Γράφει η Φωτεινή Οικονομοπούλου

Αστυνομική βία στην Ελλάδα: Mεμονωμένα περιστατικά ή κανονικότητα;

Η κατάχρηση της εξουσίας από τους ένστολους προστάτες της κοινωνίας και η παγιωμένη κουλτούρα της ατιμωρησίας αποτυπώνονται στα πρόσωπα του Καλτεζά, του Γρηγορόπουλου, του Ζακ Κωστόπουλου κι όχι μόνο. Σύμβολα πλέον, δυστυχώς, ενός πλαισίου κρατικής και παρακρατικής βίας που δεν μαστίζει μόνο το εσωτερικό της Ελληνικής Αστυνομίας, αλλά ολόκληρη την κοινωνία.

Μέρες χαμένης νιότης

Στις 17 Νοεμβρίου 1985, η συμβολική πορεία του Πολυτεχνείου, ολοκληρώνεται με μοναδική απώλεια την τζαμαρία του εστιατορίου «Βυζαντινόν» στο Χίλτον. Τα επεισόδια περνούν αναίμακτα και η ηγεσία της αστυνομίας θριαμβολογεί. Μια ομάδα αναρχικών κατευθύνεται προς την μοναδική κλούβα με άνδρες της αστυνομίας που παραμένει στην οδό Στουρνάρα, στην πύλη του Πολυτεχνείου

Ανάμεσά τους ο 15χρονος μαθητής Μιχάλης Καλτεζάς. Ένας από τους αστυνομικούς που βρίσκονται μέσα στην κλούβα, είναι ο Αθανάσιος Μελίστας. Μία μολότοφ πέφτει στην οροφή του οχήματος και η φωτιά μεταδίδεται και στο εσωτερικό. Οι περισσότεροι αστυνομικοί βγαίνουν και μερικοί συνάδελφοί τους πάνε προς την πίσω έξοδο της κλούβας.

Ήταν 15 ετών. Έπεσε από σφαίρα του ένοπλου αστυνομικού Μελίστα ενώ έτρεχε να σωθεί. Δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος.

Όταν ύστερα από τρία χρόνια ο αστυνομικός Α. Μελίστας αποφυλακίζεται, ο Μάνος Χατζιδάκις δηλώνει:

«Όταν έχω να κρίνω ανάμεσα σ’ ένα παιδί 15 χρόνων, που πετάει μολότοφ, κι έναν τριαντάρη εκπαιδευμένο αστυνομικό, που κρατάει πιστόλι, εγώ είμαι με το μέρος του παιδιού και όχι του αστυνομικού. Εκτιμώ βαθύτατα ένα παιδί που εξεγείρεται και βγαίνει στους δρόμους για να διαμαρτυρηθεί, έστω κι αν υπερβάλλει, έστω και αν κρατάει μολότοφ. Και δεν εκτιμώ καθόλου έναν αστυνομικό που το πυροβολεί. Ό,τι και αν έχει γίνει, όπως και αν έχουν τα πράγματα, θεωρώ τραγικό λάθος την αθώωση του αστυνομικού. Και πολύ κακό το μήνυμα, που στέλνουμε στα νέα αυτά παιδιά, το υγιέστερο κομμάτι της κοινωνίας μας, που δεν έχει ακόμη διαφθαρεί, όπως εμείς.»

Στις 6-12-2008, ο αστυνομικός Επαμεινώνδας Κορκονέας πυροβολεί εν ψυχρώ τον 15χρονο Αλέξη Γρηγορόπουλο. Ύστερα από 11 χρόνια αποφυλακίζεται, με το ελαφρυντικό του «σύννομου βίου». Μάλλον, τα κριτήρια εκτίμησης του σύννομου βίου από την δικαιοσύνη παραείναι επιεική για κάποιον που προηγουμένως έχει κριθεί «ένοχος για ανθρωποκτονία με άμεσο δόλο» και αμετανόητος έχει δηλώσει στο δικαστήριο, ενώπιον της Προέδρου και της οικογένειας του θύματος, πως «δε θα ζητήσω συγγνώμη από κανένα δεκαπεντάχρονο. Το θύμα δεν ήταν ένα συνηθισμένο 15χρονο, αλλά αντιεξουσιαστής».

Το φόντο των δολοφονιών των δύο αυτών παιδιών με χρονική διαφορά 23 ετών, φαίνεται να ακυρώνει την άποψη των «μεμονωμένων περιστατικών» και να επιβεβαιώνει το ότι αποτελούν μέρος της παγιωμένης προέκτασης μιας βίαιης νοοτροπίας από μέρος του Αστυνομικού Σώματος.

