Μια κρύα χειμωνιάτικη νύχτα, προ εικοσαετίας περίπου, σε ένα καφέ- μπαρ ενός χωριού των Τρικάλων, σταματά ένα σκούρο SUV. Κατεβαίνει ο οδηγός, ο οποίος φορά μια μαύρη καμπαρντίνα και σκούφο.
Μπαίνει στο άδειο μαγαζί και ζητά ένα φραπέ. Από τις ματιές του καταστηματάρχη, καταλαβαίνει ότι η ταυτότητά του έχει αποκαλυφθεί. «Κατάλαβες ποιος είμαι, έτσι; Είμαι ο Νίκος Παλαιοκώστας», του λέει. «Το κατάλαβα: Ο Παλαιοκώστας!» παίρνει την απάντηση και ρωτά: «Και φοβήθηκες;». Όταν ο καταστηματάρχης του απάντησε «όχι βέβαια», ο Νίκος Παλαιοκώστας του έδωσε ένα χαρτονόμισμα των 500 ευρώ και του είπε να κρατήσει τα ρέστα «επειδή είσαι αλάνι και ξέρω ότι δεν θα πεις σε κανέναν ότι με είδες».
Η παραπάνω είναι μια από τις πολλές ιστορίες που «κυκλοφορούν», ειδικά στο νομό Τρικάλων, για τον Νίκο Παλαιοκώστα. Τον κακοποιό στον οποίο πολλοί έδωσαν τον τίτλο του «Φαντομά», αλλά και ίσως τραβηγμένα, του «Ρομπέν», που κηδεύτηκε χθες σε μια σεμνή τελετή, στην Αγία Μονή Τρικάλων, εκεί όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της πολυτάραχης ζωής του.
Μιας ζωής που ξεκίνησε ταπεινά αλλά συνεχίστηκε με… χολιγουντιανή πλοκή, με σκηνές που θα μπορούσαν να υπάρχουν σε κινηματογραφικές ταινίες -όπως τη διαφυγή από τη ληστεία με τα σκορπισμένα πεντοχίλιαρα, τη ληστεία με το ποδήλατο, τις απαγωγές, τις συλλήψεις και τις αποδράσεις και τελείωσε το ίδιο ταπεινά, στον τόπο καταγωγής ενός μεγάλου Τρικαλινού, του Δημήτρη Μητροπάνου.
Με το τελευταίο ταξίδι να ξεκινά χωρίς τον αδερφό του και σύντροφο στην παρανομία, Βασίλη (καταζητείται) και τον ηλικιωμένο πατέρα του -όπως και τον έναν ακόμα αδερφό του, που είναι στο εξωτερικό- να είναι εκεί για να του πουν το τελευταίο «αντίο». Ωστόσο, το παρών έδωσαν ο αδελφός του, Παντελής, και η αδελφή του.
Ο Φαντομάς από τα Τρίκαλα
Μεταξύ τύρου και αχλαδίου -ή, για την ακρίβεια τσίπουρου και μεζέ- σε κάποιον από τους καφενέδες των Τρικάλων, η συζήτηση για τον Παλαιοκώστα (ή τους Παλαιοκωσταίους, αφού μοιραία, συμπεριλαμβάνεται και ο μικρότερος αδερφός Βασίλης) έχει πάντα το ίδιο σημείο εκκίνησης:
«Μπορείς να τον κατηγορείς για ό,τι θέλεις, όμως δεν μπορείς να μην παραδεχτείς ότι δεν σκότωσε ούτε τραυμάτισε ποτέ κανέναν». Γι’ αυτό και επέλεγε σχετικά «ακίνδυνους» στόχους στην αρχή της καριέρας του, γι’ αυτό και προτιμούσε να μεταμφιέζεται -όπως λένε οι ντόπιοι, ακόμα και ως… ιερέας- ώστε να μην έρθει αντιμέτωπος με αστυνομικούς. Και όταν ερχόταν, αν δεν μπορούσε να ξεφύγει, παραδινόταν.
