Μπαίνεις και νιώθεις αμέσως μια ιδιαίτερη αύρα, ένα συναίσθημα ότι το μέρος που επέλεξες για να περάσεις την καλοκαιρινή βραδιά σου, κουβαλά μεγάλη ιστορία. Η οθόνη απέναντί σου επιβλητική, η μυρωδιά του γιασεμιού σε κατακλύζει κι ο ήχος του χαλικιού, την ώρα που τραβάς την καρέκλα για να καθίσεις, σου θυμίζει μια διαδικασία που αγαπάς από παιδί. Βρίσκεσαι στο «Σίσσυ», το παλιότερο θερινό σινεμά στη Νέα Μάκρη κι η ταινία που θα δεις είναι η ιστορία του.
Η Ελλάδα βρίσκεται ένα βήμα πριν το πραξικόπημα κι ας μην το γνωρίζει, και ο Ιωάννης Μαυρογένης από την Κρήτη με τη Μαρία Σαριδάκη από τη Νέα Μάκρη κάνουν μια γενναία επένδυση.
Σε μια περιοχή που έχει ήδη τρία σινεμά, ανοίγουν τον κινηματογράφο στο νούμερο 36 της Λεωφόρου Μαραθώνος για να τον λειτουργούν τα καλοκαίρια, όταν μετακομίζουν από τον θόρυβο της Αθήνας στην ηρεμία της Νέας Μάκρης. Τον βαπτίζουν «Σίσσυ», από το υποκοριστικό της κόρης τους κι έρχονται αμέσως σε συμφωνία με τους ανταγωνιστές.

Εκείνη την εποχή στην περιοχή λειτουργεί ως χειμερινός το «Άστρον» (ακριβώς απέναντι από το Σίσσυ), ως θερινός το «Ρεξ» (στη Νικολάου Πλαστήρα εκεί που σήμερα είναι το κατάστημα οπτικών «Σωτηρίου») κι επίσης ως θερινός το «Ριάλτο», εκεί που σήμερα στεγάζεται ο «Γερμανός».
Σε μια περίοδο που δεν υπάρχει τηλεόραση και τα καλοκαίρια η Νέα Μάκρη σφύζει από παραθεριστές, όλοι οι κινηματογράφοι γεμίζουν και τελικά δίνουν τα χέρια για μια πολύ ισχυρή κοινοπραξία. Ένα άτομο μπαίνει υπεύθυνο για να κλείνει ταινίες και να διαχειρίζεται τα έσοδα και στις οθόνες προβάλλονται ως επί το πλείστον ελληνικές ταινίες, που κάνουν θραύση και σταδιακά προστίθενται ξένες ταινίες εποχής και spaghetti western.
Η κοινοπραξία κρατά μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ‘80, όταν κλείνουν το «Ρεξ» και το «Ριάλτο» και το «Άστρον» γίνεται δημοτικός. Οι χρυσές μέρες έχουν περάσει κι ο κινηματογράφος γνωρίζει μεγάλη κρίση λόγω της… κατά συρροήν παραγωγής βιντεοταινιών. Το «Σίσσυ» διατηρεί την ποιότητά του, αλλάζοντας συνεχώς εξοπλισμό και μηχανήματα και φτάνει στο 1991, χρονιά που αποτελεί το ξεκίνημα της νέας εποχής, μια και αναλαμβάνει ο γιος της οικογένειας, Χάρης Μαυρογένης.
Η χωρητικότητα μειώνεται στα 420 άτομα, αλλά στον κινηματογράφο γίνεται ολοκληρωτικό λίφτινγκ και παραμένει σημείο αναφοράς στη Νέα Μάκρη.
Σήμερα, 55 χρόνια μετά την παρθενική προβολή λειτουργεί με δική του μηχανή, υψηλής ποιότητας ηχητικό σύστημα, σε περιποιημένο και καθαρό χώρο, με μπαρ που έχει ποικιλία (και μάλιστα ήταν αυτό που έφερε στην περιοχή τα nachos σε συνεργασία με την εταιρία Mr Popcorn) και αποκλειστικά με ταινίες πρώτης προβολής.

Συνεργάζεται επί σειρά ετών με κορυφαίες εταιρίες διανομής όπως είναι οι Feelgood, Odeon, Spentzos Film, Tanweer, Tulip και Roseband και προβάλλει μία ή δύο ταινίες την εβδομάδα, ξεκινώντας από αρχές Μαΐου και ολοκληρώνοντας τις προβολές τέλη Οκτωβρίου με αρχές Νοεμβρίου.
Σε αυτόν τον μισό και πλέον αιώνα ζωής, ο κινηματογράφος «Σίσσυ» βίωσε και βιώνει χρυσές μέρες, όπως τη βραδιά που έκανε ρεκόρ πληρότητας για το “Mama Mia”, αλλά και δύσκολες στιγμές με πιο ζόρικη τη διετία του κορονοϊού, όταν λειτούργησε με κατά 50% μειωμένες θέσεις και τον κόσμο να φοβάται την έκθεση ακόμα και σε ανοικτό χώρο.
«Οι όμορφες αναμνήσεις είναι πολύ περισσότερες γιατί από τον χώρο αυτό έχουν περάσει αθλητές, υπουργοί, πρωθυπουργοί, καλλιτέχνες και άνθρωποι που έρχονταν σε προβολές ως παιδιά και σήμερα φέρνουν τα εγγόνια τους», λέει στη MP ο Χάρης Μαυρογένης, που μεγάλωσε με τη μυρωδιά του γιασεμιού και τον ήχο της καρέκλας να σέρνεται στο χαλίκι και μέχρι σήμερα φροντίζει τον κινηματογράφο όπως την έφηβη κόρη του, ελπίζοντας ότι θα συνεχίσει την παράδοση της οικογένειας…


























