Η ερασιτεχνική παρέμβαση της αστυνομίας που κόστισε μια αθώα ζωή

Στις 23 Σεπτεμβρίου 1998 η κοινή γνώμη «παγώνει». Είναι απόγευμα και ο ΣΚΑΙ βγάζει «έκτακτο» με τον Νίκο Ευαγγελάτο, στα πρώτα του, να είναι στο στούντιο.

Ο άνδρας με τη βαριά φωνή και τα σπαστά ελληνικά στην άλλη άκρη της γραμμής συστήνεται ως Σορίν Ματέι. Ξεκαθαρίζει εξ αρχής ότι δεν πρόκειται για φάρσα, ότι βρίσκεται υπό την επήρεια ηρωίνης, ότι κρατά μια χειροβομβίδα και πως έχει εισβάλει σε διαμέρισμα της οδού Νιόβης στο κέντρο της Αθήνας.

Κρατά τέσσερις ομήρους και ζητά να τον αφήσει η αστυνομία να φύγει, καθώς στο μεταξύ έξω από το διαμέρισμα βρίσκεται ομάδα αστυνομικών που περιμένει να τον συλλάβει.
«Δε μας έχει πειράξει καθόλου. Δε μας συμπεριφέρεται άσχημα. Έχει όντως χειροβομβίδα, αφήστε τον απλώς να φύγει», είναι τα λόγια της 25χρονης Αμαλίας Γκινάκη που έχει παγιδευτεί στο σπίτι με τη μητέρα της, τον αρραβωνιαστικό της και τον μικρότερό της αδελφό.

Σχεδόν τέσσερις ώρες είναι στον αέρα ο Ματέι και παρότι ζητά αμφεταμίνες για να μείνει ξύπνιος, οι αστυνομικοί του στέλνουν υπνωτικά. Τα αναγνωρίζει, εκνευρίζεται και η διαπραγμάτευση δυσκολεύει. Η ΕΛΑΣ θεωρεί ότι ένας άνθρωπος που ζει μέσα στην ηρωίνη είναι τόσο αφελής όσο εκείνη. Παρά τον εκνευρισμό του, ο Ματέι ακούει τον Ευαγγελάτο και αφήνει τον μικρό αδελφό.

Περίπου στις 22.30, ο αρχηγός της Αστυνομίας, Αθανάσιος Βασιλόπουλος, διατάζει να διακοπεί η τηλεφωνική επικοινωνία του κακοποιού με τον ΣΚΑΪ, απομακρύνει τα τηλεοπτικά συνεργεία από το σημείο και αρχίζει να οργανώνει την επιχείρηση.

Την ώρα που οι ειδικές δυνάμεις μπαίνουν στην πολυκατοικία, ο Ματέι είχε μόλις απελευθερώσει, όπως είχε υποσχεθεί νωρίτερα στον Ευαγγελάτο, τη μητέρα της Αμαλίας.
Η αστυνομική γελοιότητα ξεχειλίζει σε μια από τις πιο απογοητευτικές και παράλληλα εξοργιστικές επιχειρήσεις της ΕΛΑΣ. «Πέτα τη ρε αν είσαι άντρας, πέτα τη ρε μαλάκα».

Ο Ματέι την πετάει κι η έκρηξη ακούγεται σε ζωντανή σύνδεση. Η ανοησία, η γεμάτη σύνδρομα αντίληψη της εξουσίας και ο ερασιτεχνισμός γίνονται αιτία να χαθεί η ζωή της Αμαλίας 17 μέρες αργότερα, παρά τη σκληρή της μάχη.

Στο νοσοκομείο φυλακών Κορυδαλλού, σύμφωνα με τον εκεί γιατρό υπηρεσίας Ιωάννη Κούτρα, η ποσότητα του κατασταλτικού φαρμάκου που χορηγείται στον Ματέι είναι «για ελέφαντες», ενώ η ύπτια στάση ταυτόχρονα με το δέσιμο, αποτελεί «μοιραίο λάθος». Πριν προλάβει να κάνει κάτι ο Κούτρας, βρίσκει το Ρουμάνο νεκρό στο κρεβάτι του, το βράδυ της 26ης Σεπτεμβρίου.