Φυσικά, αυτό το επιχείρημα, ότι δεν έκανε κακό σε κανέναν, είναι άτοπο. Πρώτα- πρώτα έκανε κακό στον εαυτό του και στην οικογένειά του, επιλέγοντας να ζήσει μια ζωή κυνηγημένος, σαν αγρίμι στην οροσειρά του Κόζιακα. Επιλογή που φαίνεται ότι άφησε πίσω του, πολύ πριν αποφυλακιστεί από τις φυλακές του Αγίου Στεφάνου στην Πάτρα (το 2021, όταν η υγεία του τον είχε προδώσει πια) όπου τα τελευταία χρόνια ήταν «τύπος και υπογραμμός». Όπως και αρχικά, το «alter ego» του, τον αδερφό του, Βασίλη, προσπάθησε να τον αποτρέψει από το να «μπλέξει».
Τελικά δεν τα κατάφερε και έγιναν μαζί, τα δύο «most wanted» αδέρφια του κόσμου για κάποια στιγμή. Ο Νίκος, ήταν καταζητούμενος επί 16 χρόνια και μετρούσε συνολικές καταδίκες 197 ετών και 376 μηνών! Έμεινε στη φυλακή για 16 χρόνια και αποφυλακίστηκε με «βραχιολάκι» με όρο να μένει στο πατρικό του, στα Τρίκαλα. Εκεί, έκανε δύο φορές την εβδομάδα αιμοκάθαρση και τελευταία, η ζωή του είχε επιδεινωθεί περαιτέρω καθώς είχε περάσει και ένα εγκεφαλικό.
Μιας και ο ίδιος ήθελε να περάσει ήσυχα τα τελευταία χρόνια της ζωής του, δύσκολα θα μπορέσει να διασταυρώσει κανείς εάν έστω κάποιες από αυτές τις δεκάδες ιστορίες που διακινούνται γι’ αυτόν έχουν έστω ένα ψήγμα αλήθειας.
Ο θρύλος λέει, για παράδειγμα, ότι όταν έκλεβε αυτοκίνητα ο Νίκος Παλαιοκώστας (και προτιμούσε συνήθως SUV ιαπωνικής κατασκευής, με αγαπημένα του τα RAV) κάποια στιγμή τα «ξεφορτωνόταν» εγκαταλείποντάς τα πλυμένα και με έναν φάκελο με χρήματα ως “συγνώμη για τον δανεισμό». Σε αυτά, προστίθενται δεκάδες ιστορίες ακόμα, σύμφωνα με τις οποίες ο Παλαιοκώστας έχει βοηθήσει -με τα κλεμμένα χρήματα- δεκάδες παιδιά από τα Τρίκαλα (όπου άλλωστε κινούταν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του) να σπουδάσουν, φτωχές οικογένειες να επιβιώσουν, στεγαστικά να ξεπληρωθούν, μέχρι και για… χορηγία τοπικής ποδοσφαιρικής ομάδας υπάρχει ιστορία.
Τίποτε από τα παραπάνω δεν επιβεβαιώνεται. Αυτό που είναι το μόνο σίγουρο, ωστόσο, είναι ότι οι αστυνομικοί που τον αναζητούσαν, στα 00s στα ορεινά των Τρικάλων δεν έπαιρναν ούτε… λέξη από τους κατοίκους των χωριών από τα οποία πέρναγε ο διαβόητος τότε κακοποιός. Αξιωματικοί έλεγαν τότε, μάλιστα ότι οι χωριανοί τον αντιμετώπιζαν ως… ηρωικό αντάρτη και τους ίδιους σαν… κατοχικές δυνάμεις.
Οι έρευνες στις τοπικές κοινωνίες δεν απέδιδαν, καθώς οι κάτοικοι απέφευγαν να δώσουν πληροφορίες, ενώ οι λιγοστές μαρτυρίες που συγκεντρώνονταν ήταν ασαφείς και δεν οδηγούσαν σε ουσιαστικά αποτελέσματα. Έτσι, παρά τις αλλεπάλληλες επιχειρήσεις της ΕΛ.ΑΣ. για τη σύλληψη του Ν. Παλαιοκώστα, με κινητοποιήσεις σε Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα, Ήπειρο και την αποστολή ειδικών κλιμακίων της Ασφάλειας Αττικής, ο 46χρονος κακοποιός συνέχιζε να διαφεύγει.
Σε αυτό, προστίθεται και η εφευρετικότητα του «Φαντομά». Ο Παλαιοκώστας, έχοντας μεγαλώσει στα Τρίκαλα, ήξερε την ελληνική επαρχία. Ήξερε από δάση, βουνά και την περιήγηση στη φύση. Ήταν, επίσης, πολύ καλός οδηγός και πολύ καλός στις μεταμφιέσεις- αν και ποτέ δεν θα μάθουμε τι χρησιμοποιούσε περισσότερο για να μην αναγνωρίζεται.
Έτσι, ακόμα και όταν έπεφτε στα χέρια των αστυνομικών, μπορούσε εύκολα να «ξεγλιστράει». Όπως το 1989, όταν ο μετέπειτα αστυνομικός διευθυντής Νικόλαος Στίγκας, τότε οδηγός περιπολικού στο Λιδωρίκι, τον έχασε «μέσα από τα χέρια του», όταν ο Παλαιοκώστας πέταξε ατσαλόπροκες από το παράθυρο του αυτοκινήτου του, σκάζοντας τα λάστιχα του περιπολικού του Στίγκα.
Στα περισσότερα περιστατικά, όταν έπεφτε σε μπλόκο, του άρεσε να… κόβει δρόμο από χωματόδρομους, στους οποίους χανόταν. Ο Παλαιοκώστας οδηγούσε πάντα SUV και στα μπλόκα συνήθως υπήρχαν μοτοσικλέτες που δεν μπορούσαν να κινηθούν στο χώμα και συμβατικά περιπολικά. Αλλά και όταν τα πράγματα σκούραιναν πολύ, όπως σε ένα μπλόκο το 1999, στην Πύλη Τρικάλων, είχε πυροβολήσει με το Καλασνικόφ του αστυνομικούς.
Η απαγωγή
Μετά τη μεγάλη ληστεία και την επικήρυξή τους ο Νίκος Παλαιοκώστας έζησε για ένα διάστημα ως φυγάς στην Ευρώπη. Επέστρεψε, ωστόσο, στην Ελλάδα και μαζί με τον αδελφό του πήραν το ρίσκο να απαγάγουν τον επιχειρηματία Αλέξανδρο Χαΐτογλου. Τον παρακολούθησαν και έμαθαν την καθημερινή διαδρομή του από το σπίτι του προς τη δουλειά του, αφού άφηνε πρώτα τα παιδιά του στο σχολείο. Ηταν 15 Δεκεμβρίου του 1995, ένα πρωί με παγωνιά, όταν ο επιχειρηματίας οδηγώντας το αυτοκίνητό του μάρκας Opel έφυγε από τη βίλα του στο Πανόραμα και μπήκε στον στενό χαλικόδρομο που οδηγούσε στην εθνική οδό, έχοντας μπροστά του τον Νίκο Παλαιοκώστα να προπορεύεται και τον Βασίλη να περιμένει σε προκαθορισμένο σημείο, μεταμφιεσμένος, με ένα Browning γεμάτο και δύο εφεδρικούς γεμιστήρες.
Ο Νίκος το έπαιζε ο καλός οδηγός που σέβεται τον ΚΟΚ και σταμάτησε στη διασταύρωση για να ελέγξει την κίνηση, αναγκάζοντας τον Χαΐτογλου να φρενάρει και να σταματήσει. Η πόρτα του συνοδηγού του Opel σχεδόν ακουμπούσε τον Βασίλη Παλαιοκώστα, όπως έγραψε χρόνια αργότερα στο βιβλίο του.
«Την άνοιξα σαν να μη συμβαίνει κάτι. Κάθισα στη θέση του συνοδηγού, πάλι σαν να μη συμβαίνει κάτι! Ομως είχα ήδη το Browning στο δεξί μου χέρι και του το κόλλησα στα πλευρά. “Κάνε ό,τι σου λέω γιατί θα σε εκτελέσω επιτόπου”.
Πανικοβλήθηκε. Προσπάθησε να βγάλει τη ζώνη. Τον χτύπησα με την αριστερή παλάμη στο στήθος. Γραπώνοντας ταυτόχρονα τα πέτα του μπουφάν και του πουκαμίσου του, τα πίεσα με δύναμη στον λαιμό του.
“Μην τολμήσεις, χλεχλέ! Θα σε σκίσω!”. Παραδόθηκε».
Οι δύο απαγωγείς έβαλαν τον επιχειρηματία στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου τους, αφού πρώτα αρνήθηκαν να πάρουν τα 2 εκατ. δραχμές που κουβαλούσε στον χαρτοφύλακά του και τους τα πρόσφερε. Η πρώτη επικοινωνία του απαχθέντος με την οικογένειά του έγινε λίγη ώρα αργότερα μέσω κινητού τηλεφώνου, ώστε να ενημερώσει τον αδελφό του, Κώστα, ότι ήταν όμηρος. Του ζήτησε να τηρήσει πιστά τις οδηγίες που θα πάρει και να μην επικοινωνήσει με την Αστυνομία.
Και όταν εκείνος το έπραξε, προσπάθησε αφελώς να αποκτήσει μια κάποια οικειότητα με τα δύο αδέλφια. «Ξέρεις, επειδή είμαι πρόεδρος του Ηρακλή, γνωρίζω πολλούς ανθρώπους της νύχτας», ξεκίνησε να λέει, αλλά δεν τελείωσε τη φράση του, αφού ο Νίκος τον αποστόμωσε: «Εμείς, φαντασμένε, δεν είμαστε της νύχτας, είμαστε της μέρας. Δεν έχεις να κάνεις ούτε με μπράβους, ούτε με φιλάθλους, έχεις να κάνεις με επαγγελματίες. Ανάλογα να φέρεσαι».
Κατά τη διάρκεια της διαδρομής ο Χαΐτογλου δεν αισθάνθηκε καλά και τα δύο αδέλφια σταμάτησαν το αυτοκίνητο σε μια φυσική κρυψώνα και άρχισαν να του μιλούν ήρεμα λέγοντάς του: «Οποια κι αν είναι η εξέλιξη, γίνει δεν γίνει η δική μας δουλειά, εσύ θα πας σπίτι σου».
Οταν ξεκίνησαν να ταξιδεύουν πάλι, ο επιχειρηματίας ήταν πολύ πιο ήρεμος, παρόλο που πέρασε το πρώτο βράδυ δεμένος μέσα στο αυτοκίνητο πάνω στο οροπέδιο ενός χιονισμένου βουνού. Μετά από λίγα 24ωρα ξημέρωσε μια Δευτέρα αλλιώτικη από τις άλλες, αφού τα αδέλφια επρόκειτο να παραλάβουν τα 3 εκατ. γερμανικά μάρκα και ακολούθως να απελευθερώσουν τον επιχειρηματία. Ο Νίκος, που είχε αναλάβει την επαφή με την οικογένεια, μιλούσε στο κινητό μακριά από τον αδελφό του και τον επιχειρηματία, επειδή ο τελευταίος αγχωνόταν. Μόλις έκλεισε το τηλέφωνο, ανακοίνωσε ότι τελικά δέχτηκε τα λύτρα να είναι 270 εκατ. δραχμές, λιγότερα δηλαδή από το ποσό που είχε συμφωνηθεί.
Σε ένα πράγμα ήταν ανένδοτος αρχικά ο Νίκος Παλαιοκώστας και αυτό ήταν η εμπλοκή του αδελφού του Βασίλη (φώτο) σε «χοντρές δουλειές», για να μην μπλέξει κι άλλος από την οικογένεια στην παρανομία και τις φυλακές. Κάτι που τελικά δεν αποφεύχθηκε
Ο Βασίλης έγινε έξαλλος για αυτή την υποχώρηση, κυρίως επειδή ο αδελφός του συμφώνησε χωρίς πρώτα να το συζητήσει μαζί του, αλλά τελικά τα πράγματα ηρέμησαν. Ο Κώστας Χαΐτογλου έφτασε στη Λαμία γύρω στις 9 το βράδυ, ακολούθησε τον δρόμο προς την Αμφισσα, πέρασε το πρώτο βενζινάδικο, έστριψε δεξιά στον πρώτο χωματόδρομο, όπως του είχαν πει οι απαγωγείς, και μετά από 50 μέτρα πήγε στο γεφυράκι όπου θα άφηνε τα λύτρα.
