Γράφει ο Κώστας Ζοργιός
«Δεν ξέρω τι λέτε, αλλά αφού φάμε, θα πάμε στον Μαραθώνα για λουκουμάδες». Οι βόλτες με φίλους και η καλή παρέα ήταν αυτό που τον χαρακτήριζε μέχρι το τέλος της ζωής του. Κι είχε αρκετούς φίλους στα 97 του, ακόμα και πολύ μικρότερους σε ηλικία, τους οποίους ξεσήκωνε κάθε τόσο είτε για έναν περίπατο στη Νέα Μάκρη, είτε για ένα τραπέζι σε κάποιο ταβερνάκι της περιοχής.
Τέτοιος άνθρωπος ήταν ο Γιώργος Σγούρας, ντροπαλός και μαζεμένος στην πρώτη επαφή, αλλά έξω καρδιά και ψυχή της παρέας όταν πια ταίριαζαν τα χνώτα σας. Πάντα όρθιος στις δυσκολίες και ποτέ πρόθυμος να τα παρατήσει, ούτε όταν ηλικιωμένος πια έσπασε το ισχίο του, ούτε όταν πέρασε τη Νόσο των Λεγεωνάριων. Πολύ περισσότερο, ούτε εκείνη τη μοιραία Δευτέρα, που στα 90 του βρέθηκε πέντε ώρες μέσα στη θάλασσα για να σωθεί από τη φωτιά.
Με πολλή αγάπη μέσα του και πείσμα να ξεπεράσει όσες δυσκολίες του έφερε η ζωή, που δεν ήταν και λίγες. Μια ζωή γεμάτη, δημιουργική και με το πολύ ξεχωριστό προνόμιο να μαθαίνει πρώτος τι συνέβαινε στον κόσμο. Μια ζωή με τρομερό πάθος για το Μάτι, που πρωτογνώρισε το 1955 και δεν εγκατέλειψε ποτέ…
Τα αγγλικά στον εμφύλιο και το Hellas Press Service
Γεννημένος το 1928 στην Κυψέλη, το ένα από τα δύο αγόρια μιας μεσοαστικής οικογένειας, μεγάλωσε στο κέντρο της Αθήνας, αλλά βρέθηκε τόσο στον Πολύγυρο όσο και στη Σπάρτη μια και ο πατέρας του ήταν καθηγητής. Τα παιδικά κι εφηβικά του χρόνια δεν ήταν εύκολα, λόγω της κατοχής και του εμφυλίου, αλλά ένα περιστατικό σημάδεψε και καθόρισε τη ζωή του. Στα χρόνια του εμφυλίου, η οικογένεια είχε κρύψει στο σπίτι έναν νεαρό ο οποίος γνώριζε αγγλικά. Ο Γιώργος Σγούρας δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη και αξιοποίησε τη συγκυρία. Έκανε… ιδιαίτερα και έμαθε αγγλικά.
Πηγαίνοντας στον στρατό, εκμεταλλεύτηκε αυτό το προσόν, σε μια εποχή που ελάχιστοι γνώριζαν ξένη γλώσσα. Βρήκε έτσι μια θέση στην αμερικανική αποστολή και ολοκληρώνοντας τη θητεία του βρήκε την πρώτη του δουλειά, σε ένα πρακτορείο που λειτουργούσε ως αντιπρόσωπος ξένων Μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα.

Παρότι νέος υπάλληλος και άπειρος, στρώθηκε στη δουλειά, έμαθε και πολύ σύντομα κρατούσε μόνος του όλο το γραφείο. Ο ιδιοκτήτης του πρακτορείου Editors Press Service στις ΗΠΑ τού πρότεινε να πάρει εκείνος την αντιπροσωπεία και επειδή ο Σγούρας δεν είχε κεφάλαιο, του έδωσε δάνειο. Μετά τα ιδιαίτερα στα αγγλικά, ήταν η δεύτερη στιγμή που καθόρισε την επαγγελματική του πορεία.
Το 1955 άνοιξε το Hellas Press Service, το πρώτο πρακτορείο στην Ελλάδα που συνεργάστηκε με μεγάλες εφημερίδες και περιοδικά (Time Magazine, Los Angeles Times, Corriere de la Sera, Spiegel) με κινηματογραφικές εταιρίες (Warner Bros, Marvel), εκδοτικούς οίκους, ενώ ήταν ο πρώτος που έφερε κόμικς στην Ελλάδα (Μανίνα, Super Κατερίνα, Μπλεκ). Κάθε φωτογραφία που ερχόταν από το εξωτερικό, περνούσε πρώτα από το δικό του πρακτορείο πριν αναδημοσιευθεί.

Παράλληλα, έγινε ένας από τους πρώτους έλληνες ανταποκριτές ξένων μέσων, δίνοντας στον διεθνή Τύπο ρεπορτάζ από σημαντικά γεγονότα στην Ελλάδα και φωτογραφίες που εξασφάλιζε από τη συνεργασία του με την Ένωση Φωτορεπόρτερ.

