Του Κώστα Ζοργιού
Η ζωή της υποψήφιας ευρωβουλεύτριας Νιόβης Παναγιώτας Χριστοπούλου μπορεί να είναι «αφιερωμένη» στη Νέα Υόρκη και την καριέρα, αλλά το σπίτι της πάντα θα είναι το Μάτι
Τον κόσμο ολόκληρο να γυρίσεις, στα πιο όμορφα και περιπετειώδη σημεία να βρεθείς, πάντα θα υπάρχει το μέρος που θα ονομάζεις «σπίτι». Κι ας μην είσαι από εκεί κι ας μην έμεινες ποτέ μόνιμα εκεί. Είναι οι εικόνες, οι αναμνήσεις και τα συναισθήματα που το κάνουν οικείο.
Η Νιόβη Παναγιώτα Χριστοπούλου μεγάλωσε στου Γκύζη και στο Μαρούσι, έζησε στις Βρυξέλλες, τη Βαλτιμόρη, το Λονδίνο, την Ουάσινγκτον και εδώ και χρόνια έχει φτιάξει τη ζωή της στη Νέα Υόρκη. Σπίτι της, όμως, θεωρεί και θα θεωρεί πάντα το Μάτι. Κι η ιστορία ξεκινά πολύ πριν γεννηθεί…
Οι γονείς της έρχονταν με τροχόσπιτο για διακοπές στο Ζούμπερι, τα καλοκαίρια της δεκαετίας του ‘60. Σταδιακά κι αφού ανακάλυψαν το Μάτι και μαγεύτηκαν από τον οικισμό, μετέφεραν το τροχόσπιτο λίγα χιλιόμετρα παραδίπλα κι οι πρώτες μυρωδιές και ήχοι που θυμάται ως παιδί η Νιόβη είναι το γιασεμί και τα τζιτζίκια.
Σε μια περιοχή που ήταν για τους πολύ τολμηρούς τον χειμώνα και για τους ολιγαρκείς το καλοκαίρι.
Αργότερα, ως μαθήτρια δημοτικού, όταν… θυμόταν να γυρίσει από τη θάλασσα, πήγαινε με τη μητέρα της το φαγητό στον παλιό φούρνο για να το πάρουν έτοιμο για το οικογενειακό τραπέζι, πάντα σε αυτό το λιτό, αλλά συγχρόνως πολύ «πλούσιο» τροχόσπιτο. Τα απογεύματα αλώνιζε με τον αδελφό και την παρέα της κάνοντας ποδήλατο στους χωματόδρομους και το σούρουπο έβρισκε όλη τη συμμορία στο Μάτι Μπαμ, «με τα πιο καινούργια ηλεκτρονικά παιχνίδια της εποχής».
Το Μάτι των εφηβικών της ετών είχε αλλάξει. Δεν ήταν ο οικισμός για τους λίγους, το νερό είχε πια έρθει στην περιοχή, αλλά όλα παρέμεναν μαγικά κάθε καλοκαίρι. Από την πασαρέλα των κοριτσιών στη «γειτονιά της εξέδρας» και τα αγόρια που τα χάζευαν από τα σκαλοπάτια, μέχρι τις προβολές του Ράμπο και του Νονού σε «Μαϊάμι» και «Ρία», τα παγωτά στον «Αμερικάνο» και τα βράδια που οι ουρές των αμαξιών έφταναν στον Άγιο Ανδρέα για λίγες ώρες διασκέδασης στο «Platoon».
Η Νιόβη άφησε για λίγο το Μάτι όταν ήρθαν οι Πανελλαδικές, οι σπουδές στη Νομική, το μεταπτυχιακό και το διδακτορικό στο Columbia των ΗΠΑ και η πρώτη δουλειά στην Ουάσινγκτον πάνω στο Δίκαιο των Τηλεπικοινωνιών.
Οι επαγγελματικές υποχρεώσεις την κράτησαν μόνιμα στις ΗΠΑ με μια σημαντική καριέρα να χτίζεται σε διεθνείς δικηγορικές εταιρείες με βάση τη Νέα Υόρκη.
Σήμερα εργάζεται σε εταιρεία μόχλευσης κεφαλαίων και ως σύμβουλος σε θέματα ηθικής Τεχνητής Νοημοσύνης και Ψηφιακής Τεχνολογίας, λατρεύει τη δουλειά της και δεν μετανιώνει για την επιλογή της να φύγει.
Όση μαγεία, όμως κι αν έχει το Μανχάταν, όσο επιβλητικό κι αν είναι το Central Park, η βάση της παραμένει πάντα το Μάτι. Κι ας ήταν εκεί το καταραμένο απόγευμα του 2018, κι ας ήταν από αυτούς που είδαν τις φλόγες στα δύο μέτρα κι έτρεχαν πανικόβλητοι να σωθούν, αρπάζοντας από ένα παιδί σε κάθε χέρι και ουρλιάζοντας στους ηλικιωμένους γονείς της.
Οι δύο γιοι της είναι σήμερα 11 και 7 ετών. Το Μάτι είναι και πάλι διαφορετικό, αυτή τη φορά από συγκυρία και ανάγκη, ωστόσο, το θεωρούν κι αυτοί σπίτι τους. Τρεις γενιές που αγάπησαν την ίδια περιοχή χωρίς καν να συνδέονται εξ αρχής με αυτή.
Και μια Νιόβη που ακόμα κι αν γίνει μέλος του Ευρωκοινοβουλίου ως υποψήφια με τη Νέα Δημοκρατία στις εκλογές του Ιουνίου, ακόμα και αν αυξηθούν οι υποχρεώσεις της, πάντα θα βρίσκει χρόνο για το μέρος που αγάπησε από παιδί.