Η ιστορία του θρυλικού μαγαζιού στο Ζούμπερι κι ο Πάρης Πενταγιώτης που μεγάλωσε μαζί του
του Κώστα Ζοργιού
Τρία πράγματα ήταν δεδομένα στη Νέα Μάκρη και την ευρύτερη περιοχή κάθε Πάσχα της δεκαετίας του ‘90.
Ότι τα παιδιά θα ψώνιζαν τις λαμπάδες τους από τη «Φωλιά», το θρυλικό παιχνιδάδικο της εποχής που βρισκόταν πέριξ της πλατείας.
Ότι η Ανάσταση στον Ιερό Ναό Μεταμόρφωσης Σωτήρος στο Ζούμπερι θα γινόταν από τον παπά Κώστα στις 23.00, μία ώρα νωρίτερα ώστε να προλάβει να κάνει και στην Αγία Μαρίνα.
Κι ότι μετά τις 00.01 το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, όλοι θα έδιναν ραντεβού στο ίδιο μέρος, σε μια συνάντηση που αποτελούσε θεσμό και με την οποία τυπικά ξεκινούσε το καλοκαίρι.
Η ζωή αποτελείται από στιγμές και δύο τέτοιες καθόρισαν την πορεία ενός ανθρώπου, την ιστορία ενός μαγαζιού και τη νυχτερινή ζωή της εποχής. Στα 28 του, ο Πάρης Πενταγιώτης είχε μια ζωή στρωμένη. Με δική του βιοτεχνία ρούχων, πίστευε ότι το μέλλον θα τον έβρισκε στη Δάφνη, όπου μεγάλωσε, με τη σύζυγό του Βάλια και τον νεογέννητο Οδυσσέα, να κάνει αυτό που λογίζεται ως «συμβατική ζωή», αλλά παρέχει ασφάλεια και ηρεμία…
«Πάμε να δούμε ένα χώρο στον Ζούμπερι, μήπως και φτιάξουμε κάτι;». Αυτή ήταν η πρώτη στιγμή και η παρότρυνση ήρθε από τον παιδικό φίλο του Πάρη. Ο Γιάννης Φωνιαδάκης είχε εξοχικό στη Νέα Μάκρη και οι δυο τους έκαναν συχνά επιχειρηματικά όνειρα, από αυτά που κάνουμε όλοι μας με… φανταστικά χρήματα, σκεπτόμενοι πάντα την επιτυχία και ποτέ το ρίσκο.
«Όταν πήγαμε βρήκαμε ένα εγκαταλελειμμένο κτίσμα. Ανήκε σε δύο ηλικιωμένες κυρίες που το ετοίμαζαν παλιότερα για να το δώσουν στον ανιψιό τους να ανοίξει μια ταβέρνα, αλλά έμεινε στα τσιμέντα. Με πουρνάρια, χόρτα, κοτρόνες και χώμα γύρω του. Όλα αυτά όμως, πάνω στη θάλασσα. Εκεί που οι άλλοι έβλεπαν χάος, εμείς είδαμε μια ευκαιρία. Ήταν τέλη 1987 και πήραμε την απόφαση.
Το νοικιάσαμε για να ανοίξουμε το επόμενο καλοκαίρι ένα μπαράκι, αλλά πριν από όλα τα άλλα νοικιάσαμε το τεράστιο πάρκινγκ δίπλα. Και για να δεις ότι όλα γίνονται για κάποιο λόγο, το πάρκινγκ ανήκε σε άλλον και δεν ήταν εύκολο να το πάρουμε. Αν δεν το κλείναμε, δεν θα νοικιάζαμε και το μαγαζί. Τελικά βρήκαμε άκρη…».
Η δεύτερη στιγμή ήρθε λίγες μέρες αργότερα, σε ένα κλαμπ στη Νέα Σμύρνη. «Και πώς να το πούμε;». Αράδιασαν μπόλικες ιδέες μέχρι που κάποιος είπε «Τζενεράλε» για να πάρει αυθόρμητα την ειρωνική απάντηση «τι Τζενεράλε μωρέ; Πρόβα τζενεράλε;».
