Γράφει η Μάτα Χάρι
Σε μια μικρή πόλη ζούσε ένα όμορφο κοριτσάκι. Οι γονείς της την λάτρευαν και φρόντιζαν να μην της λείπει τίποτα. Η μικρούλα απολάμβανε τη ζωή και χαιρόταν μέσα στα παιχνίδια και τα βιβλία της. Ήταν πρόσχαρη, γλυκιά και συμπεριφερόταν σε όλους με αξιοθαύμαστη ευγένεια.
Μεγάλωνε τρυφερά και μέρα με τη μέρα κατάφερνε να είναι το καμάρι, όχι μόνο των γονιών της που ήταν φυσικό, αλλά και όλης της μικρής κοινότητας. Με έναν μαγικό τρόπο και μια αγγελική συμπεριφορά κέρδιζε τον καθένα.
Όταν έγινε 18 χρόνων με θάρρος και περισσή δίψα για αναζήτηση και εξερεύνηση του ιδανικού μέλλοντος -της ζωής που είχε μπροστά της-, άρχισε σαν αρπαχτικό το ταξίδι των εμπειριών και της μάθησης. Αυτό το ταξίδι που όλοι ονειρευόμαστε να μας φτάσει σε έναν κόσμο παραμυθένιο, γαλήνιο, γεμάτο καλόψυχους πολίτες και απολαυστικές ελευθερίες.
Ο χάρτης της διαδρομής αυτού του ταξιδιού φτιάχτηκε με βάση τις κρυφές επιθυμίες και τα πολυπόθητα όνειρά της. Πυξίδα της το πάθος της. Οδηγός ταξιδιώτης που στην κούρσα της δεν αρνήθηκε κανένα ωτοστόπ. Απομακρυσμένη από τη βάση της θαλπωρής της, με λαχτάρα και ανυπομονησία, πατούσε έντονα το γκάζι για τον απέραντο προορισμό.
Σε μια πράσινη πλαγιά ενός βουνού που αντίκριζε ολοκάθαρα τη θάλασσα και τον ουρανό, αποφάσισε να κάνει μία στάση. Μία στάση μ’ έναν τυχαίο συνταξιδιώτη, μία στάση που δε θα ήταν προσωρινή.
Στην αρχή περνούσε υπέροχα. Ευχαριστιόταν την κάθε στιγμή και ανάσαινε τον καθαρό αέρα ευτυχίας. Και οι μέρες κυλούσαν ήρεμα… Το ταξίδι έφτανε στον προορισμό, ο χάρτης πια πετάχτηκε και οδηγός έγινε ο συνταξιδιώτης.
Ένα πρωινό ξύπνησε και είδε με λύπη πως ο σύντροφος των χαρούμενων στιγμών έκλεψε την πυξίδα της. Έφυγε με το αμάξι της…
Τα χρόνια πέρασαν…
Βράδυ χτύπησε την πόρτα στο πατρικό της. Η μητέρα της άνοιξε και την έσφιξε στην αγκαλιά της. Κλαίγοντας τη ρώτησε:
– Παιδί μου, πού χάθηκες;
– Στα όνειρά μου μητέρα και ξεχάστηκα. Έκανα πολλά ωτοστόπ και γύρισα στον προορισμό μου, αλλά είμαι κουρασμένη.
Το κοριτσάκι έπεσε για ύπνο. Δεν ξαναέφυγε ποτέ από τη μικρή πόλη. Το αγγελικό χαμόγελο επέστρεψε. Καλοσυνάτα συνεχίζει να κερδίζει τον καθένα και αν την πετύχεις κάπου εκεί που τριγυρνάς, θα σου πει ευγενικά πως έζησε καλά, αλλά ήθελε καλύτερα.


























































