Το ημερολόγιο έγραφε 7 Νοεμβρίου 1829. Ο Γεώργιος Λεμονής συνήθιζε να περνά τα βράδια στο σπίτι του φίλου του, Γιάννη, που ζούσε με τον αδερφό του και τη μητέρα του σε έναν μικρό οικισμό έξω από τη χώρα της Σκοπέλου.
Το βράδυ εκείνο, όμως, έπεσε στην αντίληψή του ένα μπαούλο, μέσα στο οποίο υπήρχαν 377,5 γρόσια. Τα έκλεψε χωρίς να το καταλάβει κανείς και γύρισε αμέριμνος στο σπίτι του. Η κλοπή έγινε αντιληπτή από την οικογένεια του φίλου του δυο μέρες αργότερα.
Όταν ο τελευταίος έφτασε έξω από το σπίτι του Γεωργίου Λεμονή, του ζήτησε να του επιστρέψει τα χρήματα. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, ήταν εξαγριωμένος και τον απείλησε πως αν δεν το κάνει θα καλέσει την αστυνομία.
Μερικές ώρες μετά, ο Λεμονής μπήκε στο σπίτι που διαπράχθηκε η κλοπή, έβγαλε μαχαίρι και έσφαξε τον φίλο του, τον αδερφό και τη μητέρα του. Στη Σκόπελο προκλήθηκε αναταραχή, με τους αστυνομικούς του νησιού να συλλαμβάνουν άμεσα τον δράστη και να τον οδηγούν σε δίκη.
Η απόφαση των δικαστών ήταν ρητή: καταδίκη σε θάνατο. Η συγκεκριμένη ποινή, εκείνη την περίοδο δεν ονομαζόταν θανατική αλλά κεφαλική. Η ονομασία της είχε καταβολές από την εποχή του Βυζαντίου.
Η συγκεκριμένη ποινή δεν αφορούσε μόνο τον θάνατο αλλά και άλλες όπως τον μεταλλισμό (καταναγκαστικά έργα σε ορυχεία και μεταλλεία) ή την εξορία.
Στο πρώτο ποινικό δίκαιο του νεοσύστατου ελληνικού κράτους μετά την απελευθέρωση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ωστόσο, υπήρξε η πιο αυστηρή διάταξη του και εφαρμόζονταν μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Μία από αυτές ήταν και η υπόθεση της Σκοπέλου.
Οι αποδράσεις του δράστη που δυσχέραναν τη θέση του
Μερικές μέρες αργότερα μετά τη δημοσιοποίηση της ποινής, οι συγγενείς του Γεωργίου Λεμονή υπέβαλαν προς τον κυβερνήτη της χώρας, Ιωάννη Καποδίστρια, αίτηση χάριτος. Ήταν η τελευταία ευκαιρία για να γλυτώσει τη θανατική ποινή, η οποία όμως εξανεμίστηκε όταν ο δράστης δραπέτευσε από τις φυλακές του νησιού και κινήθηκε προς τα ορεινά για να γλυτώσει εκ νέου τη σύλληψη.
Η αστυνομία τον έπιασε, ωστόσο, εκείνος δραπέτευσε και πάλι, αυτή τη φορά με καΐκι. Σύμφωνα με τις καταγραφές, πέρασε απέναντι στο Πήλιο και βρήκε καταφύγιο σ’ έναν απομονωμένο οικισμό.
Οι τοπικές αρχές έλαβαν άμεσα δράση και μετά από έρευνα λίγων ημερών κατάφεραν να τον συλλάβουν. Ο Γεώργιος Λεμονής βρισκόταν πια «στο έλεος του Υψίστου» όπως σημειώθηκε στην αναφορά της αστυνομίας του νησιού.
Η εκτέλεση διά τουφεκισμού
Ο θανατοποινίτης εκτελέστηκε στις 15 Οκτωβρίου 1830 στη Σκόπελο. Σύμφωνα με τις αναφορές της αστυνομίας, πριν ο δράστης φτάσει στο σημείο εκτέλεσης, οδηγήθηκε στην εκκλησία της Παναγίας της Φανερωμένης προκειμένου να εξομολογηθεί για τα εγκλήματά του.
Στον ναό έμεινε μόνος του με τον ιερέα. Έξω από αυτόν, βεβαία, υπήρχε ισχυρή δύναμη αντρών που φύλασσαν τον χώρο για να μη δραπετεύσει ξανά. Αφότου ολοκληρώθηκε η διαδικασία, οι αστυνομικοί τον οδήγησαν στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Τρεις στρατιώτες έδεσαν τα μάτια του και τον πυροβόλησαν στο κεφάλι. Ο Γεώργιος Λεμονής έπεσε στο έδαφος με σπασμούς. Οι στρατιώτες επανέλαβαν αμέσως τον τουφεκισμό για να «εκτελεσθή η ποινή του θανάτου». Το πτώμα του ενταφιάστηκε με θρησκευτική τελετή, όπως προέβλεπε και ο νόμος.
Το 1830 πραγματοποιήθηκαν ακόμη δύο εκτελέσεις θανατοποινιτών στη Φωκίδα και τη Σπάρτη. Αρχικά η μόνη μέθοδος εκτέλεσης ήταν ο τουφεκισμός. Μετά την έλευση του βασιλιά Όθωνα, προστέθηκε και η λαιμητόμος.
Η θανατική ποινή εφαρμόστηκε στην Ελλάδα ως το 1972, με την εκτέλεση του τελευταίου θανατοποινίτη, Βασίλη Λυμπέρη. Επίσημα, ωστόσο, καταργήθηκε από το ελληνικό δίκαιο το 1993 από την κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου.