Του Κώστα Ζοργιού
«Ήταν ένας dj, ένας μπάρμαν κι ένας δεύτερος μπάρμαν που δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους». Κάπως έτσι θα μπορούσε να ξεκινά ένα ανέκδοτο. Κι ίσως συνέχιζε με τη διήγηση μιας ιστορίας στην οποία τρεις… άφραγκοι 25άρηδες έκαναν επιχειρηματικά όνειρα κάθε βράδυ που τελείωναν τη βάρδια τους.
Η ιστορία αυτή, όμως, δεν είναι ανέκδοτο κι ας γελούσαν πολλοί όταν άκουγαν τι ετοίμαζαν ο Ευριπίδης, ο Βαγγέλης κι ο Δημήτρης τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ‘90, σε μια Νέα Μάκρη που έσφυζε από ζωή με νυχτερινά μαγαζιά… κολοσσούς.
Το καλοκαίρι του 1991, η «Αργώ», ένα μπαράκι δίπλα στην ψαροταβέρνα Αύρα, ολοκλήρωνε το πέρασμά της από την περιοχή. Ο ιδιοκτήτης της, Γιάννης Χριστόπουλος άνοιγε ένα άλλο μπαρ, το Capitol, στην παραλία της Νέας Μάκρης, παίρνοντας μαζί του τον Ευριπίδη για μπάρμαν και τον Βαγγέλη για dj.
Επενδύσεις με άδειες τσέπες
Ένα καλοκαίρι και πολλά ξενύχτια αργότερα, στην παρέα προστίθεται κι ο Δημήτρης, επίσης ως μπάρμαν, ο οποίος συμμετέχει με χαρά στις κουβέντες των δύο για επενδύσεις. Κουβέντες που όλοι έχουμε κάνει έστω και μία φορά ενώ στην τσέπη μας βρίσκουμε μόνο χνούδια.
Μια διαφωνία με τον ιδιοκτήτη προσφέρει την αφορμή για να φύγουν. Από αυτή τη στιγμή κι έπειτα είναι σαν να ευθυγραμμίζονται οι πλανήτες και να συνωμοτεί το σύμπαν ώστε τρεις άνθρωποι, που γνωρίζονται ελάχιστα μεταξύ τους, να φέρουν τα πάνω κάτω στη διασκέδαση της Νέας Μάκρης. Για να γίνουν όλα όσα θα διαβάσετε, χρειάστηκαν η προτροπή και η επιμονή του Ευριπίδη, που ήξερε την περιοχή και τι ζητούσε αυτή από τη νύχτα.
«Καλώς ήρθατε στο 4 Roses»
Είναι φθινόπωρο του 1992 και το Club Tessera, που βρισκόταν στη Μαραθώνος πάνω από το Σχολαρχείο και πρωτοπορούσε παίζοντας techno μουσική κλείνει οριστικά. Ο Δημήτρης και ο Πέτρος Μπερτόλης αποφασίζουν να το χαρίσουν στην τριάδα των συνεταίρων, χωρίς να πάρουν δραχμή και μαζί τούς αφήνουν μηχανήματα, δίσκους και ό,τι βασικό χρειάζεται ένα κλαμπ για να ανοίξει, εκτός από τα ποτά.
Όλα γίνονται μέσα σε 10 μέρες και ξεκινά η αντίστροφη μέτρηση. Δύο εβδομάδες πριν το Πάσχα του 1993, μια Παρασκευή βράδυ, οι πόρτες ανοίγουν. «Καλώς ήρθατε στο 4 Roses», με το όνομα να βγαίνει με τη λογική ότι στο τραστ των τριών θα έμπαινε ακόμα ένα άτομο, που όμως έκανε πίσω την τελευταία στιγμή.
