Είναι καλοκαίρι, Ιούλιος μήνας κι έξω έχει αφόρητη ζέστη, ειδικά για ένα γέρικο τσοπανόσκυλο σαν εμένα, με συμπληρωμένα 10 χρόνια ζωής. Κακής ζωής. Σέρνω το ταλαιπωρημένο μου κουφάρι σε ένα στενό του Μαραθώνα, έξω από το σπίτι όπου ζει η οικογένειά μου. Αυτό θεωρώ σπίτι μου, αν και εδώ και χρόνια δεν μου ανοίγουν να μπω μέσα. Αναρωτιέμαι αν είμαι ανεπιθύμητος επειδή έχω καλααζάρ, επειδή με έχει ξεκάνει η ψώρα ή επειδή δεν τους αρέσει το παρουσιαστικό μου και το γεμάτο πληγές κορμί μου.
Δεν έχω ούτε μία τρίχα επάνω μου. Μα κι όταν είχα, όταν ήμουν ο ασπρόμαυρος γίγαντας που με δέος χάζευε όλη η γειτονιά, πάλι δεν είχα τον τρόπο να τραβήξω το ενδιαφέρον τους. Πάντα το ίδιο ανεπιθύμητος ένιωθα κι έτσι έμαθα να τα βγάζω πέρα μόνος μου. Να γυρνάω όλον τον Μαραθώνα για να βρω φαγητό και λίγο νερό και να φεύγω μακριά, στο βουνό, σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι, για να βρω την ηρεμία μου. Να ξεκουραστώ και να ονειρευτώ ότι η επόμενη μέρα θα είναι καλύτερη.
Είναι καλοκαίρι, Ιούλιος μήνας κι οι δυνάμεις μου με έχουν εγκαταλείψει. Ζορίζομαι ακόμα και να περπατήσω, κάνω λίγα μέτρα και πέφτω κάτω. Κάθε λίγο και λιγάκι έρχονται τέσσερις συγκεκριμένοι άνθρωποι και βλέπω το ενδιαφέρον στα μάτια τους.
Αλλά έχω μάθει να φοβάμαι τους ανθρώπους, γιατί πάντα με έδιωχναν μακριά τους. Λένε στον κόσμο να ανοίξει τις πόρτες των αυλών, για να μπω κάποια στιγμή μέσα και να με πιάσουν. Αλλά ούτε αυτό δεν θέλουν να κάνουν, με σιχαίνονται. Εδώ και μέρες μου βάζουν φαγητό στο σπίτι που ξεκουράζομαι και κάθονται και με κοιτούν για ώρες. Δεν τους έχω εμπιστοσύνη. Πάντα τους κοιτώ με την άκρη του ματιού μου και φεύγω όταν πλησιάζουν.
Είναι Ιούλιος μήνας. Είκοσι μέρες με πολιορκούν και ξεφεύγω.
Περπατώ και τώρα μακριά τους, αλλά δεν αντέχω άλλο. Καταρρέω, παραδίνομαι. Μου περνούν μια θηλιά στον λαιμό και το επόμενο που θυμάμαι είναι γιατροί να παλεύουν με τις πληγές στα φαγωμένα από μύγες αυτιά μου. Με φροντίζουν, αλλά φοβάμαι.
Εδώ και μέρες ξυπνάω στην αγκαλιά της Νίνας. Έρχεται συχνά και με βλέπει κι ο Μάκης, τον θυμάμαι, στεκόταν με τις ώρες για να με πιάσει σε αυτό το εγκαταλελειμμένο σπίτι στον Μαραθώνα. Ήμουν έξυπνος, λέει και του ξέφευγα συνέχεια. Περήφανος ήμουν και μοναχικός, απλώς δεν με άντεχαν άλλο τα πόδια μου. Δεν σας εμπιστεύομαι κι ας βλέπω καλοσύνη στα μάτια σας. Έτσι έχω μάθει.
Είναι Σεπτέμβριος μήνας, δύο χρόνια μετά. Είμαι 12, πολύ γέρος για τσοπανόσκυλο, αλλά πολύ πιο νέος από όσο με θυμάστε. Ζω σε ένα κτήμα στον Μαραθώνα με άλλα πέντε σκυλιά.
Σπάνια κουνάω την ουρά μου, αλλά είμαι ευτυχισμένος. Τελείωσαν τα βάσανά μου. Ζούσα ελεύθερος και υπέφερα. Τώρα ζω σε μια περίφραξη και νιώθω λυτρωμένος. Ασφάλεια και φροντίδα, αυτά χρειαζόμουν και το χάδι της Νίνας. Σε αυτή παραδίνομαι. Έκανα μια φίλη κι ας μην εμπιστεύομαι τους ανθρώπους.
Είμαι ο Σπίθας. Πέρασα δύσκολα, όμως γερνάω χαρούμενος. Είμαι ένας από τους χιλιάδες που γυρνούν ελεύθεροι αλλά λυπημένοι, πεινασμένοι και ταυτόχρονα χορτάτοι από τα «ξουτ» σας. Σας διηγήθηκα την ιστορία μου για να σας πω ότι δεν με ένοιαζε που με διώχνατε από το σπίτι, τις αυλές και τα καφενεία σας. Με τσάκιζε που δεν καταλαβαίνατε πόση αγάπη είχα να σας δώσω.