Η ζωή στο Γουίτιερ της Αλάσκας δεν είναι εύκολη. Ο μόνος τρόπος για να φτάσει κάποιος σε αυτό ειδικά εν μέσω του χειμώνα ήταν είτε μέσω πλοίου είτε μέσω αεροπλάνου είτε μέσω τρένου.
Κι όλα αυτά μόνο αν ο καιρός το επέτρεπε. Τα πράγματα άλλαξαν ελαφρώς πριν από είκοσι περίπου χρόνια, όταν οι αρχές αποφάσισαν να εκμεταλλευτούν ένα τούνελ από την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που λειτουργούσε για το τρένο και να το μετατρέψουν ώστε να μπορούν να περνούν και τα αυτοκίνητα.
Το τούνελ είναι μήκους 4 χιλιομέτρων και είναι μονής κατεύθυνσης. Έτσι, κάθε δεκαπέντε λεπτά αλλάζει η κατεύθυνση που δίνεται στην κυκλοφορία, ενώ μέσα από αυτό περνάει και το τρένο. Επίσης, το τούνελ ανοίγει συγκεκριμένες ώρες μέσα στην ημέρα και κλείνει αν ο καιρός χειροτερέψει. Η αίσθηση μέσα σε αυτό μπορεί να είναι λίγο ασφυκτική, ωστόσο το ίδιο το τούνελ υπήρξε απελευθερωτικό για τους κατοίκους του Γουίτιερ.
Η αλήθεια είναι πάντως πως οι περισσότεροι κάτοικοι δεν χρησιμοποιούν πολύ συχνά το τούνελ καθώς δεν υπάρχει συχνά μεγάλη ανάγκη να φύγουν από την πόλη τους. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει μεγάλη ανάγκη ούτε καν να βγουν από το σπίτι τους.
Η πόλη του ενός σπιτιού
Η μικρή πόλη της Αλάσκας που βρίσκεται περίπου 100 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Άνκορατζ στο κανάλι του Πάσατζ είναι αποκομμένη σε ένα μεγάλο βαθμό από τον «έξω» κόσμο. Δεν είναι τυχαίο ότι στην πόλη κυκλοφορούν μπλουζάκια με το αρκτικόλεξο «POW» για το «Prisoner of Whittier» – Φυλακισμένος του Γουίτιερ. Στην πόλη ρίχνει τουλάχιστον 7 μέτρα χιόνι μέσα στο χειμώνα, ένας αριθμός κατά 1.000 φορές μεγαλύτερος από τον μέσο όρο όλων των ΗΠΑ.
Σε μια τόσο δύσκολη ζωή ειδικά τον χειμώνα, οι κάτοικοι του Γουίτιερ έχουν βρει την λύση: Μένουν σχεδόν όλοι μαζί στο ίδιο κτίριο. Μέσα στην χιονισμένη φύση της περιοχής μοιάζει να ξεπροβάλει από το πουθενά ένα κτίριο που μοιάζει περισσότερο με μπλοκ σοβιετικού κτιρίου παρά με γραφικό κτίριο της Αλάσκας.
Το λεγόμενο Begich Towers, ή αλλιώς ΒΤΙ, είναι ένα κτίριο 14 ορόφων, που υψώνεται τεράστιο μέσα στο άγριο τοπίο που περιλαμβάνει βουνά, κανάλια, παγετώνες και μια εντυπωσιακή «λίμνη» θαλασσινού νερού. Το κτίριο αντέχει σχεδόν έξι μήνες βροχής και έξι μήνες χιονιού κάθε χρόνο, αλλά και δυνατούς ανέμους που «τρέχουν» με 130 χιλιόμετρα την ώρα. Ο αέρας στην πόλη είναι τόσο δυνατός που κανείς θα πρέπει να προσέχει ακόμα και πώς ανοίγει την πόρτα του αυτοκινήτου του καθώς μπορεί να λυγίσει. Το κτίριο όμως χτίστηκε τόσο γερό, ώστε να αντέχει ακόμα και βομβαρδισμούς.
Και στο εσωτερικό του μοιάζει με ένα τεράστιο οικοδομικό κατασκεύασμα που περιμένει να δει κανείς στο κέντρο μεγαλουπόλεων, όπως η Νέα Υόρκη. Ωστόσο, όταν βγαίνεις από αυτό – ειδικά τον χειμώνα- υπάρχουν ελάχιστα άλλα μέρη για να πας, ενώ είναι μάλλον απίθανο να συναντήσεις κάποιον.
