Πώς δύο άνθρωποι πάντρεψαν τα όνειρά τους και έφτιαξαν στην Παραλία Μαραθώνα το εστιατόριο που θύμιζε κινηματογραφικό μουσείο
Του Κώστα Ζοργιού
Από τους 100 ανθρώπους που θα ερωτηθούν «ποιο είναι το μεγαλύτερο απωθημένο σου στη ζωή», η συντριπτική πλειοψηφία θα απαντήσει «ότι δεν έκανα το απωθημένο μου πραγματικότητα». Οι υπόλοιποι, οι λίγοι, είναι αυτοί που κυνήγησαν το όνειρό τους και χρόνια μετά μπορούν να διηγηθούν τις στιγμές και τις εμπειρίες τους κρατώντας μόνο τα καλά, γιατί στη μεγάλη εικόνα, αυτά είναι που πραγματικά έχουν σημασία.
Εκείνος
Εκείνος, γέννημα θρέμμα Μαραθωνίτης. Ορφανός από πατέρα από τα 13 του, έβαλε στόχο να μην επιτρέψει ποτέ στον εαυτό του να στερηθεί κάτι. Έκανε το πάθος του δουλειά, διεκδίκησε την επαγγελματική επιτυχία και έφτασε να ασχοληθεί με τα κοινά, να γίνει μια μέρα δήμαρχος και σήμερα να απολαμβάνει τους κόπους μιας ζωής.
Μετά τις σπουδές Οικονομικών, άνοιξε με τον συνεταίρο του μια επιχείρηση που προμήθευε κινηματογράφους, θέατρα και συναυλιακούς χώρους με εξοπλισμό ήχου και εικόνας και ανάλογα με την τεχνολογική περίοδο της εποχής, έφερνε από το εξωτερικό από… ντισκομπάλες μέχρι τα πιο σύγχρονα μηχανήματα.
Το 1974, πιο πολύ από επιθυμία να κυνηγήσει το πάθος του και λιγότερο για να βγάλει χρήματα, άνοιξε τον θερινό κινηματογράφο «Τύμβος». Ήταν άλλωστε η εποχή που είχε κλείσει το μοναδικό σινεμά της περιοχής, η Χρυσάνθη, η βιομηχανία πήγαινε από το κακό στο χειρότερο και όλοι τού έλεγαν «πού πας και μπλέκεις». Και οι δύο επιχειρήσεις του λειτουργούν μέχρι σήμερα…
Εκείνη
Εκείνη Εξαρχειώτισσα, με πατρικό στη λεωφόρο Αλεξάνδρας και παιδικές μνήμες από το κέντρο της Αθήνας, αλλά και τον Μαραθώνα, στον οποίο άρχισε να έρχεται με τους γονείς της από 10 ετών. Αρχικά σε ένα διαμέρισμα με ενοίκιο πάνω από τον «Ψαρά» και εν συνεχεία, στις αρχές της δεκαετίας του ‘70, στο δικό τους σπίτι.
Μέχρι τα 21 της, οι χειμώνες της ήταν αυστηρά στην πόλη και τα καλοκαίρια της στον Μαραθώνα, που τότε είχε ελάχιστα σπίτια, χωμάτινους δρόμους, μαγαζιά με χαλίκι και μπόλικους παραθεριστές του Σαββατοκύριακου να τον επισκέπτονται για τις λιγοστές, αλλά καλές του ταβέρνες.
Η γνωριμία, οι εμπειρίες και το πάντρεμα δύο ονείρων
Η γνωριμία του Σπύρου και της Κωνσταντίνας Ζαγάρη έγινε το 1978 και όπως αποδείχθηκε ήταν καθοριστική για μια σημαντική περίοδο της βραδινής ζωής στην Παραλία Μαραθώνα. Μάζεψαν εμπειρίες με πολλά ταξίδια στο εξωτερικό, έκαναν οικογένεια με τέσσερα παιδιά, δούλεψαν εκείνος στο σινεμά και την επιχείρησή του κι εκείνη ως τραπεζοϋπάλληλος και γραμματέας σε εισαγωγική εταιρεία και έφτασε η στιγμή που αποφάσισαν να παντρέψουν τα όνειρά τους.