Στα 40 χρόνια που έμεινε στο γραφείο, το οποίο έφτιαξε απέναντι από το σπίτι του στην Κυψέλη για να είναι πάντα κοντά στη σύζυγό του Σοφία και τα παιδιά του Κατερίνα και Θέμο, συναναστράφηκε πολιτικούς, καλλιτέχνες και… celebrities της εποχής του. Όλα τα σημαντικά γεγονότα «έμπαιναν» σπίτι του πριν μπουν στο σπίτι οποιουδήποτε άλλου στην Ελλάδα κι αυτό τον μάγευε. Αγαπούσε πολύ τη δουλειά του κι ας είχε ένταση. Είχε βρει από νωρίς τρόπο να την εκτονώνει στο μέρος που πάντα χαρακτήριζε «παράδεισό» του.
«Δεν ξέρω τι έπαθα με αυτό το μέρος»
Ο Γιώργος Σγούρας δεν είχε καμία σχέση με το Μάτι. Ήρθε πρώτη φορά τον Μάιο του 1955 συνοδεύοντας τον κολλητό φίλο του Κώστα Καραμάνο, που είχε εντοπίσει ένα ωραίο οικόπεδο και ήθελε να του το δείξει.
«Δεν ξέρω τι μου συνέβη. Γύρισα σπίτι μου και σκεφτόμουν συνεχώς αυτό το μέρος, με είχε μαγέψει», δήλωσε το 2018 σε συνέντευξή του για τη φωτιά στο Μάτι. Οι δυο τους αγόρασαν τελικά το οικόπεδο, στην ανηφόρα της Αργυράς Ακτής και στα τέλη της δεκαετίας του ’50 έχτισαν δύο ίδια ξύλινα σπίτια που έγιναν τα καταφύγιά τους.
Με το που έκλειναν τα σχολεία για καλοκαίρι, οι δύο οικογένειες με τα παιδιά τους μετακόμιζαν στο Μάτι, σε μια εποχή που δεν υπήρχε νερό και ρεύμα, παρά μόνο πολλή ησυχία. Την οποία διέκοπτε πού και πού ο μπαρμπά – Γιάννης ο μανάβης περνώντας με φωνές από τους χωματόδρομους με το κάρο του.

Σε αυτά τα δύο σπίτια, στήθηκαν μέσα στα χρόνια πρωταθλήματα πινγκ πονγκ για όλη την πιτσιρικαρία της περιοχής, πολλά παιχνίδια και ακόμα περισσότερα γλέντια, μια και στον Σγούρα πάντα άρεσε να έχει κοντά του τους φίλους του.
Δύο βήματα πιο κάτω, βρισκόταν το μεγάλο πάθος του, η θάλασσα. Με το σκάφος που είχε αγοράσει, έβγαινε για ψάρεμα, αλλά αυτό που λάτρευε ήταν να παίρνει τα παιδιά κ φίλους και να φεύγουν κοντινές εξορμήσεις. Και το επόμενο πρωί, πάλι στο γραφείο γιατί η επικαιρότητα δεν σταματά ποτέ.
Ένα καλοκαιρινό μοτίβο που κράτησε για πολλά χρόνια που δεν άλλαξε ούτε το 1990 όταν αρρώστησε η σύζυγός του και χρειάστηκε να είναι συνεχώς δίπλα της για να την φροντίζει.
Η Σοφία έφυγε από τη ζωή το 1998, αλλά ο Σγούρας δεν σταμάτησε να έρχεται στο Μάτι, δεν σταμάτησε ποτέ να φωνάζει την παρέα του και να κάθονται στην αυλή γύρω από ένα τραπέζι. Το 2001, στα 73 του, παντρεύτηκε για δεύτερη φορά, δείγμα του δεν ήθελε να παραιτηθεί από τη ζωή.
Η Χούντα στο Μάτι και ο Εξωραϊστικός
Η αγάπη για το Μάτι δεν περιορίστηκε μόνο στην προσωπική του ευχαρίστηση. Ο Σγούρας έβαλε από νωρίς σκοπό να βοηθήσει το μέρος και λίγο μετά την δημιουργία του Εξωραϊστικού Συλλόγου (1958), ανέλαβε πρόεδρος (1961) μένοντας σε αυτή τη θέση ως τα τέλη της δεκαετίας και παραμένοντας μετά κοντά στο σύλλογο ως ενεργό μέλος του.
Όταν τον Ιανουάριο του 2018, στην επέτειο των 60 ετών από την ίδρυσή του, ο Εξωραϊστικός τον τίμησε μαζί με έναν άλλο σημαντικό πρόεδρο, τον Σταμάτη Κοκκινογένη, διηγήθηκε μια ιστορία.
Μετά το πραξικόπημα του 1967, ήρθαν στο Μάτι στρατιωτικοί της Χούντας και του ζήτησαν να δώσει τα ονόματα όσων ήταν Αριστεροί. Δεν άνοιξε το στόμα του ποτέ, δεν πρόδωσε κανέναν από τους γείτονές του…
Με τον Σγούρα πρόεδρο, μπήκαν οι πρώτες βάσεις για να έρθει στη συνέχεια στο Μάτι ρεύμα και νερό, όπως και για να γίνουν οι πρώτες ασφαλτοστρώσεις.
Ο επίλογος
Το περασμένο καλοκαίρι, έμεινε στο Μάτι περισσότερο από κάθε άλλη χρονιά στη ζωή του. Και παρότι 97 πια, χόρτασε κάθε στιγμή, υποδέχθηκε αρκετές φορές τα παιδιά του, έκατσε στο ίδιο τραπέζι και διηγήθηκε ιστορίες στις εγγονές του, Σόφη και Ελένα που ήταν οι μεγάλες του αδυναμίες, περπάτησε δίπλα στη θάλασσα.

Η ώρα για το μεγαλύτερο από τα πολλά του ταξίδια πλησίαζε. Μπήκε στο νοσοκομείο Δευτέρα και «έφυγε» την Πέμπτη 30 Ιανουαρίου.

Την Κυριακή, ήταν στο Μάτι με τους φίλους του, όρθιος, χαμογελαστός και ευτυχισμένος για τη γεμάτη ζωή και το αποτύπωμα καλοσύνης και ευγένειας που άφησε πίσω του…