Γεννημένος τον Μάρτιο του 1979, στο Σάρεϊ της Αγγλίας, ο Τζέιμς Μπόουεν δεν είχε εύκολα παιδικά χρόνια. Όταν ήταν μόλις τριών ετών, οι γονείς του χώρισαν και έφυγε με τη μητέρα του για την Αυστραλία, ωστόσο η μονογονεϊκή οικογένεια πηγαινοερχόταν με αποτέλεσμα να δυσκολευτεί πολύ σε κάθε τομέα της ζωής του. Δεν είχε ποτέ φίλους και συχνά δεχόταν αφόρητο bullying στο σχολείο, το οποίο τελικά παράτησε στη Β’ Λυκείου.
Στα 17 του, παρότι ανήλικος ακόμα, επέστρεψε μόνος του στη Βρετανία και μετακόμισε στο Λονδίνο, στο σπίτι της αδελφής του και του συζύγου της. Όνειρό του ήταν να κάνει καριέρα στη μουσική, αλλά διαλύθηκε σύντομα όπως ακριβώς διαλύθηκε και η μπάντα που είχε φτιάξει. Στα 18 του κι αφού έφυγε και από το σπίτι της αδελφής του, βρέθηκε να κοιμάται είτε στους δρόμους της αφιλόξενης μεγαλούπολης είτε σε καταφύγια. Η διαδρομή στην οποία βρέθηκε σε συνδυασμό με τα συναισθηματικά κενά του έκρυβαν κινδύνους και δεν μπόρεσε να τους αποφύγει. Κατέληξε στην ηρωίνη.
Μετά από χρόνια χρήσης και προσπάθεια ενός φίλου του να τον βοηθήσει, ο Μπόουεν μπαίνει σε πρόγραμμα μεθαδόνης και του δίνεται ένα μικρό διαμέρισμα για να κάνει μια νέα αρχή. Το πρώτο βράδυ που επιστρέφει στο νέο του σπίτι, βρίσκει έξω από την πολυκατοικία έναν πορτοκαλί γάτο. Είναι εμφανώς ταλαιπωρημένος, πολύ αδύνατος και με πληγές στο πρόσωπο και το σώμα.
Αποφασίζει να τον βοηθήσει ξοδεύοντας τις τελευταίες του 20 λίρες που προορίζονταν για φαγητό σε έναν κτηνίατρο, ενώ στη συνέχεια τον παίρνει για λίγες ημέρες στο σπίτι για να του χορηγεί αντιβίωση ψάχνοντας παράλληλα σε ποιον ανήκει.
Αφού δεν βγάζει άκρη αποφασίζει να αφήσει τον γάτο εκεί που τον βρήκε, υγιή πια, να αναζητήσει ο καθένας την τύχη του. Όμως το ζώο τον περιμένει κάθε πρωί έξω από την πόρτα του και τον ακολουθεί μέχρι και τη στάση λεωφορείου. Ο Μπόουεν δεν έχει άλλη επιλογή. Παίρνει τον πορτοκαλί γάτο σπίτι και τον ονομάζει Μπομπ.
Κάπως έτσι ξεκινά μια υπέροχη ιστορία, για την οποία χρόνια αργότερα ο ίδιος διηγείται «ήρθε, βρήκε έναν αδύναμο άνθρωπο και ζήτησε βοήθεια. Την είχε περισσότερο ανάγκη από όσο είχα εγώ τον εθισμό μου. Έγινε η αιτία να ξυπνάω κάθε μέρα και να ξυπνάω καθαρός».
Ο Μπόουεν αντιλαμβάνεται ότι δεν έχει πλέον μόνο τον εαυτό του να υποστηρίξει, καθώς από τις επιλογές του εξαρτάται και ο νέος του φίλος. Αποφασίζει να κόψει οριστικά την ηρωίνη και ξεκινά να πηγαίνει κάθε μέρα στο κέντρο του Λονδίνου πουλώντας ένα περιοδικό, αντίστοιχο της Σχεδίας, για να βγάζει χρήματα ώστε να φροντίζει και τους δύο. Ο Μπομπ τον συνοδεύει σε κάθε του βήμα, μπαίνει στο λεωφορείο και είναι μαζί του καθημερινά στο κέντρο του Λονδίνου.