Το πάθος του να φτιάξει ένα κινηματογραφικό μουσείο με αντικείμενα που είχε συλλέξει σε διάφορα ταξίδια του, και το πάθος της να στήσει ένα εστιατόριο για να μαγειρεύει στον κόσμο, να τον φροντίζει και να τον βλέπει να φεύγει χαρούμενος.
Είναι αρχές Οκτωβρίου του 1996 και η «Κλακέτα» κάνει τα εγκαίνιά της, εκεί που σήμερα στέκεται η πιτσαρία «Τσάκαλος», κόντρα στις φοβίες φίλων και γνωστών που τους χαρακτήριζαν τρελούς. «Είναι απίθανο να πιάσει τέτοιο μαγαζί στην Παραλία Μαραθώνα», άκουγαν συνεχώς.
Η διακόσμηση ήταν πολύ πρωτοποριακή για την εποχή, διαφορετική από αυτή στα «συμβατικά» εστιατόρια και από μόνη της ικανή να φτιάξει ατμόσφαιρα. Σε έναν χώρο όπου κυριαρχούσε το ξύλο, συναντούσες εκθέματα που σε γύριζαν σε άλλη εποχή.
Μηχανήματα που πήρε ο Ζαγάρης από τα στούντιο των Καραγιάννη – Καρατζόπουλου όταν διαλύθηκαν, τρίποδα που χρησιμοποιούσαν οι πλανόδιοι κινηματογραφιστές, μία σπάνια κινηματογραφική μηχανή προβολής που είχε αγοράσει από παζάρι στο Λονδίνο και ανήκε στο κρουαζιερόπλοιο Queen Elizabeth, κορνίζες με εξώφυλλα ταινιών και φωτογραφίες από θρυλικές σκηνές με θρυλικούς ηθοποιούς.
Και βέβαια η κλακέτα, που αγοράστηκε από τη Φίνος Φιλμ και ήταν η πηγή έμπνευσης για να «βαπτιστεί» το εστιατόριο, στο μπαρ του οποίου λειτουργούσε μόνιμη έκθεση ζωγραφικής με πίνακες από τη συλλογή του Μιχάλη Γκιόκα (ιδρυτή του Πολιτιστικού κέντρου Καλεντζίου) ενώ γίνονταν περιοδικές εκθέσεις μεγάλων καλλιτεχνών (Παύλος Μοσχίδης, Henk Van Boekel, Αθηνά Λατινοπούλου).

Αριστοκρατία και απλότητα
Πριν καν φτάσουν τα πρώτα Χριστούγεννα, η Κλακέτα είχε γίνει γνωστή από στόμα σε στόμα, πολύ απλά γιατί ήταν ένα από τα λίγα μέρη στην ευρύτερη περιοχή που μπορούσες να φας καλά, περιτριγυρισμένος από σερβιτόρους με παπιγιόν και καθισμένος σε τραπέζι με διπλά μαχαιροπίρουνα, χωρίς όμως να χρυσοπληρώσεις τις παροχές.
Ήταν το μέρος που έτρωγες αριστοκρατικά αλλά και λιτά ταυτόχρονα, όπου μπορούσες να δοκιμάσεις μοσχάρι μπουργκινιόν (το γνωστό πιάτο… «Μερικοί το προτιμούν καυτό») ή να ψήσεις ο ίδιος το κρέας σου σε Charbonnade, μια συσκευή με κάρβουνα που βρισκόταν δίπλα σε κάθε τραπέζι.
Τον δεύτερο χρόνο λειτουργίας προστέθηκε η ζωντανή μουσική, με τον πιανίστα Γιώργο Καλκάνη να καταφέρνει να φτιάχνει βραδιές με ποιοτικούς ήχους αλλά παράλληλα και πολύ κέφι και το μαγαζί να γίνεται σταδιακά γνωστό και εκτός Μαραθώνα και Νέας Μάκρης.
