Γράφει ο Σπύρος Παππάς (Εκπαιδευτικός)

Το συνταξιοδοτικό σύστημα βρίσκεται σε κρίση, μια πραγματικότητα που αγνοούμε, με κίνδυνο για το μέλλον μας. Η Ευρώπη και ειδικά η Ελλάδα, καλούνται να στηρίξουν το σύστημα, όμως οι ισορροπίες καταρρέουν. Ο αριθμός των εργαζομένων μειώνεται, οι συνταξιούχοι αυξάνονται και το προσδόκιμο ζωής μεγαλώνει. Η πίεση έχει φτάσει στα όριά της και η αδράνεια εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους.

Η ανησυχία μας ενισχύεται από τα τελευταία δημογραφικά δεδομένα. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat για το 2024, η αναλογία ηλικιωμένων προς ενεργό πληθυσμό στην ΕΕ θα αυξηθεί σημαντικά έως το 2050. Σήμερα, αντιστοιχούν περίπου τρεις εργαζόμενοι σε κάθε ηλικιωμένο, σύντομα όμως, θα υπάρχει ένας συνταξιούχος για κάθε δύο εργαζόμενους.

Τα δεδομένα δείχνουν πως βρισκόμαστε σε κρίσιμο σημείο. Ο ΟΟΣΑ αναφέρει ότι στην Ελλάδα το προσδόκιμο ζωής ξεπερνά τα 83 έτη, ενώ ο αριθμός εργαζομένων ανά συνταξιούχο έχει πέσει στο 1,7 προς 1, πολύ χαμηλότερα από το βιώσιμο επίπεδο των 2,5 προς 1. Μπροστά σε αυτά τα νούμερα, τίθεται το ερώτημα: μπορεί το σύστημα να αντέξει χωρίς ριζικές αλλαγές;

Πέρα από τις αριθμητικές και δημογραφικές πιέσεις, η στασιμότητα στο συνταξιοδοτικό έχει σοβαρές κοινωνικές συνέπειες. Επιτείνει τη φτώχεια των ηλικιωμένων και εντείνει την κοινωνική ανισότητα. Οι πιο ευάλωτοι αντιμετωπίζουν μειώσεις εισοδημάτων, ενώ οι νεότερες γενιές βρίσκονται αντιμέτωπες με ένα αβέβαιο μέλλον χωρίς επαρκή κοινωνική προστασία. Μια 35χρονη μητέρα με ασταθή εργασία ίσως χρειαστεί να εργάζεται έως τα 70, για μια σύνταξη που μετά βίας θα καλύπτει τα βασικά, αν φυσικά υπάρχει ακόμα το σύστημα. Αν δεν υπάρξουν δίκαιες μεταρρυθμίσεις, η κοινωνική συνοχή απειλείται άμεσα.

Το ζήτημα δεν είναι μόνο οικονομικό αλλά και βαθιά πολιτικό. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, το συνταξιοδοτικό έχει καταστεί ακανθώδες θέμα. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, οι προτάσεις αύξησης της ηλικίας συνταξιοδότησης το 2023 προκάλεσαν μαζικές διαδηλώσεις και κοινωνικές αναταραχές, οδηγώντας στην αναβολή των μεταρρυθμίσεων έως τις εκλογές του 2027.

Στην Ελλάδα, παρά την αναθεώρηση των ορίων ηλικίας βάσει προσδόκιμου ζωής, η κυβέρνηση διατηρεί τα υφιστάμενα όρια μέχρι το 2030, επιλέγοντας να αποφύγει αναταράξεις ενόψει των επερχόμενων εθνικών εκλογών. Αυτή η στάση αντανακλά την ευαισθησία και την επιφυλακτικότητα που επικρατούν στο πολιτικό σκηνικό.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, οι προτάσεις για μεταρρυθμίσεις περιλαμβάνουν αύξηση ορίου ηλικίας, προσαρμογή εισφορών και παροχών, εξομοίωση δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, ενίσχυση ιδιωτικής ασφάλισης και προώθηση της απασχόλησης των ηλικιωμένων. Την ίδια στιγμή, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξετάζει αυστηρά μέτρα για τις χώρες που δεν υλοποιούν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό σύστημα, με απειλή παρακράτησης πόρων.

Η πίεση αυτή από τις Βρυξέλλες υπογραμμίζει πως η Ευρώπη δεν μπορεί πλέον να χρηματοδοτεί συστήματα που θεωρούνται μη βιώσιμα, ωθώντας τις κυβερνήσεις σε δράση, έστω και υπό πολιτική πίεση. Ωστόσο, τέτοιες αλλαγές συχνά συναντούν έντονες κοινωνικές αντιδράσεις, καθώς μπορεί να μειώσουν παροχές ή να μεταθέσουν τη συνταξιοδότηση.

Υπάρχουν όμως και θετικά παραδείγματα στην Ευρώπη. Η Σουηδία και η Γερμανία προχώρησαν σε σταδιακές μεταρρυθμίσεις που συνδυάζουν οικονομική βιωσιμότητα με κοινωνική αποδοχή.

Η Ευρώπη έχει κατανοήσει πλέον ότι το σημερινό συνταξιοδοτικό μοντέλο δεν αντέχει χωρίς αλλαγές. Ωστόσο, ο φόβος για το πολιτικό κόστος και τις κοινωνικές αντιδράσεις κρατούν τις κυβερνήσεις δέσμιες στην καθυστέρηση.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, αναδύεται το κρίσιμο ερώτημα: μπορούμε να διασφαλίσουμε τη βιωσιμότητα του συστήματος χωρίς να διαταράξουμε την κοινωνική συνοχή; Τα παραδείγματα της Σουηδίας και της Γερμανίας αποδεικνύουν ότι είναι εφικτό, με σχέδιο και συναίνεση. Όμως, απαιτείται ειλικρινής διάλογος. Είμαστε, ως κοινωνία, έτοιμοι να συζητήσουμε ανοιχτά και να αποδεχτούμε αλλαγές για το κοινό καλό;

Τελικά, το συνταξιοδοτικό δεν είναι απλό τεχνικό ζήτημα για ειδικούς. Αφορά όλους μας: πολίτες, εργαζόμενους, νέους και ηλικιωμένους. Αν συνεχίσουμε να το θεωρούμε “ταμπού”, απλώς μεταθέτουμε το πρόβλημα και το κόστος στις επόμενες γενιές.

Η εξίσωση είναι δύσκολη, αλλά όχι άλυτη. Αν επιλέξουμε τον δρόμο του σχεδιασμού, της συμμετοχής και της υπευθυνότητας, μπορούμε να χτίσουμε ένα κοινωνικό κράτος πιο δίκαιο και βιώσιμο για όλους. Ο χρόνος όμως δεν είναι απεριόριστος. Το συνταξιοδοτικό σύστημα φτάνει στα όριά του και το αμείλικτο ερώτημα παραμένει: θα το αφήσουμε να καταρρεύσει στα χέρια μας ή θα αναλάβουμε δράση πριν να είναι αργά.

Προηγούμενο άρθροΣχολή Γονέων στο Δημοτικό Τύμβου – Συζήτηση με ειδικούς σε έξι διαφορετικές θεματικές
Επόμενο άρθροΜατιές στο παρελθόν, ένα βράδυ στον Μαραθώνα: Η MP με τους ήρωες των γηπέδων