Λίγο πριν τα μεσάνυχτα της 22ας Ιουλίου 2015 το κέντρο έκτακτη ανάγκης της μικρής πόλης Μπρόουκεν Άροου (Οκλαχόμα) δέχεται μια κλήση. Η τηλεφωνήτρια ακούει μια παιδική φωνή να ζητά ψιθυριστά βοήθεια.
«Ο αδελφός μου επιτίθεται στην οικογένεια μου» της λέει. Η τηλεφωνήτρια προσπαθεί να καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει όταν το αγόρι ακούγεται να λέει: «Όχι Μάικλ…». Στη συνέχεια ακούγονται θόρυβοι και φωνές και η γραμμή κλείνει. Το αγόρι ήταν ο Ντάνιελ Μπέβερ και δευτερόλεπτα μετά θα έπεφτε νεκρός από τα μαχαίρια που κρατούσαν τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια του.
Ο 18χρονος Ρόμπερτ και ο 16χρονος Μάικλ Μπέβερ ξεκλήρισαν την οικογένεια τους και σκόπευαν να δολοφονήσουν δεκάδες αθώους. Μέχρι σήμερα το έγκλημα τους αποτελεί αντικείμενο μελέτης για την εγκληματολογική και ψυχιατρική κοινότητα.
Η νύχτα της σφαγής
Η φρίκη των όσων συνέβησαν στο σπίτι των Μπέβερ ξετυλίγεται μέσα από την ομολογία του Μάικλ Μπέβερ στους αστυνομικούς που τον ανέκριναν. Λίγες ώρες μετά το έγκλημα ο 16χρονος τότε θα αφηγηθεί με τρομακτική ψυχραιμία το πώς, αυτός και ο αδελφός του, δολοφόνησαν την οικογένεια τους.
«Με τον αδελφό μου το συζητούσαμε για περίπου δύο μήνες. Κάποια στιγμή ήρθε και μου είπε ότι μπορεί να αγοράσει όπλα και τότε αρχίσαμε να το σχεδιάζουμε σοβαρά. Ο Ρόμπερτ μου έλεγε ότι τους μισεί όλους και η κοινωνία δεν έχει κανένα νόημα. Ήθελε να ξεπεράσει σε θύματα διάσημους δολοφόνους. Συμφωνούσα μαζί του, ήθελα να το κάνουμε. Στόχος μας ήταν να σκοτώσουμε τουλάχιστον 50.
Το σχέδιο ήταν να ξεκινήσουμε με όλους όσοι βρίσκονταν στο σπίτι. Είχαμε κανονίσει ποιον θα σκοτώσει ο καθένας και πώς. Εγώ θα χρησιμοποιούσα μια μικρή βαλλίστρα και ο Ρόμπερτ μαχαίρι.
Μετά θα περιμέναμε να έρθουν οι σφαίρες που είχαμε παραγγείλει και θα πηγαίναμε στην Ουάσινγκτον. Περιμέναμε πακέτα με 2.000 σφαίρες.
Είχαμε ήδη αγοράσει στολές, αλεξίσφαιρα γιλέκα και κράνη, και ορίσαμε μια ημερομηνία και ώρα, το βράδυ της 22ας Ιουλίου. Την επόμενη μέρα θα έρχονταν οι σφαίρες οπότε το συνδυάσαμε έτσι.
Θα χρησιμοποιούσαμε τα μαχαίρια γιατί τα όπλα κάνουν πολύ θόρυβο. Τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα είχαμε σχεδιάσει.
Περιμέναμε μαζί στο δωμάτιο όταν η αδελφή μας η Κρίσταλ μπήκε μέσα και μας ζήτησε κάτι. Τότε ξεκινήσαμε να βάζουμε το σχέδιο σε εφαρμογή. Της είπα να κοιτάξει κάτι στον υπολογιστή και ο Ρόμπερτ πήγε από πίσω της και της έκοψε τον λαιμό. Δεν πέθανε όμως, αντιστάθηκε και ο Ρόμπερτ συνέχισε να την μαχαιρώνει. Τελικά κατάφερε να ξεφύγει τρέχοντας.
Μετά ήρθε η μαμά και φώναξε ότι θα καλέσει την αστυνομία. Ο Ρόμπερτ την μαχαίρωσε στον λαιμό. Προσπάθησε να ξεφύγει προς την κουζίνα αλλά συνέχισε να την μαχαιρώνει. Εγώ έτρεξα και απενεργοποίησα τον συναγερμό. Η μαμά κατάφερε να βγει έξω από το σπίτι και ο Ρόμπερτ μου είπε να την φέρω μέσα, για να κυνηγήσουμε τα μικρά παιδιά. Πήγα και την μαχαίρωσα. Ήταν ακόμα ζωντανή όταν την τράβηξα μέσα. Δεν ξέρω τι έκανε μέσα ο Ρόμπερτ με την Βικτώρια.