Η αντίθεση; Μεγάλη. Σε μια περίοδο της ιστορίας που η Παραλία Μαραθώνα βρισκόταν στα χειρότερά της, μια και κυριαρχούσε παντού η λάσπη από τα αντιπλημμυρικά έργα της Ραπεντώσας (και στη συνέχεια από τα έργα που ακολούθησαν με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες), κόσμος ερχόταν από διάφορα σημεία της Αττικής και οι πιο… καπάτσοι έκαναν διάφορα τρικ για να βρουν τραπέζι στα ρεβεγιόν, παριστάνοντας ακόμα και δημάρχους άλλων περιοχών. Σε ένα μαγαζί που υπήρχε θέση για όλους. Από τους εκλεκτούς φίλους και τους συγχωριανούς, μέχρι πολιτικούς πρώτης γραμμής.
Οι «Μεγάλες Προσδοκίες» κι «η διαδρομή που φαίνεται μικρότερη»
Σε μια Κλακέτα φιλοξενούνταν όλος ο κατάλογος και τα φαγητά είχαν ονόματα από μεγάλες επιτυχίες του παγκόσμιου κινηματογράφου. Αν ζητούσες «Τιτανικό», σου σέρβιραν μακαρονάδα με θαλασσινά κι αν επέλεγες τις «Μεγάλες Προσδοκίες», στο τραπέζι σου ερχόταν ένα ψαρονέφρι γεμιστό με δαμάσκηνα, το οποίο συνόδευες με κρασιά από διάφορα μέρη του κόσμου.
Αν και η αλήθεια είναι ότι πολλοί επέλεγαν σαμπάνια, σε τέτοιο βαθμό που ο προμηθευτής έλεγε στην Κωνσταντίνα Ζαγάρη ότι κάνει μεγαλύτερη κατανάλωση και από μαγαζιά στο Κολωνάκι…
Ένα μεγάλο αφιέρωμα που έκανε το Αθηνόραμα και η παραδοχή στο άρθρο ότι «όταν επιστρέφεις στην Αθήνα, η διαδρομή σού φαίνεται πιο μικρή», άνοιξαν ακόμα περισσότερο τους ορίζοντες της Κλακέτας που για χρόνια ζούσε μαγικούς χειμώνες στον ζεστό ξύλινο και ατμοσφαιρικό εσωτερικό χώρο και ήρεμα καλοκαίρια, στα λιγοστά τραπεζάκια της αυλής.
Παραδίπλα, εκεί που σήμερα βρίσκεται το φαρμακείο, άνοιξε το 2000 και η δεύτερη Κλακέτα, μια all day καφετέρια που έγινε στέκι για τους γονείς λόγω της παιδικής χαράς και για τους ποδοσφαιρόφιλους, που έφτασαν να κάθονται μέχρι και στο πάτωμα στα σημαντικά παιχνίδια.

Το μυστικό
Το τέλος εποχής για το εστιατόριο ήρθε το 2006, όχι λόγω φθοράς και παρακμής. Ήταν η εποχή που ο Σπύρος Ζαγάρης διεκδίκησε τη δημαρχία, κέρδισε και η οικογένεια αποφάσισε να συρρικνώσει τις επαγγελματικές της υποχρεώσεις.
«Είχαμε αρχίσει να γινόμαστε στόχος των πολιτικών αντιπάλων και ήταν ψυχοφθόρο να νιώθεις ότι συνεχώς σε κυνηγούν για να σε πλήξουν. Η Κλακέτα χαρίστηκε, αλλά δεν είχε τη συνέχεια που της άρμοζε και έκλεισε οριστικά το 2010, με τα περισσότερα από τα εκθέματα και μηχανήματα τελικά να χάνονται», όπως λέει στη MP η κα Ζαγάρη.
Σύμφωνα με τη δική της εκδοχή «η Κλακέτα άφησε εποχή, γιατί ήταν ένα εστιατόριο πρωτοποριακό για την εποχή του και την περιοχή. Αλλά κυρίως, επειδή χτίσαμε πολύ πάνω στις προσωπικές σχέσεις με τον κόσμο. Ήξερα πράγματα για όλους τους πελάτες, γνώριζα τις συνήθειές τους και τι τους ευχαριστούσε, τους εκτιμούσα και με εκτιμούσαν. Μου άρεσε να τους φροντίζω και τους άρεσε να νιώθουν σαν καλεσμένοι μου».