Μετά την αποτυχία της επιχείρησης, ο αρχηγός της αστυνομίας υποβάλει την παραίτησή του και τίθεται σε διαθεσιμότητα για έναν χρόνο, με αιτιολογία την ακούσια ανθρωποκτονία λόγω αμέλειας. Η οικογένεια Γκινάκη ασκεί έφεση, μετά από την οποία παραπέμπεται σε δίκη μόνο ο Αθ. Βασιλόπουλος. Το δικαστήριο επιβάλει στον πρώην αρχηγό της αστυνομίας 12μηνη ποινή φυλάκισης, αλλά μετά από έφεση αθωώνεται το 2005. Ποιος άραγε περίμενε κάτι διαφορετικό…;

#Justice4ZakZackie

Ο Ζακ Κωστόπουλος «δολοφονήθηκε» στις 21 Σεπτεμβρίου του 2018, στο κέντρο της Αθήνας, από ανθρώπους οικογενειάρχες και περήφανους Έλληνες.

Λίγες μέρες μετά τον βίαιο θάνατο του ακτιβιστή, ο γενικός γραμματέας των Ειδικών Φρουρών Στράτος Μαυροειδάκος χαρακτηρίζει τις κινήσεις των αστυνομικών ως «νόμιμη αστυνομική βία». Ο Ζακ δεν λιντσαρίστηκε μία, αλλά δύο φορές και μάλιστα τη δεύτερη όχι από «αγανακτισμένους πολίτες», αλλά από τους αστυνομικούς που πήγαν να τον συλλάβουν. Μπορεί, λόγω πανδημίας, η δίκη να έχει αναβληθεί επ’ αόριστον αλλά ένα είναι σίγουρο: Η Zackie Oh πέθανε από χέρια ανθρώπων, σε χέρια ανθρώπων. Ήταν παρούσα όλη η κοινωνία την ώρα που γινόταν. Ήταν παρούσα, κρίνει και κρίνεται.

Οι τοξικολογικές έχουν μιλήσει. Η ιατροδικαστική το ίδιο. Τα βίντεο υπάρχουν. Μιλώντας, λοιπόν, για ηθική αποκατάσταση του νεκρού μένει η Δικαιοσύνη, με την σειρά της, να κάνει το αυτονόητο… Αξίζει να σημειωθεί πως οι αστυνομικοί που ενεπλάκησαν είναι ελεύθεροι χωρίς περιοριστικούς όρους.

Η αλήθεια είναι πως σε ένα κείμενο δεν χωρούν όλα τα περιστατικά αυθαιρεσίας και ατιμωρησίας που έχουν συμβεί κατά το παρελθόν. Το βέβαιο είναι πως δεν πρόκειται για μεμονωμένα περιστατικά.

Η βιαιότητα δεν είναι κανονικότητα

Η Αστυνομία και η γραφειοκρατική γλώσσα μπορεί να κάνουν λόγο για μεμονωμένα περιστατικά, όμως η αστυνομική βιαιότητα δείχνει να μην έχει τέλος. Στολές σώζουν, αλλά και στολές δολοφονούν. Στολές βοηθούν τον πολίτη ακόμα και με ρίσκο την ακεραιότητά τους, αλλά στολές επιβάλλουν δια της βίας την πυγμή τους σε όποιον διαφέρει, αποκλίνει και αντιστέκεται.

Παρόλα αυτά φαίνεται να είμαστε άψογα εγκλιματισμένοι με τον παραλογισμό. Όταν φασίστες ανά τον κόσμο εκλέγονται και παίρνουν την εξουσία νόμιμα χωρίς πραξικοπήματα και νοικοκυραίοι δολοφονούν εν ψυχρώ φοβισμένα παιδιά τη στιγμή που χρειάζονται βοήθεια, το φαινόμενο των «Κυρ Παντελήδων» συνεχώς αναδύεται και η αστυνομική αυθαιρεσία κυριαρχεί.

Ο φασισμός αποτελεί πρώτα νοοτροπία και μετά ιδεολογία. Η δικαιοσύνη, λοιπόν, θα έρθει μόνο όταν ο επόμενος θάνατος είναι ο αυτός της συγκεκριμένης νοοτροπίας και των καθημερινών πρακτικών του.

Προηγούμενο άρθροΕπιτροπή Λοιμωξιολόγων: Δημοτικά και νηπιαγωγεία ανοίγουν στις 11 Ιανουαρίου
Επόμενο άρθροCopernicus: Το 2020 και το 2016 οι πιο ζεστές χρονιές στον κόσμο