Στην είδηση ότι στην αρχαιότητα υπήρχε ένα φυτό το οποίο τόσο οι Έλληνες όσο και οι Ρωμαίοι θεωρούσαν άκρως αφροδισιακό (κάτι ως φυσικό βιάγκρα!) δεν χρειάζεται ενθουσιασμός ούτε μελέτη γεωπονίας για να δείτε πώς θα το καλλιεργήσετε σε μια γλάστρα. Δυστυχώς για όλους μας το σίλφιο, για το οποίο γίνεται ο λόγος, δεν υπάρχει πια καθώς είναι ένα από τα χιλιάδες είδη που έχουν εξαφανιστεί από την πανίδα του πλανήτη.
Επομένως δεν είναι δυνατό να πραγματοποιηθούν και οι σχετικές μελέτες σε εργαστήρια που θα μπορούσαν να αποδείξουν ή να καταρρίψουν τον μύθο τον οποίο πάντως οι αρχαίοι ημών πρόγονοι πίστευαν. Πάντως, στην εποχή του το σίλφιο έκανε… θραύση αφού δεν χρησιμοποιούνταν μόνο για να ανεβάζει την λίμπιντο, αλλά και για μια σειρά από άλλους λόγους.
Αναφορές σε αυτό το «θαυματουργό» φυτό συναντά κανείς στον Ηρόδοτο, τον Θεόφραστο και στον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο, στα κείμενα των οποίων συναντά κανείς δεκάδες χρήσεις. Χαρακτηριστικά αναφέρονται τα παραδείγματα για αντιμετώπιση δαγκωμάτων από σκύλους ή ακόμα και φίδια, μέχρι και την θεραπεία των αιμορροΐδων και την χρήση του ως μέθοδο αντισύλληψης, αλλά και την πιο… ταπεινή ως απλό καρύκευμα στο φαγητό!
Οι Ρωμαίοι ήταν εκείνοι που είχαν πάθει… ψύχωση με αυτό και το έδιναν ακόμη και στα κοπάδια προβάτων τους, καθώς θεωρούσαν ότι με αυτό το κρέας τους γινόταν πιο νόστιμο, ενώ διάφοροι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι ένας από τους μεγαλύτερους θαυμαστές του σίλφιου ήταν ο αυτοκράτορας Ιούλιος Καίσαρας ο οποίος διέθετε μια εξαιρετική προσωπική «καβάτζα», αποθηκεύοντας σχεδόν 500 κιλά στο ανάκτορό του στη Ρώμη.
Γιατί, όμως, ένα βοτάνι τόσο σημαντικό για την οικονομία και την ζωή τεράστιων πολιτισμών όπως οι Ρωμαίοι και οι αρχαίοι Έλληνες δεν υπάρχει πια; Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις ειδικών είναι απλά ακόμη ένα θύμα της κλιματικής αλλαγής και αυτός είναι ο λόγος που εξαφανίστηκε εδώ και περίπου 2.000 χρόνια.
Η καλλιέργειά του μπορούσε να γίνει μόνο σε μια πολύ συγκεκριμένη περιοχή της σημερινής Λιβύης. Φύτρωνε σε μια στενή λωρίδα γης στην Κυρηναϊκή, με μήκος περίπου 200 χιλιόμετρα και πλάτος 50 και ήταν ένα θαμνώδες φυτό το οποίο θύμιζε αρκετά τον γνωστό μας γιγαντιαίο μάραθο. Οι Ρωμαίοι φρόντισαν να το προστατέψουν από φυτοφάγα ζώα, ενώ δοκίμασαν (όπως και οι Έλληνες πριν από αυτούς, ήδη από το 630 π.Χ) να το μεταφέρουν σε άλλες περιοχές για να το καλλιεργήσουν.
Δυστυχώς όλες αυτές οι απόπειρες αποδείχθηκαν μάταιες, αφού μόνο εκεί υπήρχε το μικροκλίμα που ευνοούσε την ανάπτυξή του. Μοιραία λοιπόν οι Ρωμαίοι διοικητές έθεσαν μια σειρά από περιορισμούς για την προστασία του, ενώ νεότερες μελέτες δείχνουν ότι είχαν αντιληφθεί ότι κινδύνευε με εξαφάνιση, αλλά δεν είχαν την απαραίτητη τεχνογνωσία για να το σώσουν. Παράλληλα καθώς γινόταν ολοένα και πιο δυσεύρετο, η τιμή του έφτασε σε αστρονομικά επίπεδα, ενώ χαρακτηριστικό της σημασίας του είναι το γεγονός ότι το συναντάμε σε πολλά νομίσματα της εποχής, όπου κοσμεί την μία πλευρά, με κάποιον αυτοκράτορα να απεικονίζεται στην άλλη.
Ο Πλίνιος αναφέρει ότι το τελευταίο γνωστό στέλεχος του σίλφιου που βρέθηκε στην Κυρηναϊκή δόθηκε στον αυτοκράτορα Νέρωνα «ως κάτι αξιοπερίεργο», ενώ οι σύγχρονοί του τόνιζαν ότι αξίζει το βάρος του σε δηνάρια, ενώ ιδιαίτερη είναι η αναφορά του Παυσανία σε αυτό. Στο έργο του «Περιγραφή της Ελλάδος» μιλά για μια ιστορία των Διόσκουρων κατά τη διαμονή τους σε ένα σπίτι το οποίο ανήκε στον Σπαρτιάτη Φορμίωνα.
«Γιατί, έτσι συνέβη, ότι η παρθένος κόρη του που ζούσε σε αυτό. Από την επόμενη μέρα, αυτή η παρθένα με όλη την κοριτσίστικη αμφίεσή της, είχε εξαφανιστεί και στην αίθουσα βρέθηκαν εικόνες των Διοσκούρων, ένα τραπέζι και σίλφιον πάνω σε αυτό», γεγονός που τονίζει την σύνδεσή του με την σεξουαλικότητα και «πιστοποιεί» την πεποίθηση ότι ήταν ένα… βιάγκρα της αρχαιότητας!