Γράφει ο Παναγιώτης Γκιάλπης
Ο ένας από τον Μαραθώνα, ο άλλος από τη Νέα Μάκρη, αμφότεροι με πολύ ταλέντο όταν έπαιζαν στις πλατείες, αλλά και με κοινά χαρακτηριστικά ότι μπήκαν στα χωμάτινα γήπεδα αρκετά μεγάλοι και ότι υπηρέτησαν τη Μάχη Μαραθώνα.
Ο Άγγελος Παναγιώτου, ο οποίος σταμάτησε πολύ νωρίς την μπάλα κι ο Γιώργος Τσούκας, που τον φώναζαν «Βλάχο» κι από αλλού ξεκίνησε, αλλά αλλού κατέληξε μέσα στο γήπεδο, είναι τα τιμώμενα πρόσωπα γι’ αυτόν τον μήνα στη στήλη Ματιές στο Παρελθόν.
ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ
Η ποδοσφαιρική του ιστορία μπορεί να μην είναι μεγάλη, αλλά όσοι τον έζησαν έχουν να λένε για τις δυνατότητές του. Ο παππούς και η γιαγιά του ήταν ανάμεσα στους 90 πρώτους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στη Νέα Μάκρη ερχόμενοι από τη Μικρά Ασία και εδώ γεννήθηκε και αυτός, το 1962. Έμαθε να κάνει ντρίμπλες στην πλατεία και τις αλάνες της περιοχής και σε αρκετά μεγάλη ηλικία, σχεδόν στα 16 του, επέλεξε να γραφτεί στη Μάχη Μαραθώνα, έχοντας προπονητές τούς Γιάννη Τσεβά και Πέτρο Χαρικιόπουλο.
Έμεινε εκεί έναν χρόνο και τη σεζόν 1979-80 αποκτήθηκε από τον Εθνικό Νέας Μάκρης που με πρωτοβουλία των Βογιατζή, Καραβασίλη και Δημητριάδη είχε πλέον μπει στις εθνικές κατηγορίες. Για τη μεταγραφή του, μάλιστα, ο Εθνικός έδωσε στη Μάχη το υψηλό για την εποχή ποσό των 110.000 δρχ, με τον πατέρα του Παναγιώτου να βάζει τις 30.000, για να δει τον γιο του με τη φανέλα της ομάδας της Νέας Μάκρης.
Χαφ με κύριο χαρακτηριστικό την ψυχραιμία, το μυαλό και τα εξαιρετικά στημένα (εκτελούσε φάουλ, κόρνερ και πέναλτι), βοήθησε τον Εθνικό να κερδίσει την άνοδο στη Β’ ΕΠΣΑΝΑ (με προπονητή τον Στέφανο Θεοδωρίδη, ο οποίος κάνει την κίνηση ματ να τον περάσει σε θέση λίμπερο) και πολύ σύντομα και στην Α’.
Σταμάτησε την καριέρα του μόλις στα 22 του χρόνια, το 1984, αν και είχε μέλλον μπροστά του, καθώς ξεκίνησε να κάνει οικογένεια και απορροφήθηκε στις επαγγελματικές του υποχρεώσεις. Έπαιξε, πάντως και αργότερα σε κάποια παιχνίδια που τον χρειάστηκε ο Εθνικός χωρίς να ακολουθεί προπονήσεις με την ομάδα.
Είναι συνταξιούχος, πατέρας δύο παιδιών. Έχει έναν εγγονό, τον Άγγελο και περιμένει και το δεύτερό του εγγονάκι.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΟΥΚΑΣ
Ένα όνομα, μια ξεχωριστή ιστορία. Γεννημένος και μεγαλωμένος στον Βρανά, αναγκαζόταν καθημερινά να περνά… ποδαράτο μπροστά από το γήπεδο ποδοσφαίρου, ακολουθώντας το μονοπάτι που οδηγούσε στο σχολείο. Το χορτάρι, τα τέρματα και τα κιτρινόμαυρα της Μάχης τού κέντριζαν το ενδιαφέρον και συχνά έχανε τις πρώτες ώρες μαθήματος για να δει την προπόνηση.
Ο έρωτας με το ποδόσφαιρο ήρθε ως φυσικό επακόλουθο και μετά την… καριέρα στο χώμα και τα παιχνίδια με τους φίλους, ήρθε η εγγραφή στα τσικό της Μάχης το 1971. Μόλις έναν χρόνο αργότερα, βλέποντας το ταλέντο του, ο προπονητής Θανάσης Χρήστου τον ανεβάζει στη μεγάλη ομάδα της Μάχης που έφτασε μια ανάσα από τη Β’ Εθνική, αλλά έχασε τον αγώνα μπαράζ με τη Δόξα Βύρωνα.
Ο Χρήστου κάνει την έκπληξη και σε ένα εντός έδρας ματς με τον Άρη Πετρούπολης (2-1 η Μάχη) ξεκινά βασικό τον Τσούκα στα 16 του, αφήνοντας έξω την τότε φίρμα της ομάδας, Μάνο Φωτάκη.
Όλα έχουν πάρει τον δρόμο τους και το μέλλον προδιαγράφεται λαμπρό για το δεκάρι… παλιάς κοπής, που έβλεπε γήπεδο και μοίραζε ασίστ. Όμως, το σενάριο ξαφνικά αλλάζει.
Τρία χρόνια αργότερα, η Μάχη παίζει ένα αδιάφορο εκτός έδρας ματς με τον Ποσειδώνα Γλυφάδας για την τελευταία αγωνιστική. Στο γήπεδο μαζεύονται όλοι κι όλοι εννιά παίκτες και κανείς από αυτούς δεν είναι τερματοφύλακας. Ο Τσούκας φωνάζει «θα παίξω εγώ» και παρότι η Μάχη χάνει 7-2, παίζοντας όλο το ματς με μείον δύο παίκτες, εκείνος βγάζει απίθανα πράγματα.
Συνέχισε ως τερματοφύλακας μέχρι το τέλος της καριέρας του που ήρθε το 1987, όταν αναγκάστηκε να μπει στο χειρουργείο για έναν τραυματισμό στον τένοντα. Υπηρέτησε τη Μάχη ως μέλος του Δ.Σ. και παραμένει κοντά της ως φίλαθλος. Είναι συνταξιούχος αγρότης, έχει δύο κόρες και τέσσερα εγγόνια. Τα δύο είναι κορίτσια και τα άλλα δύο αγόρια παίζουν ήδη στα τσικό του Θησέα Αγίας Μαρίνας…