Τον Νοέμβριο του 2004, ο Τζον Γουίλιαμς ήταν 39 ετών. Ένα χειμωνιάτικο Σαββατοκύριακο, πήγε στο Whitby, μια παραθαλάσσια πόλη στο Γιορκσάιρ της Βρετανίας με την τότε σύντροφό του με σκοπό να γιορτάσουν 40ά γενέθλιά της. Αυτό ήταν το πλάνο, αλλά τα πράγματα δεν κυλούν πάντα όπως τα προγραμματίζουμε.

Ενώ δειπνούσαν σε μια παμπ, άρχισε να νιώθει κάψιμο και να ιδρώνει. Κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά κι έτσι σηκώθηκε από το τραπέζι και βγήκε έξω να πάρει λίγο αέρα. Το επόμενο πράγμα που θυμάται είναι να τον μεταφέρουν με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο και να ακούει τους διασώστες να λένε ότι υπέστη καρδιακή προσβολή. Στη συνέχεια, έχασε τις αισθήσεις του…

Λίγες ώρες αργότερα, ξύπνησε στο νοσοκομείο, συνδεδεμένος με πολλά μηχανήματα και πολύ ζαλισμένος. Ένας γιατρός τον πλησίασε, έσκυψε προς το μέρος του και του ψιθύρισε «φίλε μου, είσαι πολύ τυχερός».

«Στη συνέχεια σχεδίασε μια νοητή γραμμή με το δάχτυλό του το οποίο κουνούσε και μου έλεγε: ‘Με τις καρδιακές προσβολές, είτε ζεις είτε πεθαίνεις. Δεν υπάρχει ενδιάμεση κατάσταση. Αλλά δεν έχεις ξεφύγει ακόμα από τον κίνδυνο’», περιγράφει στη βρετανική Metro.

Έμφραγμα του μυοκαρδίου

Ο γιατρός ενημέρωσε τον Τζον ότι είχε υποστεί έμφραγμα του μυοκαρδίου, μια επείγουσα ιατρική κατάσταση κατά την οποία διακόπτεται η ροή του αίματος σε ένα τμήμα του καρδιακού μυός. Ήταν απαραίτητο να μπει στο χειρουργείο για τριπλό Bypass, μια επέμβαση που στοχεύει στην απόφραξη των στεφανιαίων αρτηριών, οι οποίες τροφοδοτούν με αίμα τον καρδιακό μυ.

Η επέμβαση περιλαμβάνει τη χρήση μιας μηχανής, η οποία επιτρέπει στους χειρουργούς να σταματήσουν προσωρινά την καρδιά για να ανακατευθύνουν με ακρίβεια τη ροή του αίματος γύρω από την αποφραγμένη στεφανιαία αρτηρία, συνδέοντας υγιή μοσχεύματα αιμοφόρων αγγείων από το πόδι (στην περίπτωση του Τζον), ώστε να δημιουργήσουν νέες οδούς προς τον καρδιακό μυ.

Τη νύχτα πριν από την επέμβαση, ο Τζον βρισκόταν στο δωμάτιό του σε ένα ιδιωτικό νοσοκομείο στο Λιντς.

«Έμοιαζε με ξενοδοχείο: μεγάλα παράθυρα, ιδιωτικό μπάνιο και ένα πολυτελές μενού που θύμιζε περισσότερο εστιατόριο Michelin παρά νοσοκομείο», θυμάται. Ακόμη και το «τελευταίο γεύμα» του σερβιρίστηκε κάτω από ένα ασημένιο καπάκι.

«Στην αρχή, νόμιζα ότι το περιβάλλον ήταν ο λόγος για τον οποίο ένιωθα τόσο ήρεμος», λέει, ενθυμούμενος το σοκ που ένιωσε καιρό πριν όταν είχε ξυπνήσει στο νοσοκομείο του Σκάρμπορο, σε μια πολυάσχολη καρδιολογική πτέρυγα περιτριγυρισμένος από μηχανήματα που έκαναν θόρυβο και ηλικιωμένους ασθενείς. Μια τρομακτική εικόνα για έναν 39χρονο.

Η συνάντηση με τον παππού και τον πατέρα του

Γύρω στις 7 το απόγευμα, η νοσοκόμα μπήκε στο δωμάτιο του Τζον με ένα ξυράφι. Του ζήτησε να ξυρίσει το στήθος και το αριστερό του πόδι πριν από την εγχείρηση της επόμενης μέρας. «Όταν μπήκα στο μπάνιο, θυμάμαι ότι κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και σκέφτηκα: «Αυτή είναι η τελευταία φορά που το σώμα μου θα έχει αυτή την εμφάνιση. Από αύριο, θα πρέπει να ζήσω το υπόλοιπο της ζωής μου με μια τεράστια ουλή στο στήθος μου. Θα μου θυμίζει πάντα τι συνέβη».