Κάποια στιγμή εμφανίστηκε ο μπαμπάς και ο Ρόμπερτ του επιτέθηκε. Του έκοψε τον λαιμό, νομίζω τον σκότωσε αμέσως. Εγώ στεκόμουν στον διάδρομο και είδα να του κόβει τον λαιμό.
Ο Ντάνιελ ήταν κλεισμένος στο δωμάτιο, είχε πάρει το τηλέφωνο μου και μιλούσε με την αστυνομία. Μπήκα, του πήρα το τηλέφωνο από τα χέρια και το πέταξα στο πάτωμα. Ο Ντάνιελ έτρεξε και κλειδώθηκε στο γραφείο και ο Κρίστοφερ στο μπάνιο. Πρώτα πήγα στον Κρίστοφερ και τον έπεισα να μου ανοίξει την πόρτα λέγοντας ότι ο Ρόμπερτ θα με σκοτώσει. Τον μαχαίρωσα στον λαιμό και ούρλιαζε. Τον Κρίστοφερ τον μαχαίρωσε και ο Ρόμπερτ.
Με τον ίδιο τρόπο, λέγοντας ότι ο Ρόμπερτ θα με σκοτώσει, έκανα και τον Ντάνι να μου ανοίξει. Είπα στον Ρόμπερτ: Είναι όλος δικός σου. Τον μαχαίρωσε επανειλημμένα και ο Ντάνι έφυγε τρέχοντας. Έπεσε δίπλα στη μαμά και ο Ρόμπερτ πήγε και τον μαχαίρωσε ξανά.
Μετά όλοι έδειχναν ότι είναι νεκροί εκτός από την Κρίσταλ που φώναζε ακόμα. Τότε ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. Σκεφτήκαμε ότι είναι κάποιος γείτονας γιατί η αστυνομία αποκλείεται να έχει προλάβει να έρθει. Φόρεσα το γιλέκο μου και το κράνος μου και φύγαμε από την πίσω πόρτα. Πήγαμε στο πάρκο και τελικά μπήκαμε στο δάσος όπου καταρρεύσαμε. Ήμασταν ξαπλωμένοι όταν είδαμε τα φώτα και ακούσαμε το σκυλί. Μας είχαν βρει».
Οι δύο έφηβοι είχαν σκοτώσει τον 54χρονο πατέρα τους, Ντέιβιντ, με 28 μαχαιριές, την 45χρονη μητέρα τους, Έιμπριλ, με 48 χτυπήματα, τον 12χρονο Ντάνιελ με 21 μαχαιριές, τον 10χρονο Κρίστοφερ επίσης με 21 και την μόλις πέντε ετών Βικτώρια με 23 χτυπήματα.
«Θα σκοτώναμε το μωρό και όποιον βρίσκαμε»
Στο σπίτι υπήρχε κι ένα μωρό, ένα κοριτσάκι το οποίο η αστυνομία βρήκε να κοιμάται στην κούνια του. Όταν ο Μάικλ ρωτήθηκε για το μωρό είπε: «Μάλλον ο Ρόμπερτ την ξέχασε. Το σχέδιο ήταν να την σκοτώσουμε κι αυτή». Όσο για το τι σκόπευαν να κάνουν αν όλα είχαν πάει βάσει σχεδίου θα πει: «Το σχέδιο ήταν να μείνουμε στο σπίτι, να καθαρίσουμε και να περιμένουμε να έρθουν οι σφαίρες. Μετά θα παίρναμε τα όπλα και θα πηγαίναμε στην πολιτεία της Ουάσινγκτον για να σκοτώσουμε όσους περισσότερους μπορούσαμε. Θα σκοτώναμε όποιον βρίσκαμε. Σε εστιατόρια, σε βενζινάδικα».
Ο Ρόμπερτ Μπέκερ στη δική του κατάθεση θα προσθέσει: «Είχαμε σκοπό να διαμελίσουμε τα πτώματα και να τα κρύψουμε στη σοφίτα. Ήθελα να φτιάξω και δύο βίντεο με τα πτώματα και τη σκηνή του εγκλήματος. Μετά θα παίρναμε το αυτοκίνητο και θα σκοτώναμε όποιον βρίσκαμε μπροστά μας. Θέλαμε να δολοφονήσουμε 50 άτομα αλλά ήλπιζα ότι θα φτάσουμε και τα 500. Τελικά τίποτα δεν πήγε όπως το σχεδιάσαμε».