Κόσμος τους τραβά φωτογραφίες και βίντεο και τους ανεβάζει στο ίντερνετ. Γύρω από τον Μπόουεν που καμιά φορά παίζει κιθάρα στον δρόμο και τον Μπομπ που επιτηρεί τα… φιλοδωρήματα, μαζεύεται κάθε μέρα όλο και περισσότερος κόσμος.
Μια εφημερίδα δημοσιεύει την ειδηση για το περίεργο δίδυμο που γίνεται πασίγνωστο σε όλη τη Βρετανία και τελικά ένας εκδοτικός οίκος προτείνει στον Μπόουεν να γράψει βιβλίο.
Το A Street Cat Named Bob: And How He Saved My Life εκδίδεται το 2012 και ακολουθεί… πανζουρλισμός. Πουλά πάνω από 1 εκατ. στη Βρετανία, μεταφράζεται σε περισσότερες από 30 γλώσσες και είναι πρώτο στη λίστα των Sunday Times για 76 συνεχόμενες εβδομάδες.
Η ιστορία του Μπόουεν και του Μπομπ γίνεται γνωστή σε όλο τον κόσμο. Οι δυο τους εμφανίζονται συχνά σε τηλεοπτικές εκπομπές και τα μίντια ακολουθούν πλέον την κοινή ζωή τους. Το 2016, το βιβλίο γίνεται ταινία με τον τίτλο A Street Cat Named Bob με πρωταγωνιστές τους ίδιους. Ακολουθεί ένα δεύτερο βιβλίο που επίσης γίνεται best seller και μια δεύτερη ταινία, το 2020.
Ζουν μια εντελώς διαφορετική ζωή από ό,τι είχε συνηθίσει ο καθένας τους. Ο Μπόουεν είναι για χρόνια καθαρός από ναρκωτικά και ο Μπομπ έχει βρει έναν πιστό φίλο, έχει παγκόσμια φήμη και ένα σπίτι να νιώθει ασφαλής μακριά από τους δρόμους.
Ένα πρωινό του Ιουνίου του 2020, ο Μπομπ, ο οποίος ζει πια εσώκλειστος στο σπίτι, βρίσκει μια πόρτα ανοικτή και βγαίνει για μια τελευταία βόλτα. Τον βρίσκουν νεκρό δύο μέρες αργότερα, χτυπημένο από αυτοκίνητο.
Ο Μπομπ έκανε το χρέος του. Έζησε σχεδόν 16 χρόνια μακριά από τους κινδύνους που αντιμετωπίζει ένα αδέσποτο ζώο, έγινε γνωστός παγκοσμίως και φαινόταν πάντα ευτυχισμένος. Επιπλέον, βοήθησε έναν άνθρωπο να αλλάξει τη ζωή του, να βγάλει ένα εκατομμύριο λίρες από τα βιβλία και τις ταινίες και να μείνει μακριά από τους εθισμούς του. Οι άνθρωποι, όμως, είναι οι επιλογές τους.
Τέσσερα χρόνια μετά την απώλεια του Μπομπ, ο Μπόουεν επέστρεψε στην ηρωίνη. Έχασε το σπίτι του, τα τέσσερα γατιά του και ζει ξανά ως άστεγος παρέα με έναν σκύλο, χωρίς καθόλου χρήματα τα οποία ισχυρίζεται ότι του έφαγαν «άνθρωποι που νόμιζα ότι ήταν φίλοι μου».
Ένα πολύ δυσάρεστο τέλος, σε μια πολύ όμορφη ιστορία που μας δείχνει πώς τα ζώα και οι άνθρωποι μπορούν να γίνουν ο ένας σωτήρας του άλλου…