Ο Πάρης είχε την έμπνευση που καθόρισε μια εποχή. «Πρόβα σκέτο. Πρόβα κλαμπ»… Κανείς εκείνο το βράδυ στη Νέα Σμύρνη δεν αντιλαμβανόταν πόσο θα άλλαζε η ζωή του, πόσο θα άλλαζε το Ζούμπερι και πώς η διπλή συγκυρία της αρχικής ιδέας και του «βαπτίσματος» θα αποτελούσε για χρόνια το αντίπαλον δέος στη νυχτερινή ζωή της Γλυφάδας…
Grand opening με ποτιστήρια και πράσινη μπογιά
«Τις πρώτες μέρες πηγαίναμε με τον Γιάννη με πριόνια στα χέρια και κόβαμε θάμνους και πουρνάρια. Μας έβλεπαν και γελούσαν, γιατί θα χρειαζόμασταν δύο χρόνια μόνο να καθαρίσουμε τον χώρο. Φέραμε μια μπουλντόζα, τα ισοπέδωσε όλα σε ένα μεσημέρι και αρχίσαμε να κάνουμε σχέδια. Έπρεπε να βρούμε λύση σε ένα βασικό πρόβλημα, καθώς το έδαφος ήταν χωμάτινο και δεν γινόταν να ανοίξουμε έτσι με τον κόσμο να λερώνεται.
Θέλαμε γκαζόν, αλλά δεν έπιανε με τίποτα και τα περιθώρια στένευαν», θυμάται ο Πάρης.
Καλοκαίρι 1988. Το Πρόβα Κλαμπ κάνει εγκαίνια με τους ιδιοκτήτες να έχουν στρώσει χαλίκι και να ρίχνουν με ποτιστήρια πράσινη μπογιά για να δείχνει σαν γκαζόν. Το μαγαζί έχει αξιοποιηθεί κατά το ήμισυ, διαθέτει δύο μπαρ και ανοίγει Παρασκευές, Σάββατα και Κυριακές παίζοντας κυρίως ντίσκο και soul.
Ο Γιάννης φέρνει κόσμο από Νέα Μάκρη, ο Πάρης φίλους του από την ομάδα της Δάφνης που έπαιζε ποδόσφαιρο και υπάρχει σφυγμός. Προς το τέλος του πρώτου καλοκαιριού έρχεται η παρθενική… καλλιτεχνική παρέμβαση.
Επιστρατεύεται ένας τύπος που λέγεται Στέφανος και μοιάζει με τον Στράτο Διονυσίου, τραγουδά λαϊκά, το λουλούδι πάει σύννεφο και κάπως έτσι μπαίνει στο παιχνίδι και η ελληνική μουσική, που έμελλε να καθορίσει τη ζωή του Πρόβα Κλαμπ τα επόμενα χρόνια, καθώς όλοι ήξεραν ότι μετά τις 04.00 στο Ζούμπερι παίζει τα καλύτερα ελληνικά σε όλη την Αττική κι ο κόσμος είναι στο… πόδι δίπλα στη θάλασσα.
Το πρώτο καλοκαίρι φτάνει στο τέλος του και οι δύο νέοι επιχειρηματίες μπαίνουν μέσα οικονομικά. Μήπως η ιδέα δεν ήταν και τόσο καλή, μήπως δεν ήταν γι’ αυτούς η νύχτα;
«Μας μπήκαν σκέψεις να τα παρατήσουμε. Μας έγινε και μια πρόταση να το πουλήσουμε, αλλά κάτι μας έτρωγε. Το πιστεύαμε. Και επιμείναμε».
