Με τους θεσμούς δεν παίζουμε. Δεν τους λοιδορούμε, δεν τους λιθοβολούμε, δεν τους υπονομεύουμε. Γιατί έτσι είναι σαν να υπονομεύουμε τα θεμέλια της κοινωνίας μας, τους κανόνες της συμβίωσής μας, ή ακόμα και την επιβίωσή μας.
Δεν παίζουμε με τους θεσμούς, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ανεχόμαστε να μας εμπαίζουν κάποιοι που τους εκπροσωπούν, κάποιοι που παίζουν με τη νοημοσύνη μας, που στηρίζονται στην ανοχή ή στην αδιαφορία μας.
Μηδενική ανοχή σε όλους αυτούς, γιατί κακά τα ψέματα, άλλο o θεσμός κι άλλο πράγμα ο εκπρόσωπός του. Άλλο πράγμα η Δικαιοσύνη, άλλο ο δικαστής. Άλλο η Δημοκρατία κι άλλο ο πολιτικός εκπρόσωπός της.
Γιατί απλούστατα, όλοι οι εκπρόσωποι των θεσμών είναι κομμάτι της κοινωνίας μας, είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Καλοί και κακοί, έντιμοι και ανήθικοι, υπεύθυνοι κι εντελώς ανεύθυνοι, κατάλληλοι και παντελώς ακατάλληλοι. Μέρος του κοινωνικού συνόλου είναι κι αυτοί…
Η Δικαιοσύνη δεν επιτρέπεται να είναι τυφλή ή κουφή! Στα τελευταία γεγονότα, βλέπε Μάτι, Τέμπη, παιδεραστίες και τόσα άλλα, φαίνεται ότι με τις εισηγήσεις δικαστών και εισαγγελέων κινδυνεύει ο ίδιος ο θεσμός. Και κινδυνεύει επειδή τον υπονομεύουν διαρκώς κάποιοι από τους ανθρώπους που είναι ταγμένοι να τον υπηρετούν.
Όλοι θυμόμαστε τα παραδικαστικά κυκλώματα και όλοι υποψιαζόμαστε τις απαράδεκτες και κατευθυνόμενες επιρροές που ασκούνται πάνω σε «ευένδοτους» δικαστικούς αντιπροσώπους.
Μακάρι να είμαι λάθος! Δυστυχώς, όμως, φαίνεται ότι ανάμεσα στους δικαστές βρίσκονται και κάποιοι -ελπίζω λίγοι- που δεν θα έπρεπε επουδενί να υπηρετούν τη Δικαιοσύνη. Και το χειρότερο; Κρύβονται πίσω από τον μανδύα του ακαταλόγιστου για όποια απόφασή τους… Κρύβονται από μια απαράδεκτη ασυλία.
Έτσι το αποτέλεσμα μπορεί να γίνει πολύ οδυνηρό. Όλοι αυτοί οι «ακατάλληλοι» διατηρούν ακέραιη την ψευδαίσθηση της ατιμωρησίας για όποια απόφαση κι αν πάρουν. Δημιουργούν οδυνηρά προηγούμενα με συνέπειες που δεν είναι εύκολο να εκτιμηθούν και όλοι εμείς, απογοητευμένοι, χάνουμε σιγά σιγά την εμπιστοσύνη μας στο πιο σημαντικό αποκούμπι του λαού μας: στη Δικαιοσύνη.
Όταν για τη φωτιά στο Μάτι, έχουν περάσει έξι χρόνια και φτάσαμε να υπάρχει ορατός κίνδυνος για παραγραφή, όταν το κακούργημα έγινε πλημμέλημα, όταν είμαστε υποψιασμένοι ότι κανείς δεν θα μπει φυλακή για το δυστύχημα των Τεμπών, τότε σίγουρα κάτι δεν πηγαίνει καλά. Όταν δεν καταλογίζονται οι ευθύνες που αναλογούν, τότε δημιουργείται ένα δεδικασμένο που είναι όχι μόνο προσβλητικό, αλλά άκρως επικίνδυνο.
Τόσο απλά και τόσο μεθοδευμένα ενδεχομένως. Γιατί πολύ απλά καταργούνται το νόημα της λέξης «ευθύνη» που πρέπει να συνοδεύει όλες τις καίριες θέσεις και το νόημα της λέξης «συνέπειες» που πρέπει να συνοδεύει τις πράξεις και τις αποφάσεις των ανθρώπων που τις στελεχώνουν. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται…
Καμία εξουσία δεν μπορεί πλέον να είναι στο απυρόβλητο. Ούτε η Δικαστική ούτε η Νομοθετική ούτε η Εκτελεστική. Αν όλοι ως κριτές είναι και διαρκώς κρινόμενοι, τότε ίσως υπάρχει ελπίδα ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα.