Γράφει η Χρύσα Γερακάκη*
Στο Μάτι μεγάλωσα. Εκεί πέρασα τα πρώτα μου καλοκαίρια, έκανα τους πρώτους φίλους, έπαιξα, αγάπησα, γέλασα και έκλαψα. Είναι το χωριό μου, το «μέρος» μου, η περιοχή στην οποία νιώθω ολοκληρωτικά ο εαυτός μου. Το Μάτι με καθόρισε. Κι είναι το μέρος, το οποίο μαζί με τις ζωές όλων των κατοίκων του, διαχωρίζεται στο «πριν» και στο «μετά» τη φωτιά. Σε αυτή την ανέφελη ξεγνοιασιά του «πριν» και στην άγρια προσγείωση του «μετά».
Το Μάτι μας, το «γαλατικό χωριό» μας, ξαφνικά έγινε «Το Μάτι». Μέσα του συμπύκνωσε πόνο, οργή, θρήνο, εγκατάλειψη. Αλλά και εξοργιστικές απόψεις και αφηγήματα ανιστόρητα, αγεωγράφητα, γεμάτα ψεύδη και θλιβερές πολιτικές.
Το επικοινωνιακό παιχνίδι που στήθηκε στις πλάτες των θυμάτων επιτέλεσε εκπληκτικά τον σκοπό του. Τα αυταπόδεικτα ψεύδη που προβλήθηκαν για άναρχη δόμηση, μπορεί με ένα απλό Google search να καταρρίπτονται βλέποντας μια περιοχή χωρισμένη σαν «μπακλαβά», αλλά σίγουρα έδωσαν βήμα ώστε η αναγέννηση να ταυτίζεται με πολεοδομικές μελέτες για το Μάτι, χωρίς το Μάτι, σχεδιασμένες καθαρά για επικοινωνιακούς σκοπούς.
Όλοι οι κάτοικοι θα επιθυμούσαν ένα Μάτι αναγεννημένο, έναν «πρότυπο οικισμό», όμως, όπως φαίνεται, οι μελέτες αυτές δεν σχεδιάζονται με γνώμονα τους κατοίκους και τα χαρακτηριστικά της περιοχής. Ως αρχιτέκτονας και πολεοδόμος, αλλά και ως κάτοικος του Ματιού, αναρωτιέμαι εάν οι μελετητές έκαναν τον κόπο να έρθουν στην περιοχή πριν ξεκινήσουν τον σχεδιασμό ή απλώς εφάρμοσαν κανόνες που αφορούν στην πολεοδόμηση άλλων «πρότυπων περιοχών».
Η περιοχή με τον χαρακτηριστικό της παραθεριστικό χαρακτήρα, σύμφωνα με το νέο Πολεοδομικό αντιμετωπίζεται ως «αστική». Έτσι φαίνεται να κατακερματίζεται, ενώ στο σχέδιο περιλαμβάνονται μοντέλα που εφαρμόζονται συχνά σε πυκνοκατοικημένες περιοχές που έχουν έλλειψη πρασίνου (γραμμικές λωρίδες πρασίνου και αποσπασματικοί μικρής έκτασης χώροι δημόσιου πρασίνου σε αντικατάσταση αυτών που υπάρχουν ήδη εντός των ιδιοκτησιών).
Παρά ταύτα, δεν θα ήθελα να σταθώ στην πληθώρα προβλημάτων που εντοπίζονται στο νέο Πολεοδομικό. Θα ήθελα, όμως, να μοιραστώ το πώς θα επιθυμούσα εγώ να δω το Μάτι του αύριο. Ένα Μάτι που θα παραμείνει «χωριό» και θα διατηρήσει τον παραθεριστικό του χαρακτήρα. Ένα Μάτι με χαμηλό συντελεστή δόμησης, όπου τα σπίτια θα παραμείνουν μικρά και οι κήποι κατάφυτοι, γεμάτοι παιδιά να παίζουν κρυφτό πίσω από δέντρα και θάμνους.
Ένα Μάτι με βράχια γεμάτα αχινούς και φίλους στις παραλίες να σου κάνουν χώρο στον δικό τους βράχο. Ένα Μάτι που θα έχει δημόσιους χώρους συνάθροισης, χώρους πολιτισμού, άθλησης, εμπορίου, αναψυχής.
Ταυτόχρονα, ελπίζω σε ένα Μάτι που θα θυμάται, αναγνωρίζει και τιμά τις πληγές του. Που θα κοιτά το μέλλον με ελπίδα και γνώση. Που θα μας θυμίζει τον παράδεισο του παρελθόντος, θα κρατά πάνω του όλη τη μνήμη και τον πόνο της φωτιάς, ενόσω ταυτόχρονα θα συνδιαλέγεται με το μέλλον.
Μια περιοχή σαν ένα παλίμψηστο μνήμης, η οποία μέσω της αρχιτεκτονικής και της τέχνης συμβολικά θα παγιώνει στον χώρο και τον χρόνο τις δύσκολες πτυχές της ιστορίας του τόπου και τα «γιατί» και θα αφήνει χώρο στον ατομικό πόνο και το πένθος.
Τα μνημεία, ως βιωματικοί χώροι πένθους, θα είναι ειλικρινή και ωμά. Δεν θα έχουν ως στόχο να αναπαριστούν απλώς την απώλεια, δεν θα είναι μέρη που θα θυμίζουν τον τρόμο και την απελπισία, δεν θα βρίσκονται εκεί για να κάνουν τολμηρές πολιτικές δηλώσεις και να απαιτήσουν δικαίωση.
Αντίθετα, θα είναι τόποι πένθους, σαν μια «αγκαλιά» και μια συμφιλίωση με οτιδήποτε μάς πονά.
Αναπόφευκτα λοιπόν, αυτοί οι χώροι, οι τοποθεσίες μνήμης, θα γίνουν δοχεία εναπόθεσης των αφηγήσεων του παρελθόντος, μέρη όπου πλέον δεν θα θυμόμαστε μόνο εμείς που ζήσαμε τον εφιάλτη, μα θα «νιώθουν» και όσοι δεν ήταν εκεί, μέσω των δικών μας αναμνήσεων.
Θα λειτουργούν ως πλατφόρμες σχεδιασμένες να προκαλούν ένα σύνολο αντιδράσεων, συμπεριλαμβανομένης της δημόσιας αναγνώρισης του γεγονότος, της μάθησης για την αλήθεια και τα λάθη του παρελθόντος και τον προβληματισμό για το μέλλον.
Ως κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής έχουμε ανάγκη να μην ξεχάσουμε. Ταυτόχρονα, όμως, οφείλουμε και έχουμε χρέος να μην αφήσουμε και τους άλλους να ξεχάσουν τη σημασία αλλά και την παρακαταθήκη της τραγωδίας που ζήσαμε. Η έλλειψη ενός τέτοιου τόπου, μιας περιοχής που θυμάται ενεργά, όχι μόνο θα συμβάλλει στη δυσκολία αντιμετώπισης και αναγνώρισης του προσωπικού μας τραύματος, αλλά θα διευκολύνει και όσους σκόπιμα θα ήθελαν αυτό το γεγονός να αποσιωπηθεί και να ξεχαστεί από τη συλλογική μνήμη.
Προκειμένου να προχωρήσουμε πραγματικά ως άνθρωποι και ως κοινωνία, πρέπει πριν γυρίσουμε σελίδα και αρχίσουμε να σχεδιάζουμε νέους οικισμούς, νησίδες πρασίνου και ποδηλατόδρομους, να αναγνωρίσουμε και να αποδεχτούμε το παρελθόν, όλο τον πόνο και τα εγκληματικά λάθη που αυτό φέρνει μαζί του.
Κι ένα τέτοιο Μάτι θα συνεχίσω να ονειρεύομαι.
Η πτυχιακή μου εργασία
Με γνώμονα τα παραπάνω, επέλεξα στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού μου προγράμματος στο πανεπιστήμιο Bauhaus της Γερμανίας, να ασχοληθώ με το θέμα της δύσκολης αυτής μνήμης και να συνεισφέρω στην περιοχή μας με τον τρόπο που εγώ ήξερα καλύτερα, αυτόν της Αρχιτεκτονικής.
Προσεγγίζοντας αυτό το βαθιά προσωπικό θέμα, προσπάθησα να ανακαλέσω τις δικές μου αναμνήσεις, να διερευνήσω τα προσωπικά μου συναισθήματα και τον δικό μου πόνο σχετικά με τη φωτιά και να τα μεταφράσω σε χώρο.
Σε κάτι που να ενσωματώνει μέσα του όλη την ευθύνη της μνήμης. Το σημαντικό για μένα ήταν να μην καταπιέσω το τραύμα, τον θυμό και τα «γιατί», αλλά να τους δώσω χώρο να ακουστούν και να εκφραστούν.
Έτσι, παρουσίασα τον Νοέμβριο του 2020 μια μελέτη για τη δημιουργία ενός μνημείου, ενός δικτύου αναθημάτων, με στόχο να συμβάλει στην συλλογική και ατομική μνήμη, στην αντιμετώπιση του τραύματος, στο να τιμήσει αυτούς που δεν είναι εδώ και να οραματιστεί έναν καλύτερο κόσμο.
Η εργασία αυτή έλαβε άριστα (10) καθώς και βραβεία αριστείας, ενώ το 2021 εκτέθηκε ως μια από τις καλύτερες διπλωματικές του πανεπιστημίου για τα έτη 2020-2021. Ελπίζω, η μελέτη αυτή να σταθεί η αφορμή για να ξεκινήσουμε έναν γόνιμο διάλογο ως προς τη σημασία της ύπαρξης χώρων μνήμης.
*Αρχιτέκτων Μηχανικός (ειδίκευση στο Heritage Architecture -Bauhaus – Universität Weimar)