Η ζωή της Καλλισθένης Μελεωνίτου, της γηραιότερης κατοίκου Νέας Μάκρης που πέθανε σε ηλικία σχεδόν 110 ετών

Γράφει ο Κώστας Ζοργιός

Ιανουάριος του 1914. Ο κόσμος δεν έχει γνωρίσει ακόμη την καταστροφή του Α’ Παγκοσμίου και της ισπανικής γρίπης. Η Ελλάδα πορεύεται με πρωθυπουργό τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ενώ δεν έχουν περάσει παρά μόλις επτά χρόνια από το πρώτο τροχαίο δυστύχημα στη χώρα και έξι από την εποχή που στην Αθήνα κυκλοφορούσαν όλα κι όλα 10 αυτοκίνητα.

Ο Ολυμπιακός, η ΑΕΚ και ο ΠΑΟΚ δεν υπάρχουν ακόμη καν ως ιδέες, ενώ οι Μητσοτάκηδες και οι Παπανδρέου, δύο οικογένειες που θα έχουν σημαντικό ρόλο στην Ελλάδα του 20ου και του 21ου αιώνα, δεν έχουν ακόμη τον Κωνσταντίνο και τον Ανδρέα.

Οι γονείς της Καλλισθένης

Στις 4 Ιανουαρίου 1914, σε ένα νοσοκομείο της Αλεξάνδρειας, στην Αίγυπτο, ανοίγει για πρώτη φορά τα μάτια της η Καλλισθένη Μελεωνίτου. Είναι το πρώτο παιδί δύο μεταναστών, του Στέφανου Ταμβάκη από τη Λήμνο και της Αικατερίνης Πιτταρίδου από την Κύπρο, που στη συνέχεια θα αποκτήσουν αλλά τρία τέκνα, τον Παύλο, την Πηνελόπη και τον Θεόδωρο.

Η Κάλλη, όπως είναι το χαϊδευτικό της, έχει όμορφα και ξέγνοιαστα παιδικά χρόνια. Ζει σε μια πόλη πολυπολιτισμική, με υψηλό βιοτικό επίπεδο ενώ και η ίδια προέρχεται από εύπορη οικογένεια, καθώς ο πατέρας της είναι ιδιοκτήτης ενός μεγάλου εργοστασίου παραγωγής κρέμας. Οι παρέες της είναι παιδιά οικογενειών από τη Γαλλία, την Ιταλία και τη Βρετανία, η ίδια τελειώνει γαλλικό σχολείο και έτσι από μικρή γνωρίζει να μιλά γαλλικά, ιταλικά, αγγλικά και αραβικά.

Ο πόλεμος, η ενασχόληση με το εργοστάσιο και η οικογένεια

Τα δεδομένα αλλάζουν άρδην όταν ξεσπά ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Τα αδέλφια της κατατάσσονται στον στρατό κι έτσι η Κάλλη, η οποία από παιδί περνά αρκετές ώρες στο εργοστάσιο, αναλαμβάνει πλέον καθοριστικό ρόλο δίπλα στον πατέρα της. Στα 26 της κάνει σχεδόν τα πάντα. Ασχολείται με τα οικονομικά, τη διανομή, την παραγωγή και επιτηρεί τους εργάτες με τους οποίους έχει εξαιρετική σχέση χάρη στην ευγένεια και τη δοτικότητά της.

Παράλληλα, αναπτύσσει δεσμούς με ανθρώπους της τέχνης και συναναστρέφεται σημαντικές προσωπικότητες όπως ο Κωνσταντίνος Καβάφης, ο Στρατής Τσίρκας και ο ζωγράφος Νικόλαος Γώγος, τους οποίους γνωρίζει σε καλλιτεχνικές συγκεντρώσεις που διοργανώνει η ελληνική εφημερίδα «Τα Γράμματα».

Το 1945 παντρεύεται τον Ευθύμιο Μελεωνίτη, έναν έμπορο βαμβακιού που επίσης ζει στην Αλεξάνδρεια και μαζί αποκτούν τον Παναγιώτη και την Κάτια. Η Κάλλη αφοσιώνεται στην οικογένεια και στην ανατροφή των δύο παιδιών της με στοργικότητα, αλλά παραμένει ο άνθρωπος πάνω στον οποίο μπορούν να στηριχθούν τα αδέλφια, οι φίλοι της και βέβαια ο σύζυγός της.

Αγαθή γυναίκα, με πολύ ήπιο και στοργικό χαρακτήρα, έχει έναν καλό λόγο για όλους και όλοι έχουν έναν καλό λόγο για εκείνη. Περνά τον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο της παρέα με ένα βιβλίο, ενώ διατηρεί πολύ στενή σχέση με την Εκκλησία.