Το καλοκαίρι του 1989 είναι καλύτερο από το πρώτο. Το Πρόβα Κλαμπ αρχίζει να αποκτά φανατικούς θαμώνες και καταφέρνει μετά κόπων και βασάνων να κάμψει τη μεγάλη αντιπαλότητα Νεομακρηνών και Μαραθωνιτών, που μέχρι τότε είχαν ανεξήγητα έντονες τοπικιστικές διαφορές. Το πρώτο στοίχημα, να συγκεντρώσουν τους ντόπιους στο Ζούμπερι, το έχουν κερδίσει κι ο Πάρης με τον Γιάννη προετοιμάζονται γι’ αυτό που θα τους εκτοξεύσει…
Ανακαίνιση και Βόρεια Προάστια
Το καλοκαίρι του 1990, το Πρόβα ανοίγει γενναία ανακαινισμένο. Οι δυο τους ρίχνουν χρήματα και ο πολύ γνωστός σήμερα διακοσμητής Θοδωρής Πιτσαλίδης δίνει στο μαγαζί ένα μυκονιάτικο στυλ. Μπαίνει τρίτο μπαρ και στο άνοιγμα, το βράδυ μετά την Ανάσταση, γίνεται ο κακός χαμός. Εκτός από τη Νέα Μάκρη, τον Μαραθώνα, το Μάτι, τη Ραφήνα και τη Λούτσα έρχεται κόσμος από τα Βόρεια Προάστια για να ακούσει καλή ντίσκο, soul, ροκ και βέβαια ελληνικά μέχρι που ξημέρωνε κι ο ήλιος αντανακλούσε στη θάλασσα.
Η νύχτα τότε ήταν πολύ διαφορετική από ό,τι σήμερα, με το ποτό στο Πρόβα να κοστίζει 400 δραχμές, κάτι που έδινε τη δυνατότητα ακόμα και στους πιτσιρικάδες με το πεντοχίλιαρο στην τσέπη, να μπορούν να καθίσουν για ώρες στο μαγαζί και να διασκεδάσουν.
Η σεζόν τελειώνει και όλα δείχνουν να έχουν πάρει τον δρόμο τους. Ο Πάρης καταλαβαίνει ότι επαγγελματικά «οφείλει» πλέον να ασχοληθεί με τη νύχτα, φεύγει από τη βιοτεχνία και αποφασίζει με τον συνέταιρό του να επενδύσουν κι άλλα χρήματα στο Πρόβα. Σοφή επιλογή…
Η κορύφωση και το Πρόβα Καφέ
Αν το ‘90 ήταν η χρονιά που το Πρόβα έδειξε προς τα πού βαδίζει, το ‘91 αποτελεί αυτή της κορύφωσής του. Το μαγαζί ανοίγει όπως πάντα μετά την Ανάσταση, έχοντας επενδύσει πολύ σε προσωπικό και δημόσιες σχέσεις. Μουσική παίζει ένας dj από το Mercedes, που θεωρούνταν τότε ό,τι καλύτερο στη νύχτα και βοηθός του είναι ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, ο οποίος στα χρόνια που ακολούθησαν είχε πολύ μεγάλη συμβολή στην καθιέρωση και ανάπτυξη του μαγαζιού.
Στο ένα μπαρ εξυπηρετούσε ο Γιώργος που πετούσε τα μπουκάλια στον αέρα και έκανε σόου όσο σέρβιρε, στα άλλα ήταν ο Βουζουκλής και ο Στάμος (που με τα χρόνια έδωσαν σκυτάλη σε Τέγο και Μιχάλη Μαγγίνα), στην πόρτα ο Μιχάλης Δασκαλάκης.
Δύο γνωστά μοντέλα της εποχής, ο Φώτης Γιαννιώτης και ο Μάνος Πανταζής αναλαμβάνουν τις δημόσιες σχέσεις μαζί με τον Γιάννη Καζανίδη και εκμεταλλευόμενοι τις γνωριμίες τους, φέρνουν στο Ζούμπερι την αφρόκρεμα των σχεδιαστών. Τσέλιος, Ασλάνης, Κωστέτσος και πολλοί ακόμα διασκεδάζουν στο Πρόβα Κλαμπ, μαζί τους έρχονται μοντέλα, παρουσιάστριες, τραγουδιστές, ηθοποιοί, ποδοσφαιριστές.
Σε όλη αυτή την ανάπτυξη βοηθά η επένδυση που έκαναν ο Πάρης και ο Γιάννης στο Παλιό Εργοστάσιο στη Βουλιαγμένης, φέρνοντας στο μαγαζί όλη την πελατεία του χειμώνα. Και βέβαια το άνοιγμα ενός δεύτερου εμβληματικού μαγαζιού, που χαρακτηρίστηκε ως το αδελφάκι του κλαμπ.