Μόλις έφυγε, τα αδέλφια Παλαιοκώστα πήραν τα χρήματα και κατευθύνθηκαν με προεπιλεγμένο δρομολόγιο προς την Καρδίτσα. «Μπήκαμε στην πόλη της Καρδίτσας και αφήσαμε τον Αλέκο στο ΚΤΕΛ της πόλης. Ηταν φανερά χαρούμενος, μας αποχαιρέτησε δι’ ασπασμού πετώντας το πλέον αμίμητο: “Παιδιά, αν δεν κόστιζε τόσο πολύ, θα ήθελα ακόμη μία περιπέτεια”.
Ο Βασίλης τού απάντησε αμέσως: “Μην ανησυχείς, κάνουμε σκόντο”».
Η απόδραση του αιώνα
Στις 4 Ιουνίου του 2006 ο Βασίλης Καρίκης, πρώην πιλότος της Πολεμικής Αεροπορίας, πήγαινε όπως κάθε μέρα στη δουλειά του, αγνοώντας τα όσα επρόκειτο να συμβούν το απόγευμα εκείνης της μέρας. Η δουλειά του ήταν να πραγματοποιεί πτήσεις μικρής διάρκειας για όσους θέλουν να θαυμάσουν την πρωτεύουσα και τα μνημεία της από ψηλά, να βγάλουν τα απαραίτητα βίντεο και να επιστρέψουν. Στις 6 το απόγευμα ένα ζευγάρι επιβιβάστηκε στο Eurocopter με τα διακριτικά AS355N. Ο Καρίκης τούς καλησπέρισε με το επαγγελματικό χαμόγελο που επιβάλλεται και μετά τις οδηγίες απογειώθηκε.
Αυτό που δεν γνώριζε όμως ήταν το πραγματικό όνομα του επιβάτη, ο οποίος μετά από δεκαπέντε λεπτά πτήσης αποκαλύφθηκε με τον γνωστό του τρόπο: έβγαλε ένα πιστόλι που είχε κρύψει, το κόλλησε στον λαιμό του έμπειρου πιλότου και με τη χαρακτηριστική φωνή του τού είπε: «Είμαι ο Νίκος Παλαιοκώστας και πάω να σώσω τον αδελφό μου που μετράει 2.358 μέρες στη φυλακή».
Το ελικόπτερο άλλαξε πορεία και μετά από λίγα λεπτά βρέθηκε πάνω από το σωφρονιστικό ίδρυμα στον Κορυδαλλό, με τον Καρίκη να το κατεβάζει στον προαύλιο χώρο της Ε’ Πτέρυγας. Ο έλικας του Eurocopter σήκωσε ένα τεράστιο σύννεφο καφέ σκόνης και οι φύλακες, που στην αρχή νόμιζαν ότι ήταν αιφνιδιαστικός έλεγχος, στάθηκαν προσοχή. Μόνο όταν είδαν τον Βασίλη Παλαιοκώστα και τον Αλκέτ Ριζάι να τρέχουν προς το ελικόπτερο κατάλαβαν ότι γινόταν απόδραση.
Ο Νίκος Παλαιοκώστας περίμενε τον αδελφό του και τον Ριζάι με το πιστόλι στο χέρι και μέσα σε ένα σκηνικό που θύμιζε κινηματογραφική ταινία το ελικόπτερο σηκώθηκε και πέταξε προς άγνωστη κατεύθυνση. Μόλις είχε συντελεστεί η απόδραση του αιώνα. Μια απόδραση που πλήρωσε ακριβά ο Νίκος όταν συνελήφθη στις 13 Σεπτεμβρίου του 2006 έξω από το χωριό Λιβάδι στον Παρνασσό, πέφτοντας σε μπλόκο που είχε στήσει η Αστυνομία της Λιβαδειάς.
Προσπάθησε να ξεφύγει αναπτύσσοντας ταχύτητα, αλλά έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του και βγήκε εκτός δρόμου, χωρίς περιθώριο διαφυγής. Ηταν καταζητούμενος επί 16 χρόνια και μετρούσε συνολικές καταδίκες 197 ετών και 376 μηνών! Τελικά, αποφυλακίσθηκε το 2021, για λόγους υγείας. Τα τελευταία χρόνια υποβαλλόταν σε αιμοκάθαρση και όρος για την αποφυλάκισή του ήταν να μένει στη γενέτειρά του, στα Τρίκαλα.
Πηγή: protothema.gr