Ο ερχομός στη Νέα Μάκρη

Τα παιδιά μεγαλώνουν και η κόρη της, Κάτια, γνωρίζει το 1972 στην Αλεξάνδρεια τον σύζυγό της Χρήστο Νουν. Τρία χρόνια αργότερα, ανοίγει μια θέση υπεύθυνου στο τεχνικό τμήμα μεγάλης επιχείρησης με ταμειακές μηχανές στο κέντρο της Αθήνας και οι δυο τους παίρνουν τη μεγάλη απόφαση.

Έρχονται στην Ελλάδα και φτιάχνουν τη ζωή τους στο Παγκράτι, σε ένα σπίτι κοντά στο Καλλιμάρμαρο. Παράλληλα όμως, περνούν πολύ χρόνο παραθερίζοντας στη Νέα Μάκρη, ένα μέρος που επέλεγαν πολλοί προερχόμενοι εξ Αιγύπτου, λόγω της παρουσίας του επιχειρηματία Ζαλιμόγλου.

Κάπως έτσι, εξαιτίας της επιθυμίας της να δει την κόρη και τον γαμπρό της, η Καλλισθένη έρχεται κάθε καλοκαίρι στην Ελλάδα και τη Νέα Μάκρη. Και το 1978, μετά την απώλεια του συζύγου της, παίρνει και η ίδια την απόφαση να μετακομίσει μόνιμα στην Αθήνα.

Το «καλοκαιρινό» σπίτι στη Νέα Μάκρη, δίπλα στον Άγιο Εφραίμ, μετατρέπεται σταδιακά σε μόνιμη κατοικία και η Καλλισθένη, με την κόρη της Κάτια, έρχονται για μόνιμη εγκατάσταση το 2006.

Η Κάλλη είναι 92 ετών, αλλά αυτό δεν την εμποδίζει να πηγαίνει στην εκκλησία, να διαβάζει… ασταμάτητα και να περνά χρόνο διηγούμενη ιστορίες στα εγγόνια της, Μαριλένα και Πάρη και αργότερα στη δισέγγονή της που φέρει το όνομά της.

Το ατύχημα

Ένα σοβαρό ατύχημα, με πτώση από τις σκάλες, αλλάζει τη ζωή της το 2010. Καθηλώνεται στο κρεβάτι και παρότι έχει την ευλογία να υπάρχουν άνθρωποι που τη φροντίζουν με ευλάβεια, νιώθει και η ίδια το κρίμα. Διότι είναι υγιέστατη και το μυαλό της τρέχει με πολλές στροφές. Έτσι πορεύτηκε για τα επόμενα 13 χρόνια. Χωρίς κανένα πρόβλημα υγείας, «αναγκάζοντας» τους γιατρούς της, Νίκο Τουρούκη και Γιάννη Αργυρό, να χαμογελούν και ενίοτε να απορούν βλέποντας τις εξετάσεις της.

Μέχρι και την τελευταία μέρα, η Κάλλη διάβαζε στο κρεβάτι της τα αγαπημένα της βιβλία. Μέχρι τέλους, στα βαθιά της γεράματα, είχε εκλεπτυσμένες γαστρονομικές προτιμήσεις κι ανησυχίες. Έλεγε από στήθους, χωρίς να ξεχνά ούτε μια λέξη, το «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον» του Καβάφη. Η δε σταθερή απάντησή της στην ερώτηση «πώς τα περνάς, Κάλλη;», ήταν «…στωικά…».

«Έφυγε» το μεσημέρι της 12ης Νοέμβρη, στα 109 της και μόλις δύο μήνες πριν γίνει 110.
Ευτυχισμένη, με μια γεμάτη ζωή, ως ένας από τους γηραιότερους ανθρώπους στη χώρα και βέβαια ως η γηραιότερη κάτοικος στον δήμο Μαραθώνα. Αλλά κυρίως, αφήνοντας πίσω της την εικόνα μιας μητέρας στοργικής, τρυφερής και γενναιόδωρης, μιας γυναίκας μορφωμένης, καλόκαρδης και ευγενικής, για την οποία όλοι είχαν μια καλή κουβέντα να πουν…

Προηγούμενο άρθροΤι προβλέπει για το 2024 το μέντιουμ που λέγεται και «Προφήτης της Αποκάλυψης»
Επόμενο άρθροΝαυαγός έμεινε 24 ώρες στη θάλασσα και σώθηκε χάρη στο ρολόι του