Την ίδια στιγμή που έκανε αυτές τις σκέψεις, ο Τζον, που είχε μεγαλώσει σε καθολική οικογένεια, ένιωσε ένα κύμα ηρεμίας να τον κατακλύζει.

«Θα περίμενε κανείς ότι θα ήμουν ανήσυχος, δεδομένου ότι οι γιατροί επρόκειτο να με ανοίξουν, να σπάσουν τα πλευρά μου και να σταματήσουν την καρδιά μου, αλλά αυτή η ηρεμία με κατέκλυσε σαν κάτι που δεν είχα νιώσει ποτέ πριν».

Στην επόμενη… σκηνή, ο Τζον είδε τον πατέρα και τον παππού του, που είχαν πεθάνει και οι δύο πριν από δεκαετίες. «Ήξερα, ότι δεν ήταν εκεί, αλλά μπορούσα να τους αισθανθώ μαζί μου. Ήταν σχεδόν σαν να είχαν έρθει για να μου ευχηθούν καλή τύχη, τους ένιωθα δίπλα μου».

Μετά το ξύρισμα, ο Τζον βγήκε από το μπάνιο για να ενημερώσει τη νοσοκόμα ότι είχε τελειώσει. Εκείνη του είπε να ξεκουραστεί και ότι θα ερχόταν να τον ξυπνήσει το πρωί για να τον πάει στο χειρουργείο. Αλλά δεν το έκανε ποτέ, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε ο Τζον.

Αντ’ αυτού, είχε ένα προαίσθημα ότι κάτι θα πήγαινε στραβά. «Είδα ξανά τον πατέρα και τον παππού μου, αυτή τη φορά στον παράδεισο. Ήμασταν όλοι μαζί στο ίδιο δωμάτιο και θυμάμαι ότι τους είπα: «Θα σας δω σύντομα, ανυπομονώ να σας δω και τους δύο, έχει περάσει τόσος καιρός».

«Γύρνα πίσω στις κόρες σου»

Ο Τζον θυμάται την απάντηση του παππού του αλλά κυρίως αυτή του πατέρα του: «Έχεις μεγαλώσει από την τελευταία φορά που σε είδα. Θα σε δούμε πολύ σύντομα», του είπε ο πρώτος αλλά ο πατέρας του ήταν πολύ πιο αυστηρός.

«Αν και ενθουσιασμένος που με έβλεπε μετά από 10 χρόνια, ήταν κατηγορηματικός. ‘Δεν είναι ακόμα ώρα να τα πούμε. Έχεις δύο μικρά κορίτσια που σε περιμένουν στο σπίτι’. Για μένα όλα ήταν περίεργα. Ήταν σαν να βρίσκομαι σε μια ενδιάμεση κατάσταση, αλλά ένιωθα τρομερή ηρεμία. Δεν ήξερα αν τελικά θα έφευγα για να δω τον πατέρα μου ή για να δω τα παιδιά μου».

«Όλα τελείωσαν, είσαι στην εντατική»

Λίγο μετά τη συνομιλία με τον πατέρα του και την εντολή του να γυρίσει στα παιδιά του, ο Τζον άρχισε να «ξυπνά» και ένιωσε την «ηρεμία και τη γαλήνη» να τον εγκαταλείπουν. Προσαρμοζόμενος στο περιβάλλον και εξακολουθώντας να πιστεύει ότι ήταν το πρωί της επέμβασης, άκουσε μια νοσοκόμα να λέει: «Μην προσπαθήσεις να μιλήσεις, έχεις ένα σωληνάκι στο λαιμό σου». Αυτό που πραγματικά συνέβαινε ήταν ότι τον ξυπνούσαν από τεχνητό κώμα, λίγες μέρες μετά την επέμβαση. «Όλα τελείωσαν καλά, είσαι στην εντατική».

Ο Τζον δεν μπορούσε καν να διανοηθεί τι είχε συμβεί. Κοιτάζοντας το στήθος του, που είχε μόλις επιδεθεί μετά την επέμβαση, μπορούσε να δει δύο σημάδια εγκαυμάτων: απόδειξη ότι οι γιατροί είχαν εργαστεί ακούραστα για να τον σώσουν και ότι χρειάστηκε απινιδωτή για να τα καταφέρει, γιατί είχε υποστεί αρρυθμία.

Λίγες ημέρες αργότερα έμαθε την αλήθεια. Είχε πεθάνει 17 φορές σε 13 λεπτά κατά τη διάρκεια της επέμβασης…

Πηγή: ethnos.gr

Προηγούμενο άρθροΦρίκη σε χωριό των Τρικάλων: 18χρονος κάλεσε την αστυνομία – «Ελάτε, σκότωσα τη μητέρα μου»
Επόμενο άρθροΠοια ήταν η μοναχή Ευπραξία που έζησε για 53 χρόνια στον Άγιο Εφραίμ Νέας Μάκρης