Ηταν λες και κάποιος είχε σβήσει όλα τα φώτα σε ένα κλειστό δωμάτιο. Δεν μπορούσε να δει στο ένα μέτρο, άκουγε μόνο τα ουρλιαχτά ολόγυρα. Η Περσεφόνη Ζυγομαλά, 22 ετών τότε, σκέφτηκε ότι η θάλασσα ήταν η μόνη διέξοδος για να γλιτώσει μαζί με τη γιαγιά της από τις φλόγες και τον καπνό. «Πήρα την ευθύνη μιας ζωής», λέει, πάνω από έξι χρόνια μετά την πολύνεκρη πυρκαγιά στο Μάτι. «Νιώθω ακόμη τύψεις, δεν τις έχω αποβάλει τελείως».

Ηταν οικογενειακή συνήθεια να παραθερίζουν τα καλοκαίρια κοντά στην Αργυρά Ακτή, σε ένα σπιτάκι που τους παραχωρούσε ένας φίλος της μητέρας της. Θυμάται ότι εκεί έκανε τις καλύτερες διακοπές. Μιλάει για ένα μπαράκι, το Ria, όπου σύχναζε με τις παρέες της, για τα μπάνια στη θάλασσα και τις βραδιές που τους έπαιρνε ο ύπνος στην παραλία. Η 23η Ιουλίου 2018 τη βρήκε στον ίδιο τόπο, μαζί με τους γονείς και την 93χρονη γιαγιά της, Ελένη Σιδέρη.

«Τρέχαμε…»

Κανένας αρμόδιος φορέας δεν τους προειδοποίησε εκείνο το απόγευμα για τη φωτιά. Η ίδια αντιλήφθηκε τον κίνδυνο μόνο όταν οι φλόγες έφθασαν στα 30 μέτρα από το μπαλκόνι τους, ψηλές σαν μια πολυκατοικία, όπως περιγράφει. «Τρέχαμε και έτρεχε η φωτιά από πίσω», λέει. Ενστικτωδώς κινήθηκαν όλοι προς τη θάλασσα, αλλά στον πανικό χωρίστηκαν οι δρόμοι με τους γονείς της.

«Αποφάσισα ότι θα σώσω τη γιαγιά μου, αλλά βρεθήκαμε στα άπατα χωρίς να το καταλάβω. Δεν έμπαινε πολλά χρόνια μέσα στη θάλασσα, ήταν μεγάλη, φοβόταν μήπως πάθει κάτι η καρδιά της. Ηταν οριζόντια και ήμουν κάθετα, την κρατούσα σαν ένα μωρό. Προσπαθούσα να κολυμπήσω και ήταν λες και είχα πάρει το παιδί μου να το σώσω. Της είπα να μη με σφίγγει και χαλάρωσε τα χέρια της. Ισως κατάλαβε ότι αν με έσφιγγε θα πέθαινα και εγώ. Δεν ξέρω πώς επέζησε τόσος κόσμος στην παραλία.

Δεν μπορούσα να διανοηθώ να είμαι εκεί, ήταν ασφυκτικά», θυμάται. «Μάλλον η γιαγιά μου είχε ζαλιστεί από τον καπνό και μου έλεγε “πάμε τώρα έξω, τελείωσε η φωτιά”. Ωσπου ξαφνικά σταμάτησε να μιλάει. Πέθανε πολύ γρήγορα».

Τότε τους πλησίασαν δύο νέοι που άκουσαν τις κραυγές της για βοήθεια, την προέτρεψαν, όπως περιγράφει, να αφήσει τη γιαγιά της για να μπορέσει να σωθεί η ίδια. Της είπαν ακόμη να μην κλαίει, για να μη δαπανά την ενέργειά της. Δεν γνώριζαν πόσο θα έμεναν εκεί, αβοήθητοι. «Την άφησα να βουλιάξει. Δεν μπορούσα να σκεφτώ ποιο ήταν το σωστό και ποιο το λάθος εκείνη τη στιγμή. Το έκανα. Είχα τύψεις από το πρώτο δευτερόλεπτο και πήγα μαζί τους», λέει.

Βαρύ φορτίο

Συναντάμε την Περσεφόνη Ζυγομαλά λίγες ώρες μετά την πρώτη ημέρα αγόρευσης της εισαγγελέως στο Εφετείο Αθηνών για την υπόθεση της φονικής πυρκαγιάς στην Ανατολική Αττική. Στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο η επιζήσασα δεν ήταν σε θέση να καταθέσει. Ολα ήταν ακόμη τόσο νωπά, ένιωθε πολύ σοκαρισμένη. Επειτα το μετάνιωσε. Μέσω των δικηγόρων της πολιτικής αγωγής ζήτησε να συμπεριληφθεί στους μάρτυρες στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αλλά τελικά το αίτημά της, όπως και αρκετών ακόμη, δεν έγινε δεκτό.

Πρόσφατα δημοσίευσε το τραυματικό βίωμά της στο Facebook, σε μια προσπάθεια να στρέψει ξανά τα φώτα της δημοσιότητας στη δίκη, η οποία βαίνει προς το τέλος της, και να καλέσει κόσμο στο εφετείο για συμπαράσταση. Της πήρε τρεις ημέρες για να συντάξει το κείμενο, γιατί κάθε τόσο, όπως λέει, την έπιαναν τα κλάματα. Ηταν σαν να βιώνει για μία ακόμη φορά το τραύμα. Η ανάρτησή της διαδόθηκε ευρέως. Η ίδια δεν περίμενε ότι θα λάμβανε τόσο πολλά σχόλια υποστήριξης.

Θυμάται ακόμη τις πρώτες αντιδράσεις ανθρώπων που μάθαιναν τι της είχε συμβεί. Συχνά ήταν αδιάκριτες, σκληρές και άγαρμπες. «Καλά, ρε παιδί μου, και εσύ γιατί πήρες τη γιαγιά μέσα στη θάλασσα;» της είχε πει μία γυναίκα που είχε γλιτώσει και εκείνη από το Μάτι. Η ίδια αποδίδει πλέον αυτές τις προσεγγίσεις στην άγνοια. Ο κόσμος, λέει, δεν μπορεί να κατανοήσει τι σημαίνει αυτό που πέρασε, δεν ξέρει πώς να προσεγγίζει τον άλλον χωρίς να τον επανατραυματίζει. «Το βλέπω τώρα και με τα Τέμπη και σκέφτομαι πώς τους ρωτούν κάποια πράγματα», επισημαίνει.

Την ημέρα της πυρκαγιάς, όσο πάλευε με τα κύματα μετά τον θάνατο της γιαγιάς της, βρήκε στη θάλασσα μια άλλη γυναίκα με την κόρη της. Κρατούσε κοντά της τη σορό του συζύγου της. «Ηταν νεκρός, μπρούμυτα. Της είπα μήπως πρέπει να τον αφήσουν για να έχουν ενέργεια. Μου απάντησε κοφτά “όχι”. Ενιωσα άσχημα· πώς είχα αφήσει πριν τη γιαγιά μου;» λέει. Ολα αυτά τα χρόνια εξιστορούσε τα γεγονότα σε ανθρώπους που γνώριζε, προσπαθούσε να μην το κρατάει μέσα της, αλλά πρώτη φορά το έκανε τόσο δημόσια με αυτή την ανάρτηση στο Διαδίκτυο.

«Δεν θα συνέκρινα για κανένα λόγο το Μάτι με τα Τέμπη. Μόνο όσοι το έχουν ζήσει δεν τα συγκρίνουν. Γιατί μπορείς να καταλάβεις ότι είσαι μόνος, αβοήθητος».

«Μου λένε ότι δεν φταίω», τονίζει στην «Κ». «Δεν μπορείς να φορτώσεις έναν άνθρωπο στα 22 του με μια τέτοια ευθύνη και ενοχή. Δεν πρέπει να είναι υπεύθυνος για τον θάνατο του γονιού του, γιατί ήταν σαν γονιός μου η γιαγιά μου. Ούτε περίμενα ότι θα πεθάνει έτσι, αλλά στο σπίτι, από φυσικά αίτια. Ηταν πολύ ζωντανός άνθρωπος».

«Φοβάμαι τη σκιά μου»

Πέρα από τις συνθήκες εκείνης της ημέρας, η μαρτυρία της φωτίζει τον συχνά μοναχικό και δύσβατο δρόμο της διαχείρισης του ψυχικού τραύματος έπειτα από μια μαζική καταστροφή. «Τον πρώτο καιρό φοβόμουν τη σκιά μου. Ενιωθα ότι θα ξαναγίνει. Φοβάμαι ακόμη το σκοτάδι, τους έντονους κρότους, να πάω στη θάλασσα», λέει. «Είμαι 28 ετών, είμαι μάνα, και το παιδί μου, που είναι πέντε χρόνων, κολυμπάει και δεν μπορώ να το ακολουθήσω στα βαθιά».

Τρεις ημέρες μετά την πυρκαγιά έκανε μία συνεδρία με ειδική ψυχολόγο για το μετατραυματικό στρες, μαζί με μία ακόμη νεαρή που είχε επιζήσει από τη φωτιά κολυμπώντας μόνη της στη θάλασσα. Επειτα συνέχισε με άλλον ειδικό ψυχικής υγείας, τον οποίο έβλεπε και πριν από την καταστροφή και είχε προθυμοποιηθεί να τη δέχεται δωρεάν. Κάποια στιγμή, όμως, χάθηκε ένα ραντεβού. Εκείνη ένιωσε ενοχές να τον καλέσει ξανά και δεν συνέχισαν. Δεν υπήρχε, όπως περιγράφει, μια οργανωμένη μακροχρόνια μέριμνα για ανθρώπους που βρίσκονταν στη δική της θέση.