Η σύλληψη
Η τηλεφωνήτρια, που μίλησε με τον Ντάνιελ, ενημέρωσε την αστυνομία η οποία μετέβη στο σπίτι. Είδαν αίμα στην βεράντα και άκουσαν ένα κοριτσάκι να σφαδάζει. Μπήκαν στο σπίτι και βρήκαν την Κρίσταλ στο πάτωμα να δίνει μάχη να κρατηθεί στη ζωή. Η 13χρονη είχε τραύματα στον λαιμό, το σώμα και το χέρι και είχε χάσει πολύ αίμα. Τελικά επέζησε και κατέθεσε κατά των αδελφών της.
Αφού ανακάλυψαν το μακελειό οι αρχές ξεκίνησαν κυνηγητό για να εντοπίσουν τους δολοφόνους. Με τη βοήθεια ενός σκύλου Κ9 τους βρήκαν μέσα στο δάσος. Στις 00:18 της 23ης Ιουλίου είχαν συλληφθεί. Δεν αντιστάθηκαν και ομολόγησαν τα πάντα.
Το υπόβαθρο
Το μεγάλο ερώτημα που προέκυψε βέβαια ήταν πώς οι δύο έφηβοι έφτασαν στο σημείο να δολοφονήσουν με πρωτοφανή ψυχρότητα την οικογένεια τους. Η έρευνα έδειξε ότι οι γονείς δεν επέτρεπαν στα παιδιά να πάνε στο σχολείο και έκαναν κατ’ οίκον μαθήματα. Επιπλέον δεν τους επέτρεπαν να έχουν επαφές με γείτονες ή άλλα παιδιά. Παρότι ζούσαν σε μια πόλη με πάνω από 100.000 κατοίκους ήταν ουσιαστικά απομονωμένοι. Ο πατέρας Ντέιβιντ Μπέβερ ήταν αυταρχικός και χτυπούσε τα παιδιά. Τόσο αυτός όσο και η σύζυγος του Έιμπριλ ήταν φανατικά θρησκευόμενοι και αναφέρονταν στον ερχομό του Αρμαγεδδώνα.
Στη εφηβεία τους ο Ρόμπερτ και ο Μάικλ απέκτησαν εμμονή με μαζικές δολοφονίες όπως αυτές στο γυμνάσιο Κόλουμπαϊν το 1998 και στο σινεμά στην Ορόρα το 2012. Ονειρεύονταν να ξεπεράσουν αυτά τα εγκλήματα και να γίνουν παγκοσμίως διάσημοι.
Το σπίτι
Το έγκλημα έκανε τον γύρο του κόσμου και το σπίτι της οικογένειας έγινε δημοφιλές στον λεγόμενο «σκοτεινό τουρισμό». Το συνέκριναν με το σπίτι στο Άμιτιβιλ και εκατοντάδες άτομα έμπαιναν παράνομα σε αυτό για να βγάλουν φωτογραφίες και να πάρουν ένα αναμνηστικό. Η ιδιοκτησία του πέρασε στην τράπεζα που επιχείρησε ανεπιτυχώς να το πουλήσει. Το 2017 ο Δήμος ανακοίνωσε το σχέδιο του να συγκεντρώσει χρήματα και να αγοράσει το σπίτι. Έναν χρόνο μετά όμως μια πυρκαγιά το κατέστρεψε ολοσχερώς.
Επίλογος
Έναν χρόνο μετά τη σύλληψη του ο Ρόμπερτ Μπέβερ έκανε απόπειρα αυτοκτονίας στη φυλακή. Δικαστικά η υπόθεση τελεσιδίκησε το 2018. Στον Ρόμπερτ επιβλήθηκε ποινή ισοβίων χωρίς τη δυνατότητα αναστολής ενώ στον Μάικλ ισόβια με αναστολή. Σήμερα εκτίουν τις ποινές τους σε διαφορετικές φυλακές, στο Λέξινγκτον της Οκλαχόμα.
Όταν ο Μάικλ ρωτήθηκε αν το μίσος προς τους γονείς τους οδήγησε στο έγκλημα είπε με ψυχρότητα: «Η μαμά ήταν ΟΚ αλλά ο μπαμπάς ήταν λίγο… Εμείς συζητούσαμε πως θα σκοτώσουμε όσους περισσότερους γίνεται, πώς θα ξεπεράσουμε τους άλλους και θα γίνουμε διάσημοι. Μιλούσαμε για τη λίστα με τον αριθμό των θυμάτων στη Wikipedia και πώς θα βρεθούμε εκεί. Λέγαμε για το ντοκιμαντέρ που θα φτιάξουν για εμάς».
Πηγή: janus.gr