτάται από την ύπαρξη και την αξιολόγηση ενός πραγματικού γεγονότος, δηλαδή την πρόκληση φόβου για νοσήσεις στο μέλλον εξ αιτίας της έκθεσης σε μια επικίνδυνη ουσία ή δραστηριότητα. Παραδοσιακά το δίκαιο δεν αναγνώριζε ότι ο κίνδυνος βλάβης στο μέλλον συνιστά ζημία για τον απλούστατο λόγο ότι εκλάμβανε τη ζημία αποκλειστικά ως φυσική ή άλλη απτή απώλεια. Συνεπώς στο βαθμό που δεν επρόκειτο για φυσική ή άλλη απτή απώλεια, δεν ήταν δυνατό να γίνει λόγος για ζημία και για αποκατάστασή της.
Πρέπει να τονίσουμε ότι στο ερώτημα, αν ο φόβος γενικότερα για ενδεχόμενη βλάβη της υγείας δικαιολογεί την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη, η νομολογία έχει δώσει θετική απάντηση. Συγκεκριμένα ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι ‘‘η μόνη δυσμενής επενέργεια για την αναιρεσίβλητη [παθούσα], που τελεί σε αιτιώδη συνάφεια προς το ελάττωμα του προϊόντος που αυτή αγόρασε, είναι η πρόκληση σε αυτή εύλογου φόβου για ενδεχόμενη βλάβη της υγείας της, που της δημιούργησε ψυχικό πόνο και ταλαιπωρία, συνεπεία των οποίων η αναιρεσείουσα [εναγομένη], ως αντικειμενικώς υπεύθυνη από αδικοπραξία, οφείλει να της καταβάλει χρηματική ικανοποίηση………’’.
Προς την αντίθετη κατεύθυνση, σε ό,τι αφορά στην επιδίκαση ηθικής βλάβης, κινείται η υπ’ αριθ. 109/2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου. Το δικαστήριο απαγόρευσε μεν τη λειτουργία της κεραίας κινητής τηλεφωνίας, κάνοντας δεκτό το σχετικό αίτημα των εναγόντων, απέρριψε όμως την αιτηθείσα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης με το επιχείρημα ότι «από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες πέραν του κινδύνου για υγιή διαβίωση, πάσχουν από νόσημα το οποίο οφείλεται αποκλειστικά στην έκθεσή τους στην ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που εκπέμπεται από την επίδικη κεραία, ώστε να δικαιούνται την αιτηθείσα λόγω ηθικής βλάβης χρηματική ικανοποίηση». Από τη σαφή διατύπωση της απόφασης προκύπτει ότι το δικαστήριο ακολούθησε την παραδοσιακή προσέγγιση της φυσικής ή άλλης απτής ζημίας και, για το λόγο αυτό, δεν αναγνώρισε ότι η έκθεση στον κίνδυνο και η εξ αιτίας της έκθεσης πρόκληση φόβου συνιστά ηθική βλάβη που πρέπει να αποκατασταθεί.
Μια ιδιαίτερη περίπτωση του ζητήματος που συζητούμε και που παρουσιάζει σημαντικό ενδιαφέρον είναι η έκθεση στην ηλεκτρομαγνητική (Η/Μ) ακτινοβολία, και τούτο για δύο λόγους: Πρώτον, στον ως άνω τομέα, ο φόβος για προσβολή της υγείας, ο οποίος τελεί σε αιτιώδη συνάφεια προς την εγκατάσταση πυλώνων και γραμμών μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας υπερυψηλής τάσης, επιδρά αρνητικά στην αξία των ακινήτων που βρίσκονται υπό, δίπλα ή κοντά στους ως άνω πυλώνες και στις γραμμές μεταφοράς. Δεύτερον, υπάρχει ήδη ενδιαφέρουσα νομολογία, κυρίως από τα δικαστήρια των Η.Π.Α. Τα τελευταία, αρχικά, δεν αναγνώριζαν ότι η μείωση της αξίας των ακινήτων λόγω του φόβου από την Η/Μ ακτινοβολία δικαιολογεί την καταβολή αποζημίωσης και περιορίζονταν στην αποζημίωση λόγω αισθητικής υποβάθμισης (είναι η λεγόμενη μειοψηφούσα άποψη). Στη συνέχεια, δέχτηκαν ότι μόνο ο εύλογος φόβος από την έκθεση στην Η/Μ ακτινοβολία δικαιολογεί αποζημίωση για τη μείωση της αξίας των ακινήτων (είναι η λεγόμενη μεσαία άποψη). Ακολούθως, δέχτηκαν ότι ο φόβος από την έκθεση στην Η/Μ ακτινοβολία που προέρχεται από τις γραμμές μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, ανεξαρτήτως του αν είναι εύλογος ή όχι, επιφέρει μείωση της αξίας των παρακείμενων ακινήτων και δικαιολογεί την καταβολή αποζημίωσης (είναι η λεγόμενη πλειοψηφούσα άποψη).
Κατά πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ως επί τω πλείστον απορρίπτονται αιτήσεις ακυρώσεως κατά της έγκρισης περιβαλλοντικών όρων έργων κατασκευής και λειτουργίας γραμμών μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, με το σκεπτικό ότι κατά την διαδικασία της έγκρισης η Διοίκηση «εξέτασε τα ζητήματα της διελεύσεως της γραμμής μεταφοράς πλησίον κατοικημένων περιοχών, της επιδράσεως στο φυσικό περιβάλλον και στην υγεία των κατοίκων και τα αντιμετώπισε αιτιολογημένα, με εξέταση και εναλλακτικών λύσεων». Για τον λόγο αυτό, το δικαίωμα αποζημίωσης των ιδιωτών εφόσον αποδείξουν ότι ο φόβος που προκαλείται σε αυτούς από την έκθεση στον κίνδυνο βλάβης της υγείας είναι εύλογος (π.χ λόγω υπέρβασης των επιτρεπόμενων διεθνώς ορίων έκθεσης του κοινού σε ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία) μπορεί να αποτελέσει σοβαρό μοχλό πίεσης προς τον κύριο και ανάδοχο ή/και φορέα εκμετάλλευσης του έργου να λαμβάνουν μέτρα και να αναπτύσσουν πρακτικές που αποσκοπούν σε ελαχιστοποίηση των κινδύνων περιβαλλοντικής ζημίας.
Επιμελήθηκε η Ροδάνθη Τζωρτζάκη