Εξάρες…
«Η εποχή ήταν πολύ διαφορετική από το σήμερα. Στην ευρύτερη περιοχή υπήρχαν μαγαζιά όπως η Πρόβα, το Wins, ο Παλιός Μπιλ, ο Επίκουρος, οι Νεφέλες, η Μποντέγα, τα Mamounia και πολλά πολλά άλλα. Ο κόσμος ίσως πίστευε ότι τρεις άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, μια και οι δύο πλην του Ευριπίδη προερχόμασταν εκτός Νέας Μάκρης, δεν είχαμε καμία τύχη. Μαζέψαμε τρομερούς ανθρώπους για προσωπικό, ήμασταν πολύ τυχεροί που μας βοήθησαν παιδιά όπως ο Ζεγγίνης, ο Φλώρος, ο Τσούκας, ο Σιτές, ο Ζέρβας, ο Πανταλέων, η Λυρίτη, ο Κακαβούλιας, ο Σαριδάκης. Είχαμε επίσης βοήθεια από τους γονείς του Μπαλαδάκη και ιδιαίτερα τον αείμνηστο πατέρα του, από προμηθευτές και πολλούς ακόμα που ίσως ξεχνάω. Ρίξαμε τη ζαριά μας και φέραμε εξάρες», λέει ο Βαγγέλης Νάκος και μάλλον έχει δίκιο…
Με τα μηχανήματα της μουσικής και τα φωτορυθμικά να είναι δανεικά και με ενοίκιο, με την κάβα να έχει δοθεί με πίστωση, με διάφορους φίλους να βοηθούν ο καθένας με τον τρόπο του, το 4 Roses κόστισε στους τρεις μόλις 2.800.000 δραχμές, όσο δηλαδή κόστιζε εκείνη την εποχή ένα Volkswagen Golf…
Το νέο στέκι της Νέας Μάκρης
Αυτή την πρώτη Παρασκευή, στο grand opening, ανοίγουν το μισό μαγαζί, τα 200 από τα 400 τετραγωνικά, γιατί δεν ξέρουν τι να περιμένουν. Φοβούνται μην το δουν άδειο και γκρεμιστούν τα όνειρά τους. Πρώτο βράδυ, το μαγαζί πίτα, το ίδιο και το Σάββατο. Το πρώτο τριήμερο λειτουργίας, έχει γίνει η μισή και πλέον απόσβεση.
Τα ίδια και τη δεύτερη εβδομάδα, όπου γίνεται πλήρης απόσβεση. Όλο το άγχος φεύγει σε πέντε βραδιές λειτουργίας. Ξαφνικά η Νέα Μάκρη έχει ένα νέο στέκι και τα 400 τετραγωνικά του γεμίζουν κάθε τριήμερο του καλοκαιριού. Δεν υπάρχει βραδιά στην πρώτη σεζόν που το 4 Roses να έκλεισε με χασούρα.
Στα τρία γεμάτα χρόνια που το 4 Roses πρωταγωνίστησε, στην πίστα του φτιάχτηκαν φιλίες και κουμπαριές. Άγνωστοι άνδρες χόρεψαν με άγνωστες γυναίκες και μετέπειτα έκαναν οικογένεια. Φίλοι έπαιξαν μπουνιές και το επόμενο πρωί έπιναν καφέ και ο ένας γελούσε με τον άλλο.
Κι όλα αυτά μετά τα μεσάνυχτα, όταν το πρόγραμμα ξεκινούσε με mainstream μουσική, μέχρι το πρωί που έκλεινε με Χριστουδόπουλο και «να ‘χαν οι καρδιές αμπάρες».
Η γειτονική επιχείρηση έκανε χρυσές δουλειές καθώς κάθε εβδομάδα τροφοδοτούσε το 4 Roses με 12 κούτες καινούργια ποτήρια, γιατί στο τσακίρ κέφι όλοι τα πετούσαν στον αέρα και φεύγοντας περπατούσαν πάνω στα γυαλιά.
Όσοι ξεκινούσαν για να στήσουν τους πάγκους τους το πρωί στη λαϊκή, έκαναν μια «σύντομη» στάση στη Μαραθώνος και έφευγαν σερί το πρωί για να βγάλουν το μεροκάματο.
Χοροπηδώντας στην πίστα
Πάνω από όλα, το 4 Roses ένωσε δύο διαφορετικές γενιές, πολλές διαφορετικές περιοχές και πολλά διαφορετικά γούστα, γιατί τελικά ό,τι μουσική κι αν άρεσε στον καθένα, λίγο μετά τις 02.00 τα μπουκάλια πηγαινοέρχονταν και ο κόσμος χοροπηδούσε στην πίστα. Η κοιλιά που έκανε ήταν πολύ σύντομη και πουλήθηκε το 1996, ώστε η τριάδα των συνεταίρων να αγοράσει μερίδιο στο Wins, αφού νωρίτερα είχε φτιάξει και την καφετέρια Monaco απέναντι από το λιμάνι της Νέας Μάκρης. Το περίεργο της υπόθεσης; Τέταρτος συνεταίρος στο Wins ήταν ο Άκης Αναγνώστου, το 4ο από τα Roses που είχε κάνει πίσω την τελευταία στιγμή.
Μια διαφωνία, μια συγκυρία με ένα μπαρ που έβαζε λουκέτο, μια πρωτοφανής στήριξη από φίλους, υπαλλήλους και πελάτες, μια καλή ιδέα, μια ιστορία επιχειρηματικής επιτυχίας, ένα μαγαζί που όλοι θυμούνται με νοσταλγία.
Και κυρίως, μια παρέα αγνώστων που έκανε πραγματικότητα τα όνειρα για επενδύσεις που όλοι σχεδιάζουμε χωρίς να έχουμε τίποτα στην τσέπη παρά χνούδια…