Δύο μη πανομοιότυπες δίδυμες στις ΗΠΑ διαγνώστηκαν στο φάσμα του αυτισμού σε ηλικία μόλις 20 μηνών και, σύμφωνα με τους ειδικούς, θα χρειάζονταν «πολύ σημαντική υποστήριξη».
Έτσι, σε μια πρωτοποριακή δοκιμή, οι γονείς τους και μια ομάδα ιατρικών εμπειρογνωμόνων δημιούργησαν ένα εξατομικευμένο διετές πρόγραμμα, που σχεδιάστηκε για να βοηθήσει τα παιδιά να ζήσουν μία καλή ζωή και να αναπτυχθούν όσο το δυνατόν περισσότερο.
Σήμερα, οι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι το πρόγραμμα ήταν απόλυτα επιτυχημένο και πως τα δύο κορίτσια παρουσιάζουν «δραματική βελτίωση», όσον αφορά στη σοβαρότητα των συμπτωμάτων τους.
Η πρόοδος, μάλιστα, ενός εκ των δύο, της «Δίδυμης P» χαρακτηρίσθηκε ως «θαύμα» από έναν από τους παιδιάτρους, καθώς η μικρή σημείωσε 43 στα 180 στην κλίμακα ελέγχου της λίστας αξιολόγησης της θεραπείας του αυτισμού, τον Μάρτιο του 2022 και αυτό μειώθηκε σε μόλις τέσσερα μέχρι τον Οκτώβριο του 2023.
«Τα συμπτώματα του ενός από τα δίδυμα αντιστράφηκαν σε σημείο που να μην διακρίνονται από παιδιά που δεν είχαν ποτέ ιστορικό συμπτωμάτων αυτισμού», δήλωσε στην Telegraph ο Dr. Chris D’Adamo, συγγραφέας της μελέτης από το Πανεπιστήμιο του Maryland των ΗΠΑ.
Το άλλο κορίτσι, γνωστό ως «Δίδυμη L», είχε πιο σοβαρά συμπτώματα όταν ήταν 20 μηνών, σημειώνοντας 76 βαθμούς στους 180. Και σε αυτή την περίπτωση, η βαθμολογία μειώθηκε σε 32 μόλις ενάμιση χρόνο αργότερα.
Οι βελτιώσεις είναι απίθανο να αναιρεθούν
Οι επιστήμονες δεν χρησιμοποιούν τον όρο «θεραπεία» παρόλο που πιστεύουν ότι οι βελτιώσεις είναι απίθανο να αναιρεθούν με την πάροδο του χρόνου.
«Επειδή ο αυτισμός είναι μια αναπτυξιακή κατάσταση, μπορεί κανείς να πει με ασφάλεια ότι μόλις ξεπεράσουν τις αναπτυξιακές πτυχές του αυτισμού και επιστρέψουν σε μια τυπική αναπτυξιακή πορεία, είναι πολύ απίθανο να εμφανίσουν ξανά τα κοινά συμπτώματα του αυτισμού», εξηγεί ο Dr. D’Adamo.
Η «θεραπεία» των διδύμων
Αρχικά, τα δίδυμα υποβλήθηκαν σε ανάλυση συμπεριφοράς, λογοθεραπεία και ένα αυστηρό πρόγραμμα διατροφής χωρίς γλουτένη, στο πλαίσιο της δοκιμής για τη μείωση της φλεγμονής.
Η διατροφή δεν περιείχε καζεΐνη, μια πρωτεΐνη που βρίσκεται στο γάλα, είχε χαμηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη, δεν περιλάμβανε χρωστικές ουσίες ούτε υπερ-επεξεργασμένα τρόφιμα και στηριζόταν κυρίως σε τοπικά βιολογικά προϊόντα.
Τα κορίτσια λάμβαναν επίσης καθημερινά συμπληρώματα ωμέγα-3 λιπαρών οξέων, πολυβιταμίνες, βιταμίνη D, καρνιτίνη και άλλα.
Δεν υπάρχει μοναδική θεραπεία
Γράφοντας μία ανώνυμη επιστολή στην επιστημονική επιθεώρηση MDPI, οι γονείς ανέφεραν πως γνώριζαν ότι δεν θα υπήρχε «μοναδική θεραπεία» για την αναστροφή των συμπτωμάτων και έτσι το πρόγραμμα επικεντρώθηκε στην ανακούφιση του «συνολικού φορτίου» των παιδιών.
«Παρά το γεγονός ότι μοιράζονται παρόμοια γονίδια και πανομοιότυπους παράγοντες σύλληψης, κύησης, εμπειρίας γέννησης και μεταγεννητικής περιόδου, καθώς και ότι επωφελήθηκαν από συνεπή ανατροφή, οικιακό περιβάλλον και οικογενειακή δυναμική, κάθε κόρη παρουσίασε διάγνωση διαταραχής φάσματος του αυτισμού (ΔΦΑ) εντελώς μοναδικά», αναφέρουν στην επιστολή.
«Καθώς οι στατιστικές έχουν συσσωρεύσει τις πιθανότητες ενάντια στη δυνατότητα ανάκαμψης ενός παιδιού από τη διάγνωση ΔΦΑ, η προσέγγισή μας επικεντρώθηκε στο να ακολουθήσουμε μια μη συμβατική, ολιστική κατανόηση των ατομικών αναγκών της κάθε κόρης μας, να διερευνήσουμε τα βαθύτερα αίτια και να σχεδιάσουμε εξατομικευμένη υποστήριξη. Δεσμευτήκαμε να συμμετέχουμε σε μεγάλο βαθμό σε όλες τις παρεμβάσεις που διερευνήσαμε, εκπαιδεύοντας τους εαυτούς μας, υπερασπιζόμενοι αυτό που θεωρούσαμε καλύτερο για τα παιδιά μας», γράφουν οι γονείς.
«Το πιο σημαντικό, ήταν η επιθυμία μας να δημιουργήσουμε και να διατηρήσουμε έναν βαθύ και εγκάρδιο δεσμό με κάθε μία από τις κόρες μας και να παραμείνουμε γονείς και όχι επαγγελματίες. Μέσω αυτής της προσέγγισης, γίναμε μάρτυρες της ριζικής ανάκαμψης της μιας κόρης μας, η οποία είναι σήμερα ένα χαρούμενο, ζωηρό και εξαιρετικά έξυπνο τετράχρονο παιδί. Παραμένουμε σταθεροί στην υποστήριξή μας στην άλλη μας κόρη, η πρόοδος της οποίας επίσης μας εκπλήσσει σταθερά και μας υπενθυμίζει ότι η ανάρρωση είναι δυνατή με τον ατομικό ρυθμό του καθενός», καταλήγουν.
Η μελέτη περίπτωσης δημοσιεύεται στην επιστημονική επιθεώρηση Journal of Personalized Medicine.