Ο πατέρας της είχε γλιτώσει από τη φωτιά αλλά ήταν άρρωστος με καρκίνο τελικού σταδίου. Πέθανε λίγους μήνες μετά. Ως οικογένεια δεν είχαν χρόνο να διαχειριστούν ό,τι είχε συμβεί στο Μάτι γιατί έπρεπε να αντιμετωπίσουν και αυτό το πένθος. Αφού γέννησε, η Περσεφόνη Ζυγομαλά έλαβε ψυχολογική υποστήριξη από τη μη κερδοσκοπική οργάνωση «Φαιναρέτη», η οποία συνδράμει ψυχικά εγκύους και νέες μητέρες. Είχε δέκα δωρεάν συνεδρίες εκεί, αλλά την παρακολούθησαν παραπάνω, σχεδόν επί ενάμιση χρόνο, γιατί το είχε ανάγκη.

Η διάσωση

Δεν θυμάται πόσες ακριβώς ώρες πέρασε μαζί με άλλους πυροπαθείς αβοήθητη στη θάλασσα. Θεωρούσε ότι οι γονείς της είχαν πεθάνει στη φωτιά, σκεφτόταν τις δύο αδελφές της που δεν βρίσκονταν εκείνη την ημέρα στο Μάτι, περίμενε από στιγμή σε στιγμή να την προδώσουν οι δυνάμεις της και να χαθεί και εκείνη στον βυθό. Είχε νυχτώσει όταν τους περισυνέλεξε ένα καΐκι με Αιγύπτιους ψαράδες. Στην αρχή δεν το πίστευε. Δεν περίμενε ότι κάποιος θα ερχόταν τελικά να τους βοηθήσει.

Φθάνοντας μετά στο λιμάνι της Ραφήνας, μόλις αντίκρισε τους λιμενικούς που τους περίμεναν θυμάται να φωνάζει. Τους ρωτούσε πού βρίσκονταν επί τόσες ώρες. «Πώς μαλώνεις τον γονιό σου όταν είσαι μικρό παιδάκι και σε έχει αφήσει μόνο σου, κάπως έτσι ήταν», λέει.

«Δικαίωση για εμένα θα είναι ο κόσμος να καταλάβει ότι το Μάτι, η Μάνδρα, η Πύλος, τα Τέμπη, έχουν το ίδιο αποτέλεσμα: ανθρώπους νεκρούς, χωρίς λόγο»

Στα χρόνια που κύλησαν, όμως, είχε να διαχειριστεί και άλλα ζητήματα. Τονίζει ότι κατηγορούσαν τους επιζήσαντες πως είναι συνυπεύθυνοι για την καταστροφή. «Είμαι εξοργισμένη που ο κόσμος είτε το ξέχασε είτε το συνέδεσε με τα αυθαίρετα, ενώ δεν ισχύει. Στους πιο πολλούς το μετατραυματικό στρες δημιουργήθηκε από την κοινωνική σφαλιάρα», λέει.

Πιο πρόσφατα άλλοι πολίτες, όπως παρατηρεί η ίδια, συγκρίνουν μαζικές καταστροφές μεταξύ τους, όπως το Μάτι με τα Τέμπη. «Ολα αυτά είναι κομματικές διαμάχες. Δεν θα τα συνέκρινα για κανένα λόγο. Μόνο όσοι το έχουν ζήσει δεν τα συγκρίνουν. Γιατί μπορείς να καταλάβεις ότι είσαι μόνος, αβοήθητος», τονίζει η Περσεφόνη Ζυγομαλά. «Δικαίωση για εμένα θα είναι ο κόσμος να καταλάβει ότι το Μάτι, η Μάνδρα, η Πύλος, τα Τέμπη, έχουν το ίδιο αποτέλεσμα: ανθρώπους νεκρούς, χωρίς λόγο».

«Στου βίου τη δύση»

Η 28χρονη σπούδασε Γλυπτική στη Σχολή Καλών Τεχνών και, όπως εξηγεί, η τέχνη τής πρόσφερε μια σημαντική διέξοδο. Στη διπλωματική εργασία της, η οποία ολοκληρώθηκε λίγο καιρό πριν από το σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών, ήθελε να εντάξει το βίωμά της. Εφτιαξε μια εγκατάσταση με ένα ξύλινο γλυπτό που παρέπεμπε σε καμένη θάλασσα, ενώ ακουγόταν στον χώρο ένα ηχητικό με τη φωνή της γιαγιάς της να τραγουδάει το «Αδικα πήγαν τα νιάτα μου», του Αττίκ. «Είχε πολύ ωραία φωνή η γιαγιά μου, έκανε μαθήματα φωνητικής», τονίζει.

«Δέξου λοιπόν στη ζωή μου τη στερνή/ Να σ’ αγαπώ σαν εγγονή», λένε οι στίχοι του τραγουδιού σε μια στροφή. «Αδικα πήγαν τα νιάτα μου/ Κι είναι τα χρόνια φευγάτα μου/ Αφού δε σ’ είχα γνωρίσει/ Παρά στου βίου τη δύση».

Πηγή: Καθημερινή

Προηγούμενο άρθροΠατέρας ενός 12χρονου ο ταξιτζής που σκοτώθηκε στη Θηβών
Επόμενο άρθρο«Έπινα κι έλεγα ότι θέλω να φτάσω στον πάτο» – Ο Ντέμης για τη μάχη του με την κατάθλιψη