της Άννας Κουφοπούλου
Μια στήλη εμπνευσμένη από εσάς για εσάς. Η στήλη της φωνής σας για τα θέματα της πόλης μας.
Οι προκλήσεις των Τούρκων είναι όλο και πιο συχνές, όλο και πιο έντονες. Και το πιο πιθανό είναι ότι δε θα σταματήσουν, τουλάχιστον σύντομα, ειδικά όσο επικεφαλής στη γειτονική χώρα είναι ο απρόβλεπτος και ερωτευμένος με την εξουσία Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Η Ελλάδα, από την πλευρά της, συνηθίζει να κρατά μια παθητική στάση, επιδιώκοντας να σταματήσει την όποια παραβατικότητα με διπλωματικό τρόπο, έχοντας ως συμμάχους το Διεθνές Δίκαιο και τους ευρωπαίους εταίρους. Ωστόσο, πολλοί είναι εκείνοι που διαφωνούν με την τακτική που επιλέγει η χώρα μας για να αντιμετωπίζει την προκλητικότητα των Τούρκων. Ακούγεται από αρκετούς η άποψη ότι σε περιπτώσεις ακραίων τουρκικών ενεργειών θα πρέπει η εκάστοτε κυβέρνηση να απαντά πιο δραστικά και όχι με διπλωματία, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει η κατάρριψη ενός μαχητικού που παραβιάζει τον εναέριο χώρο μας ή η ρίψη βολής κατά πλοίου που μπαίνει σε ελληνικά χωρικά ύδατα. Ποια είναι η άποψή σας;
Πρέπει να ρισκάρουμε πιθανή πολεμική σύρραξη και να είμαστε πιο αποφασιστικοί ή είναι προτιμότερο να βρίσκουμε λύσεις, έχοντας πάντα ως προτεραιότητα την ειρήνη και την ασφάλεια τη δική μας και των παιδιών μας;
Γιάννης Πέππας
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ζούμε μια «ένοπλη» ειρήνη με την Τουρκία. Το πρόβλημα ξεκινά από το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν έχει ταυτίσει τον Εθνικό Εναέριο Χώρο της με τα Εθνικά Χωρικά Ύδατα. Σύμφωνα με τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, το εύρος του εναέριου χώρου και των χωρικών υδάτων πρέπει να συμπίπτουν. Με βάση τη Συνθήκη της Λωζάνης (1923), το εύρος των χωρικών υδάτων ορίστηκε στα τρία ναυτικά μίλια. Με την αναθεώρηση της Συνθήκης στο Μοντρέ (1936), η Ελλάδα επέκτεινε τα χωρικά της ύδατα στα έξι μίλια. Η Σύμβαση για το ∆ίκαιο της Θάλασσας (Μοντέγκο Μπέι, 1982) δίνει τη δυνατότητα επέκτασης στα 12 ναυτικά μίλια. Η χώρα μας επικύρωσε τη Συνθήκη αυτή το 1995, ωστόσο σε περίπτωση που η Ελλάδα ασκήσει το δικαίωμά της, η Τουρκία απειλεί ανοιχτά με πόλεμο (casus belli) την Αθήνα. Σύμφωνα µε τη Συνθήκη της Λωζάνης, και ο εναέριος χώρος ορίστηκε στα τρία ναυτικά µίλια. Όμως, η Ελλάδα το 1931 διεύρυνε τον εναέριο χώρο της στα 10 ναυτικά µίλια. Το ισχυρό επιχείρημα της χώρας μας είναι ότι η επέκταση αυτή δεν αμφισβητήθηκε από την Τουρκία μέχρι το 1975, όποτε άρχισαν οι τουρκικές υπερπτήσεις και παραβιάσεις με την Άγκυρα να αμφισβητεί επισήμως τα επιπλέον 4 μίλια (από τα χωρικά μας ύδατα). Όταν άρχισαν αυτές οι παραβιάσεις που αμφισβήτησαν την περιοχή μεταξύ 6 και 10 μιλίων, επιλέχθηκε μια μεσοβέζικη λύση. Επειδή γνωρίζουμε ότι πρόκειται για μια νευραλγική ζώνη και η κατάρριψη μαχητικών θα ακουστεί «περίεργα» στη διεθνή κοινότητα, τα μαχητικά μας αρχίζουν να παρακολουθούν και να αναχαιτίζουν τα τουρκικά. Σιγά σιγά τα τουρκικά μαχητικά αρχίζουν και παραβιάζουν την περιοχή κάτω από τα 6 μίλια και τότε το ερώτημα θα ήταν αν πρέπει να καταρριφθούν. Αν η απάντηση ήταν ναι, θα ήταν σαν να αποδεχόμαστε ότι κακώς ο Εθνικός Εναέριος Χώρος ορίζεται μέχρι τα 10 μίλια και υπάρχει ειδικό καθεστώς από τα 6 ως 10 μίλια και κάπως έτσι είναι η κατάσταση μέχρι σήμερα. Η Ελλάδα δε θα πρέπει να έχει την ψευδαίσθηση ότι με τον κατευνασμό εξημερώνεται το θηρίο. Άρα θα πρέπει να σταματήσουμε να έχουμε φοβικά σύνδρομα και καιρός είναι να υπερασπιστούμε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο. Από παράδοση, οι άνθρωποι τιμούν περισσότερο τους γενναίους παρά τους ελεύθερους. Κάνουν λάθος. Ευτυχισμένοι είναι οι ελεύθεροι και ελεύθεροι οι γενναίοι.
Ευάγγελος Πεπονάκης
Εδώ και πολλές δεκαετίες, συγκεκριμένα από τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940, η Ελλάδα έχει επιλέξει μία αμυντική πολιτική απέναντι στις εχθρικές προκλήσεις. Η στάση αυτή δείχνει και τη «δυναμική» της ως χώρα και το πόσο θα μας στοιχίσει μία πιθανή πολεμική σύρραξη, τόσο σε οικονομικό, όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, από την άλλη, έχοντας περιέλθει πλέον σε αδιέξοδο, προσπαθεί μέσω της προπαγάνδας και του φθηνού λαϊκισμού, να διαστρεβλώσει την αλήθεια και να οδηγήσει τον τουρκικό λαό μακριά από τα «σχέδιά» του. Εξαιτίας των παραπάνω, η Τουρκία μέρα με τη μέρα γίνεται όλο και πιο προκλητική, με αποκορύφωμα την πρόσφατη κρίση στο Καστελόριζο. Βέβαια, λόγω της δυσμενής θέσης που βρίσκεται στην πραγματικότητα, δεν πιστεύω ότι και η ίδια θα ήθελε μία αληθινή πολεμική σύγκρουση, πόσο μάλλον με μία χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον, θεωρώ ότι η Ελλάδα θα πρέπει να είναι πιο αποφασιστική σε ό,τι έχει να κάνει με την εθνική της ακεραιότητα, λειτουργώντας, όμως, με γνώμονα την ειρήνη και την ασφάλεια των πολιτών της. Δεν είναι αναγκαίο η αποφασιστικότητα να συνάδει με κάποια κατάρριψη αεροσκάφους ή πρόκληση ενός θερμού επεισοδίου. Μπορούμε στον αιώνα που ζούμε, να διεκδικήσουμε τα δικαιώματά μας, χωρίς αυτό να συνεπάγεται χαμένες ανθρώπινες ζωές…