Όταν ήταν δύο ετών, η οικογένεια του Πιέρ Καρντέν έφυγε από την φασιστική Ιταλία με προορισμό το Παρίσι. Ο ίδιος θυμόταν, πολλά χρόνια αργότερα, πώς όταν το βαγόνι τους μπήκε σε ένα τούνελ, άρχισε να φωνάζει στη μητέρα του ότι είχε τυφλωθεί.
Κάτι τέτοιο φυσικά δεν είχε συμβεί, η όρασή του επανήλθε μόλις το βαγόνι βγήκε στο φως και ο Καρντέν -γαλλική εκδοχή του πραγματικού επιθέτου του, το οποίο ήταν Καρντίνε- έγινε ένας από τους μεγαλύτερους οραματιστές της μόδας.
Ένα πράγμα που χαρακτήριζε πάντα τον Καρντέν ήταν η ικανότητά του -αλλά κυρίως η επιθυμία του- να κοιτάει προς το μέλλον. Ακόμα και λίγο πριν πεθάνει, στα 98 του χρόνια, είχε αγοράσει μια έκταση στην Ουντάν της Γαλλίας, την οποία σκόπευε να μετατρέψει σε πολιτιστικό κέντρο.
Τρομερά ματαιόδοξος και φιλάρεσκος ο ίδιος, δεν είναι καθόλου παράξενο που ασχολήθηκε με τη μόδα.
Αν και το κρυφό του πάθος ήταν να γίνει ηθοποιός, δεν τα κατάφερε, διότι πολύ απλά δεν είχε αρκετό ταλέντο. Γι αυτό και στην πορεία σχεδίασε κοστούμια για θεατρικές παραστάσεις, στις οποίες ενδεχομένως θα ήθελε να πρωταγωνιστεί ο ίδιος.
Στο Μπρόντγουεϊ, σε πρόβες για το έργο “Η Κυρίς με τις καμέλιες”, για την οποία είχε δημιουργήσει τα κοστούμια. (@ΑΡ Photo)
Είχε την εμφάνιση ενός σταρ, όμως, το οποίο είχε παραδεχθεί, διόλου σεμνά και ο ίδιος, λέγοντας: «Ήμουν πολύ όμορφος στα νιάτα μου, όλοι ήθελαν να κοιμηθούν μαζί μου»… Γεγονός.
Και κάποιοι τα κατάφεραν. Όπως η Ζαν Μορό, με την οποία διατήρησε μια εκρηκτική -όπως οι χαρακτήρες και των δύο τους- σχέση από το 1960 έως το 1965.
Μετά την Μορό δεν υπήρξε άλλη γυναίκα που να σταθεί στο πλάι του, ο ίδιος αφιερώθηκε στην Τέχνη του και ο κοντινότερος άνθρωπός του ήταν ο προσωπικός του βοηθός Αντρέ Ολιβέ.
Πλένομαι με το δικό μου σαπούνι, φοράω το δικό μου άρωμα, πάω για ύπνο στα δικά μου σεντόνια, έχω ακόμα και τα δικά μου τρόφιμα. Ζω με το όνομά μου -Πιερ Καρντέν
Ο Καρντέν συνεργάστηκε στα πρώτα χρόνια της καριέρας του με τον Κριστιάν Ντιόρ. Εκείνος τον είχε αναγνωρίσει ως το σχεδιαστή του μέλλοντος και πολλοί πίστευαν ότι θα ήταν ο διάδοχός του. Τελικά τον «έφαγε» ο Ιβ Σεν Λοράν, κάτι που ώθησε τον Καρντέν να δημιουργήσει το δικό του οίκο.
Οι πρώτες του κολεξιόν ήταν καλές αλλά όχι αξιοσημείωτες. Παραδόξως, αυτό που τον απογείωσε ήταν οι αντρικές του κολεξιόν, κάτι πολύ σπάνιο για τη δεκαετία του ’60 και βέβαια το γεγονός ότι η απόλυτη μούσα του ήταν μια Γιαπωνέζα, η Χιρόκο Ματσουμότο. Επίσης σπάνιο.
Ο Καρντέν ήταν εξαιρετικός σχεδιαστής, αγαπούσε πολύ τη γεωμετρία και τον φουτουρισμό, αλλά πάνω απ’ όλα ήταν ένας εκπληκτικός επιχειρηματίας κι εκείνος στον οποίο χρωστάνε τα πάντα όλοι οι μετά από αυτόν.
Ήταν ο πρώτος που όχι μόνο δεν δίστασε να δανείσει την υπογραφή του σε κάθε είδους αντικείμενο, από έπιπλα έως σεντόνια, αλλά το επεδίωξε κιόλας.
Η περιουσία του ανέρχεται στα 800 εκατομμύρια ευρώ, κάτι που σπάνια συμβαίνει με τους σχεδιαστές μόδας που ζουν και πεθαίνουν στις μέρες μας πνιγμένοι στα χρέη.
Ο Καρντέν αδιαφορούσε για όσους του ασκούσαν κριτική. Νέος είχε αποβληθεί από το Συνδικάτο της Υψηλής Ραπτικής όταν λανσάρισε πρώτος, πριν ακόμη κι από τον Ιβ Σεν Λοράν, μια γραμμή pret-a-porter, κάτι που εκείνη την εποχή θεωρούνταν αδιανόητο.
Ο Καρντέν με τη Ζαν Μορό (δεξιά), στο ατελιέ του στο Παρίσι, το 1963. (@ΑΡ Photo)
«Εγώ δεν τα κάνω αυτά για να κάνω επανάσταση. Τα κάνω επειδή δεν είμαι ποτέ ικανοποιημένος, θέλω πάντα να κάνω κάτι καινούργιο και να προωθώ το επάγγελμα που αγαπω ιδιαίτερα».
Ο Καρντέν αγαπούσε τη ζωή. Και τη διασκέδαση. Τόσο πολύ που αγόρασε το πιο ιστορικό κλαμπ του Παρισιού, το Μαξίμ, για να διασκεδάζει όπως εκείνος ήθελε. Κάθε φορά που γινόταν μια φωτογράφιση, ή μια κολεξιόν, πήγαινε με όλους του τους συνεργάτες στο κλαμπ για να φάνε, να πιουν και να διασκεδάσουν.
Μια εκδοχή θέλει τον Καρντέν να αγόρασε το κλαμπ επειδή κάποτε του αρνήθηκαν την είσοδο σε αυτό.
Δεν θα μάθουμε ποτέ αν ισχύει, αλλά δεν είναι καθόλου απίθανο. Όταν ρωτήθηκε, λίγο πριν πεθάνει, ποια είναι η μεγαλύτερή του ικανοποίηση στη ζωή, είχε πει: «Ότι συνεχίζω να δημιουργώ. Ότι είμαι ακόμα δημοφιλής. Οι άνθρωποι στον οίκο Σεν Λοράν έλεγαν: ‘Α, ο Καρντέν, δεν θα ξανακούσουμε απ’ αυτόν ούτε σε ένα χρόνο’. Κι όμως εγώ συνέχισα. κι ο Σεν Λοράν σταμάτησε»…