Το Πρόβα Καφέ στον Σχινιά ήρθε να γεμίσει το κενό όσων ήθελαν να βγουν τις καθημερινές και έζησε ιστορικές στιγμές με μεσημεριανά πάρτι που κρατούσαν για ώρες, με μοντέλα να χορεύουν στην πίστα και από κάτω τον κόσμο να τα λούζει με μπύρες και όλους μαζί να βουτούν στη θάλασσα για να πλυθούν.
Και όταν έφτανε το τέλος της εβδομάδας, τα πάρτι ξεκινούσαν από το μεσημέρι στο Καφέ και συνεχιζόταν στο Κλαμπ, μετά τις 00.30 το βράδυ. Σε μια άλλη εποχή, που ο κόσμος είχε λιγότερες σκοτούρες και όταν διασκέδαζε, το έκανε με την ψυχή του.
Μενεγάκη, Κέιτ Μος και… fake Τζόνι Ντεπ
Το Πρόβα Κλαμπ έχει πλέον γίνει σταθμός. Είναι η ξεκάθαρη επιλογή όσων δεν θέλουν να διασκεδάσουν στη Γλυφάδα, φιλοξενεί από τη Μενεγάκη και τη Βάνα Μπάρμπα μέχρι τον Μαζωνάκη, που άγνωστος τότε κάνει εκεί τα πρώτα του βήματα στο τραγούδι και τα κοσμικά περιοδικά αφιερώνουν σελίδες επί σελίδων κάθε καλοκαίρι για «το κλαμπ στο Ζούμπερι που χορεύεις ξυπόλητος στην άμμο».
Οι θρύλοι που συνοδεύουν το Πρόβα Κλαμπ αμέτρητοι. Αθλητές που… φυγαδεύονται το πρωί για να μην δει ο κόσμος μέχρι τι ώρα ξενυχτούσαν, διάσημοι που έχουν πιει πολύ παραπάνω από όσο αντέχουν, παράνομα φλερτ με σύμμαχο το σκοτάδι και celebrities από όλο τον κόσμο που βγάζουν τα σανδάλια και γίνονται ένα με τον Μαραθωνίτη, τον Ζουμπεριώτη, τον Νεομακρηνό.
«Θα μπορούσαμε να κλείσουμε όλη την εφημερίδα με ιστορίες από το Πρόβα και θα αφήναμε και έξω πολλές που δεν λέγονται. Μία από τις δικές μου… κορυφαίες βραδιές ήταν όταν ήρθε στο μαγαζί η Κέιτ Μος, μετά από μια επίδειξη του Κωστέτσου στον Μαραθώνα. Τότε ήταν ζευγάρι με τον Τζόνι Ντεπ και θα έρχονταν μαζί στο μαγαζί, όμως παρεξηγήθηκαν και η συνοδεία της με ενημέρωσε ότι θα έφτανε με λιμουζίνα μόνη της.
Έκλεισα μια δεύτερη λιμουζίνα που με περίμενε κανά χιλιόμετρο μακριά, μπήκα στο πίσω κάθισμα, έβαλα κι ένα καπέλο και το έπαιξα Τζόνι Ντεπ. Όταν φτάσαμε και κατέβηκε η Κέιτ Μος, κάναμε αναστροφή και με άφησε ο οδηγός να γυρίσω με τα πόδια. Μπήκα και όλος ο κόσμος χόρευε, ποιος να ασχοληθεί να ρωτήσει “πού είναι ο Τζόνι ρε παιδιά;”».
Μια άλλη ιστορία που οι περισσότεροι νόμιζαν ότι ήταν αστικός μύθος, αλλά πρόκειται για πραγματικό περιστατικό, αφορά στη… ζόρικη πόρτα που είχε το μαγαζί και στον επίμονο πελάτη. Γνωστός Μαραθωνίτης θέλησε να διασκεδάσει στην Πρόβα και πήγε ένα βράδυ με το αγροτικό, αλλά έφαγε πόρτα επειδή δεν είχε συνοδό.
