Στην περίφημη Σιωπή των Αμνών, η Κλαρίς Στάρλινγκ μπαίνει στο κελί του Χάνιμπαλ Λέκτερ για να συνομιλήσουν και από την όψη και μόνο του κατά συρροή δολοφόνου και κανίβαλου, δεν λυγίζει μόνο η νεαρή πράκτορας του FBI, αλλά και ο θεατής.
Προφανής σκέψη για όλους το πόσο τρομακτικό είναι να βρίσκεσαι στον ίδιο χώρο με ένα διαταραγμένο άτομο το οποίο βρίσκει ευχαρίστηση και λύτρωση αφαιρώντας ζωές.
Για τον Πολ Μάλεν, αυτή η διαδικασία δεν ήταν κάτι άγνωστο, αλλά η δουλειά του. Ως ψυχολόγος – εγκλήματολόγος, έχει καθίσει απέναντι σε τουλάχιστον 10 κατά συρροή ή μαζικούς δολοφόνους που γράφτηκαν στην ιστορία για τους χειρότερους λόγους.
Ένα βιβλίο για serial και mass killers
Ο γεννημένος στο Μπρίστολ της Βρετανίας, αλλά με καριέρα επί σειρά ετών σε Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία Μάλεν, εξέδωσε πριν λίγο καιρό το βιβλίο Running Amok, το οποίο εξερευνά το μυαλό των κατά συρροή και μαζικών δολοφόνων.
Αναφέρεται μεταξύ άλλων στις δυνάμεις που τους ενώνουν, ενώ παράλληλα δίνει οδηγίες και συμβουλές για τον εντοπισμό προειδοποιητικών σημαδιών και τη βελτίωση των ερευνητών στην εκτίμηση των απειλών.
Στο βιβλίο του, ο Μάλν περιγράφει το συναίσθημα να κάθεσαι απέναντι από έναν serial killer και διηγείται τη μία ερώτηση που του έκανε κάποτε ο Μάρτιν Μπράιαντ, η οποία τον στοιχειώνει μέχρι σήμερα, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά.
Τετ α τετ με τον δολοφόνο
Ο Μάρτιν Μπράιαντ ήταν ένας 28χρονος μοναχικός νέος από την Αυστραλία, ο οποίος δυσκολευόταν να κάνει σχέσεις και κοιμόταν παρέα με το μοναδικό πλάσμα που θεωρούσε φίλο του, ένα γουρούνι.
Στις 28 και 29 Απριλίου του 1996, πυροβόλησε και σκότωσε 35 ανθρώπους, ενώ τραυμάτισε άλλους 23 στο Πορτ Άρθουρ της Τασμανίας. Αυτή είναι η μαζικότερη δολοφονία στην ιστορία της χώρας και ο Μπράιαντ καταδικάστηκε σε 35 φορές ισόβια και 1.035 χρόνια, χωρίς δικαίωμα να ασκήσει έφεση.
Μόλις σαράντα οκτώ ώρες μετά την αποτρόπαια πράξη του κι ενώ βρισκόταν δεμένος στο κρεβάτι νοσοκομείου με βαριά εγκαύματα, ως αποτέλεσμα της απόπειράς του να αυτοκτονήσει βάζοντας φωτιά σε μια καλύβα, τον επισκέφθηκε ο Μάλεν.
Και παρότι, όπως γράφει στο βιβλίο του, έχει ακούσει από τις συνεντεύξεις του με δολοφόνους πολύ ακραίες περιγραφές, ήταν μια απλή ερώτηση του Μπράιαντ αυτή που τον συνοδεύει μέχρι σήμερα.
Το «ρεκόρ»
«Στην αρχή της πρώτης μας συνέντευξης, με κοίταξε με ένα πονηρό χαμόγελο και με ρώτησε: ‘Ξέρεις ότι πλέον εγώ έχω το ρεκόρ; Δεν χρειάστηκε να τον ρωτήσω ποιο ρεκόρ».
Εκείνη την εποχή, ο Μπράιαντ ήταν ο άνθρωπος που ως μοναχικός δολοφόνος είχε σκοτώσει τους περισσότερους ανθρώπους σε μια επίθεση. Και το ήξερε και ο ίδιος, γιατί είχε μελετήσει κι άλλους μαζικούς δολοφόνους και αυτό που έκανε την πρότασή του ανατριχιαστική ήταν η σκέψη ότι προσχεδίασε την πράξη του για να τους ξεπεράσει.
Ερωτηθείς από τη Daily Mirror για το συναίσθημα να μιλάς τετ α τετ με έναν τέτοιο άνθρωπο, ο Μάλεν απάντησε:
«Όταν κάθεσαι μόνος σε ένα δωμάτιο με κάποιον που έχει διαπράξει φρικτές πράξεις βίας και έχει σκοτώσει τόσους ανθρώπους μπορεί να νιώσεις περίεργα. Όμως, αυτός δεν έχει πλέον όπλο στο χέρι του, ούτε μαχαίρι, ούτε ρόπαλο, ούτε προσπαθεί να σε στραγγαλίσει.
Βρίσκεσαι μπροστά σε ένα τρομαγμένο άτομο, που συχνά προσπαθεί να κρύψει τον φόβο του με αλαζονεία. Στην πραγματικότητα, γι αυτόν είσαι μια βοήθεια. Ό,τι και να του πεις, αποκλείεται να του κάνεις κακό, μόνο καλό μπορεί να του προσφέρεις».
Πηγή: ethnos.gr