Εντός του κτιρίου εκτός από τα 196 διαμερίσματα των κατοίκων υπάρχουν και όλα τα καταστήματα και οι δημόσιες υπηρεσίες που χρειάζονται σε μια πόλη. Ταχυδρομείο, αστυνομικό τμήμα, μια μικρή κλινική, πλυντήρια, εκκλησία, καταστήματα με τρόφιμα ή ρούχα βρίσκονται εδώ. Στην πόλη, η οποία στην πραγματικότητα είναι ένα μικρό χωριό, ζουν 272 άνθρωποι (απογραφή του 2020) και οι περισσότεροι από αυτούς ζουν στα διαμερίσματα του 14όροφου αυτού κτιρίου.
Το σχολείο βρίσκεται σε ένα άλλο κτίριο, αλλά συνδέεται με το ΒΤΙ μέσω ενός υπόγειου τούνελ. Ακόμα και όταν έξω έχει πολλούς βαθμούς υπό το μηδέν η ζωή στην πόλη – ή για την ακρίβεια στο κτίριο- συνεχίζεται κανονικά και οι κάτοικοι μπορούν να πηγαίνουν κανονικά στις δουλειές τους ντυμένοι ελαφρά ή ακόμα και με τις… πιτζάμες. Έτσι, δεν είναι τυχαία η φήμη που υπάρχει στην πόλη ότι κάποιοι κάτοικοι δεν έχουν βγει από το κτίριο για εβδομάδες, μήνες ή ακόμα και χρόνια!
Στην υπόλοιπη πόλη μπορεί να συναντήσει κανείς ένα μικρό ξενοδοχείο (ΦΩΤΟ), το μουσείο της πόλης και κάποιες αποθήκες. Ένα μικρό ποσοστό του πληθυσμού ζει στο Whittier Manor, ένα άλλο μικρό συγκρότημα κατοικιών, ενώ μερικά άτομα ζουν στις βάρκες τους όλο το χρόνο.
Ανάμεσα στο λιμάνι και το ΒΤΙ δεσπόζει και το τεράστιο και εντυπωσιακό κτίριο Μπάκνερ, ένα εγκαταλελειμμένο πρώην στρατιωτικό κτίριο, το οποίο χτίστηκε το 1949 και στέγαζε όλο σχεδόν τον πληθυσμό της πόλης ως τη δεκαετία του ’60, όταν υπέστη σοβαρές ζημιές εξαιτίας ενός σεισμού. Τότε, οι κάτοικοι μετακόμισαν όλοι στο Begich Towers. Το Μπάκνερ στέγαζε, μεταξύ άλλων, μια αίθουσα μπόουλινγκ, έναν κινηματογράφο, ένα σκοπευτήριο, ένα κουρείο και μια φυλακή με έξι κελιά. Στην πραγματικότητα το κτίριο Μπάκνερ (ΦΩΤΟ) ήταν αυτό που έδωσε στο Γουίτιερ το όνομα «Η πόλη κάτω από μια στέγη», ωστόσο η… παράδοση συνεχίστηκε και με το ΒΤΙ.
Στην πραγματικότητα όλη η περιοχή που σήμερα είναι η πόλη του Γουίτιερ χτίστηκε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου από τον Αμερικανικό Στρατό, ο οποίος δημιούργησε εκεί στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Η τοποθεσία ήταν στρατηγικής σημασίας λόγω του λιμανιού της με τα βαθιά νερά που παρέμενε χωρίς πάγο όλο το χρόνο, αλλά και του άσχημου καιρού που επικρατεί εκεί. Σχεδόν όλο το χρόνο η περιοχή καλύπτεται από σύννεφα και αυτό θα έκανε δύσκολο τον εντοπισμό των στρατιωτικών εγκαταστάσεων από εχθρικά πολεμικά αεροσκάφη.
Μεταπολεμικά, στη δεκαετία του 1950, ο στρατός άρχισε να κατασκευάζει το BTI (τότε ονομαζόταν κτίριο Hodge), για να στεγάσει τους στρατιωτικούς και τις οικογένειές τους. Όταν ο στρατός αποχώρησε από το Γουίτιερ το 1960 και αφού το Μπάκνερ υπέστη σημαντικές ζημιές οι λίγοι εναπομείναντες κάτοικοι μετέτρεψαν το ΒΤΙ σε διαμερίσματα και μετακόμισαν εκεί. Εξάλλου το Begich Towers είναι σχεδόν αντισεισμικό, αλλά και αντιπυρικό.