Το επόμενο Σαββατοκύριακο πήγε με συνοδό, αλλά ξανάφαγε πόρτα γιατί δεν ήταν καλοντυμένος. Το τρίτο Σαββατοκύριακο πήγε με τη συνοδό και κοστούμι, αλλά πάλι τα ίδια.
«Ε, δεν είναι να έρχεσαι εδώ με το αγροτικό». Στην τέταρτη απόπειρα κι ενώ πια τον περίμεναν για να τον πειράξουν, εμφανίζεται με κοστούμι, συνοδό κι ένα αυτοκίνητο στην πένα. «Δεν μπαίνεις φίλε, είναι γεμάτο το μαγαζί», του λένε και ακολουθεί το απόλυτο ξέσπασμα. «Ψηλέ, βρήκα κοπέλα, έβαλα κοστούμι κι αγόρασα αυτοκίνητο. Θα μπω».
Το τίμημα για τη μεγάλη ζωή
Βουτώντας τόσο βαθιά στη νύχτα και δη στην επιχειρηματική επιτυχία που μπορεί να φέρει, η ζωή σου αλλάζει. Και το τίμημα είναι βαρύ. Ο 28χρονος βιοτέχνης Πάρης πέρασε από πολλά και διαφορετικά στάδια ως επιχειρηματίας. Στα τριάντα κάτι του, βρέθηκε με γεμάτες τσέπες, διάσημους φίλους, ταξίδια, ακριβά αυτοκίνητα, μεγάλη ζωή. Και πολύ αλκοόλ…
«Η νύχτα κρύβει παγίδες και θα ήταν ψέμα να πω ότι δεν μετανιώνω για διάφορα πράγματα. Όπως για παράδειγμα την κατάχρηση αλκοόλ, μια λανθασμένη επένδυση στην Πλάκα και κυρίως τις στιγμές που έχασα από τα παιδιά μου, τον Οδυσσέα και τη Ναστάζια. Είμαι από τους τυχερούς, γιατί είχα στο πλευρό μου μια σύζυγο που έφερνε ισορροπία. Στις δόξες μου, όταν είχα πολλά λεφτά στο παντελόνι και φούσκωνα από επιτυχία, η Βάλια γνώριζε πώς να με προσγειώνει στο έδαφος. Στις δυσκολίες μου κρατούσε την οικογένεια».
Τέλος εποχής
Για μια δεκαπενταετία, το Πρόβα Κλαμπ αποτέλεσε σημείο αναφοράς. Όπως όλα τα ωραία όμως, κάποια στιγμή έρχεται η φθορά των ίδιων των ανθρώπων και κατά συνέπεια και της επιχείρησης.
Ο Πάρης και ο Γιάννης μοίρασαν τα μαγαζιά το 2007 με τον πρώτο να αποχωρεί οριστικά και να κρατά τον «Χοντρό» που είχε ανοίξει στο μεσοδιάστημα, σε μια προσπάθεια να απομακρυνθεί από τη νύχτα. Το Πρόβα Κλαμπ έκλεισε τον κύκλο του μέσα στην κρίση αλλά ως μνήμη έχει παραμείνει ζωντανή σε όλους όσοι πέρασαν έστω και μια νύχτα στην αμμουδιά του.
Κυρίως στους νέους που έκαναν εκείνα τα χρόνια Πάσχα στην περιοχή και περίμεναν καρτερικά την Ανάσταση για τη «μεγάλη βραδιά», για τη στιγμή που θα έμπαιναν στις 00.30 στο μαγαζί και από την πίσω πόρτα θα έφευγαν οι μάστορες που τελείωναν στο παρά ένα την ανακαίνιση.
Και πολύ περισσότερο για τον Πάρη, που παρότι αποστασιοποιημένος πια, παραδέχεται από τη φάρμα στην ορεινή Κορινθία όπου έχει αποσυρθεί με τα ζωάκια και την ηρεμία του.
«Αν κάτι από το παρελθόν θα ‘θελα να ξαναζήσω, είναι ένα ξενύχτι στην Πρόβα, βράδυ Μεγάλου Σαββάτου»…