Γράφει ο Νίκος Εμμανουήλ
Μια αληθινή ιστορία από έναν αυτόπτη μάρτυρα. Μια βραδιά στο Κύτταρο, όπου η μουσική, η αντίσταση και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια συναντήθηκαν με τα μεγάλα αστέρια του παγκόσμιου κινηματογράφου
Χειμώνας 1971, στο Κύτταρο. Ημιυπόγειο στην Πλατεία Βικτωρίας, χωρούσε λίγους, χώρος λιτός. Μικρά χαμηλά τραπέζια και σκαμνιά. Όπως οι περισσότερες μπουάτ της εποχής. Η ορχήστρα στο μέσον, κολλημένη στον τοίχο, και στις τρεις γύρω πλευρές το κοινό της, κυρίως φοιτητές.
Το πρόγραμμα άρχιζε με ένα νέο παιδί, που έπαιζε Μπομπ Ντίλαν με κιθάρα και φυσαρμόνικα και συνεχιζόταν με τη Μαρίζα Κoχ. Η… καταιγίδα ερχόταν μετά. Ένας Νιόνιος να αστράφτει, να γίνεται ένα με τα Μπουρμπούλια. Και μετά ο Μπάλλος, μια εξαίρετη μουσική μυσταγωγία.
Από καιρό περίμενα τη Μαριάνα να μου γνέψει ότι θα τον δούμε από κοντά. Πήγαμε νωρίς και γι’ αυτό βρήκαμε την καλύτερη θέση μπροστά στην ορχήστρα. Η πρώτη ήταν ένα μακρόστενο χαμηλό τραπέζι κολλητά στην “πίστα”. Εμείς ακριβώς από πίσω. Σιγά σιγά μαζεύεται κόσμος, συνήθως πρόσωπα γνωστά, μέχρι που μια μεγάλη παρέα ταράζει τα νερά της συνηθισμένης ομήγυρης.
Είναι ο Ομάρ Σαρίφ, ο Ζαν Πωλ Μπελμοντό, η Νικολ Καλφάν από επώνυμους και κάποιοι άλλοι από το καστ μιας ταινίας με ελληνικό τίτλο “Οι Διαρρήκτες” που γυριζόταν εκείνη την εποχή στην Αθήνα. Τα μεγάλα αστέρια του παγκόσμιου κινηματογράφου στη μικρή μας όαση. Απίστευτο.
Κάθισαν στα σκαμνιά γύρω από το μακρόστενο τραπέζι μπροστά μας. Παρήγγειλαν μπουκάλια, άναψαν πούρα. Σκεφτόμουν τα δίφραγκα που βάζαμε στην άκρη όλη τη βδομάδα για το μοναδικό μας ποτάκι. Τη Μαριάνα την ενοχλούσε το πούρο του Ομάρ Σαρίφ. «Θα έχεις να το λες ότι σε ντούχνωνε ο Σαρίφ», της έλεγα κάνοντας πλάκα. Στο ένα μέτρο από τους διάσημους, παρατηρούσα κινήσεις, εκφράσεις, λεπτομέρειες πάντα με την απορία πως μια ανθρώπινη ύπαρξη ξεφεύγει από τον κλοιό που μας περιορίζει και γίνεται γνωστή σε ένα κοινό παγκόσμιο.
Οι διάσημοι κοσμοπολίτες σταρ και οι ασήμαντοι του λόγου μας, εκείνο το βράδυ θα διασκεδάζαμε όλοι μαζί, περίπου σαν μια παρέα. Δεν το λες και συνηθισμένο.
Το πρόγραμμα ξεκίνησε με καθυστέρηση. Ο “κιθάρα-φυσαρμόνικα” δεν πιστεύει στα μάτια του. Εικοσάρης, να παίζεις για τον Ομάρ Σαρίφ, δεν είναι και λίγο.
Συνεχίζει η Μαρίζα όπως πάντα, “κάτω στης Μαργαρίτας τ’αλωνάκι” χωρίς να θυμάμαι τα υπόλοιπα. Χειροκρότημα, ευχαριστεί και φεύγει. Και μετά, παύση. Δεν ήταν στο πρόγραμμα. Είπαμε μήπως, λόγω περίστασης. Αλλά…
Ο χρόνος περνούσε. Τα φώτα πάνω από την ορχήστρα έσβησαν και πουθενά ο Νιόνιος. Η αδημονία στο πρώτο τραπέζι, έγινε αναστάτωση. Μέχρι που κάλεσαν τον υπεύθυνο — δηλαδή το γκαρσόνι που τους είχε σερβίρει. Και αυτός με τη σειρά του πήγε μέσα. Αναμονή. Οι μισοί σηκώθηκαν και οι άλλοι μισοί μιλούσαν μεταξύ τους. Κάθιδρος ο αγγελιαφόρος, δεν άργησε να φέρει τα νέα.
«Ο κ. Σαββόπουλος δεν θα συνεχίσει τώρα το πρόγραμμα. Πιθανόν αργότερα. Τίποτα δεν είναι σίγουρο».
Το γεγονός ήταν απρόβλεπτο και φανερή η αμηχανία. Ο φίλοι μας δεν “είχαν φάει πόρτα “ ποτέ ξανά, πουθενά αλλού. Ξαφνικά η απόσταση μεταξύ μας μίκρυνε. Η έκφραση και οι χειρονομίες δεν άλλαζαν σε τίποτα από τις δικές μας. Γίναμε, για λίγο ίδιοι. Αυτή η έκφραση απόγνωσης για την απροσδόκητη εξέλιξη, δεν διέφερε από τη δική μας. Η άρνηση και η μη αποδοχή, δεν ήταν στο πρόγραμμα. Η Μαριάνα άρχισε να τους λυπάται.
Τα πούρα έμειναν στα τασάκια αναμμένα, τα μπουκάλια σχεδόν γεμάτα και η παρέα όδευσε προς την έξοδο. Και μετά σιωπή. Το συμβάν στο μικρό μας Κύτταρο έπαιρνε για εμάς παγκόσμια διάσταση.
Για λίγο νομίσαμε, ότι ο Νιόνιος θα κρατήσει τα προσχήματα και πως δεν θα εμφανιστεί. Αλλά όχι. Δεν πέρασε πολύ και βγήκε εκεί, πιο δικός μας από ποτέ. “Να με συγχωρήσετε για την αναστάτωση”, είπε και μπήκε με τις πρώτες νότες του Μπάλλου πιο βαθιά στην ψυχή μας.
27 χρονών τότε, έκανε πράξη αυτά που πίστευε. Δεν έμπαινε στο μέτρο των άλλων. Δεν χειραγωγήθηκε, δεν υποτάχτηκε στη γραμμή. Σωστός ή λάθος δεν ξέρω. Γενναίος όμως, ήταν…
























