Μια μεγάλη οικογένεια
Η ζωή μέσα στο ΒΤΙ είναι τουλάχιστον ασυνήθιστη, ωστόσο οι κάτοικοί του λένε ότι νιώθουν σαν μια μεγάλη οικογένεια, με τα θετικά και τα αρνητικά της. Ορισμένοι από τους κατοίκους της πόλης λένε ότι πήγαν ως εκεί ώστε να ξεφύγουν από τον υπόλοιπο κόσμο και να κάνουν μια καινούργια αρχή. Όπως λένε ο καθένας τους έχει και τη δική του ιστορία για το πώς έφτασε στο Γουίτιερ. Ένας από αυτους είναι και η Μπρέντα Τόλμαν, η οποία παράτησε την δουλειά της ως ζωγράφος πινακίδων στην ηλιόλουστη Καλιφόρνια και αποφάσισε να μετακομίσει στο Γουίτιερ με τα δίδυμα παιδιά της το 1982.
«Ήμουν τρομοκρατημένη όταν διέσχισα για πρώτη φορά το τούνελ. Νόμιζα ότι ένας τεράστιος γορίλας θα στεκόταν στην άλλη πλευρά. Η πόλη έμοιαζε βγαλμένη από ταινία τρόμου».
Σήμερα, η Τόλμαν είναι από τους παλιότερους κατοίκους της πόλης. Ωστόσο, η ίδια έφυγε από το κτίριο ΒΤΙ πριν από λίγα χρόνια και είναι από τους λίγους κατοίκους της πόλης που δεν ζουν σε αυτό. Συνεχίζει όμως να διατηρεί εκεί το στούντιό της. Η Τόλμαν ζούσε στον έβδομο όροφο, ωστόσο όπως λέει δεν άντεχε την «αναγκαστική κοινωνικοποίηση» που υφίστασαι εκεί. «Επειδή μπορείς να κυκλοφορείς στους διαδρόμους με τις πιτζάμες, δεν σημαίνει ότι μπορείς να επισκέπτεσαι τους άλλους ό,τι ώρα θες», λέει.
Ζώντας κάθε μέρα κάτω από την ίδια στέγη και με τα ίδια άτομα μπορεί εύκολα να δημιουργήσει σε κάποιον την αίσθηση της κλειστοφοβίας. «Πρέπει να τα έχεις πολύ καλά με τον εαυτό σου. Διαφορετικά μπορεί να είναι πολύ μοναχικά», λέει η Τόλμαν.
Ανάπτυξη χωρίς αντίκρισμα
Το καλοκαίρι το Γουίτιερ αλλάζει. Στην πόλη καταφτάνουν εποχικοί εργάτες που έρχονται να δουλέψουν σε αλιευτικά σκάφη ή στις βιοτεχνίας κονσέρβας, ενώ τα κρουαζιερόπλοια φέρνουν εκατοντάδες χιλιάδες τουρίστες στο λιμάνι. Υπολογίζεται ότι 700.000 τουρίστες περνούν ετησίως από την περιοχή. Πολλοί επισκέπτονται την μαγευτική και άγρια φύση που περιβάλλει το Γουίτιερ, ωστόσο οι περισσότεροι τουρίστες δεν μένουν στην πόλη για περισσότερο από ένα απόγευμα.
Πολλοί από τους κατοίκους υποστηρίζουν ότι παρόλο που το μέρος προσελκύει τόσο πολύ κόσμο από «έξω» αυτό δεν μεταφράζεται σε περισσότερα χρήματα για την πόλη και τους κατοίκους της καθώς οι τουρίστες μένουν ελάχιστα εκεί.
Το άνοιγμα του τούνελ έφερε μαζί του και ελπίδες για περισσότερους τουρίστες, ωστόσο έκανε μάλλον πιο εύκολο για τους κατοίκους να «δραπετεύσουν» από την πόλη. Παράλληλα, την μεγαλύτερη έκταση γης στην περιοχή κατέχει η εταιρία Alaska Railroad Corporation, η οποία δεν πληρώνει φόρους ιδιοκτησίας, ενώ απασχολεί λίγους κατοίκους. Στην φορτηγίδα ανεφοδιασμού που έρχεται στην πόλη μια φορά την εβδομάδα, οι περισσότεροι από τους εργάτες που ξεφορτώνουν το φορτίο έρχονται από το Άνκορατζ.
Οι κάτοικοι του Γουίτιερ είναι πάντως μοιρασμένοι. Όπως λέει, ο δήμαρχος της πόλης από την μια υπάρχουν αυτοί που θέλουν να υπάρξει μεγαλύτερη ανάπτυξη και να προσελκύσουν περισσότερους τουρίστες, όμως από την άλλη υπάρχουν και αυτοί που θέλουν απλώς να τους αφήσουν ήσυχους, για να συνεχίσουν την ιδιαίτερη ζωή τους στο απομακρυσμένο Γουίτιερ.