Του ΚΩΣΤΑ ΖΟΡΓΙΟΥ

Κάθε ταξιτζής που σέβεται τον εαυτό του γνωρίζει από ποδόσφαιρο, πολιτική, συνδικαλισμό, έχει πάρε δώσε με τον Θύμιο Λυμπερόπουλο, έχει πάρει κούρσα τη Βανδή με τον Μπισμπίκη πριν τα φτιάξουν, ξέρει τι κομπίνα έστησαν οι Αμερικανοί και δεν πήγαν ποτέ στο φεγγάρι και μπορεί να σου πει ποια προφητεία της Μπάμπα Βάνγκα θα βγει τελικά αληθινή.

Αντίστοιχα, όμως, έχουν και οι ταξιτζήδες τις περιπτώσεις ανθρώπων που με κάποιο τρόπο τους έχουν στήσει στον τοίχο. Όπως εσύ έχεις να λες για τον τύπο που σε πήρε κούρσα και σου ανέλυσε πώς πετάει ένα drone, έτσι και ο ταξιτζής έχει έναν πελάτη που τον άφησε κάγκελο.

Μιλήσαμε με πέντε επαγγελματίες από τη Νέα Μάκρη και μας έδωσαν τα φώτα τους με ιστορίες απάτης, θανάτου, σεξ και στοργικότητας…


Ηλίας

Είμαστε περίπου στο 2005. Με ειδοποιούν να πάω σε ένα ξενοδοχείο να πάρω μια οικογένεια και να την πάω στο Περιστέρι. Πάω και παίρνω μια κυρία κι ένα παιδάκι και κατεβαίνουμε Αθήνα. Φτάνουμε, αποβιβάζονται, πληρώνουν, όλα καλά… Δεν περνούν δύο λεπτά και χτυπά το κινητό. Με καλούν από το ξενοδοχείο να επιστρέψω άμεσα, γιατί με περιμένει η αστυνομία να δώσω κατάθεση.

Ήθελαν να μάθουν αν έγινε κάτι ύποπτο στην κούρσα, αν άκουσα κάτι περίεργο, αν μίλησε με κάποιον στο τηλέφωνο ή την περίμεναν στο Περιστέρι. Όπως αποδείχθηκε, ήταν παντρεμένη με έναν απατεώνα που είχε ξεγελάσει πολύ κόσμο και είχε καταχραστεί πολλά λεφτά.

Αφού πέρασε λίγος καιρός, χτύπησε ξανά το κινητό μου από ένα ψητοπωλείο στο οποίο είχα αφήσει κάρτες, να πάω να πάρω έναν πελάτη. Είχα κούρσα εκείνη την ώρα και δεν μπορούσα, οπότε πήγε ένας συνάδελφος. Πήρε έναν κύριο που ήθελε να πάει Μιχαλακοπούλου και να σταματήσει σε φαρμακείο να πάρει φάρμακα, γιατί το παιδί του ήταν άρρωστο.

Μάλιστα, έκλαιγε μέσα στο ταξί κι ο συνάδελφος τον λυπήθηκε. Όταν έφτασαν στην Αθήνα, του ζήτησε χρήματα και το κινητό του. Δεν είχε λεφτά για τα φάρμακα και είπε ότι δήθεν ήθελε να πάρει τηλέφωνο τη σύζυγό του να του πει τι ακριβώς έγραφε η συνταγή. Μόλις του τα έδωσε, άνοιξε την πόρτα, άρχισε να τρέχει κι εξαφανίστηκε. Μετά την καταγγελία που έκανε ο φίλος, αποδείχθηκε ότι ήταν ο ίδιος απατεώνας που έψαχνε η αστυνομία. Ο οποίος θα έμπαινε στο δικό μου ταξί αν δεν είχα κούρσα. Λες και με κυνηγούσε…

Ηλίας… νούμερο 2

Πριν από πέντε χρόνια, καλοκαίρι, με παίρνουν να πάω ένα ζευγάρι με ένα βρέφος στο λιμάνι του Πειραιά. Τουρίστες οι άνθρωποι και πάρα πολύ ταλαιπωρημένοι.
Με το που μπήκαν στο ταξί τούς πήρε αμέσως και τους δύο ο ύπνος ενώ κοιμόταν και το μωράκι. Σιγή στο αυτοκίνητο, φτάνουμε κάποια στιγμή στον Πειραιά, τους ξυπνάω, βγαίνουμε έξω κι αρχίζουμε και βγάζουμε τις βαλίτσες από το πορτ μπαγκάζ.

Τις πάμε με τον κύριο μέχρι το καράβι, ακολουθεί από πίσω η κυρία, μου δίνουν και τα λεφτά, λέμε τα καθιερωμένα «γεια σας, καλό ταξίδι» και φεύγω.

Μπαίνω στο ταξί, βάζω μουσικούλα και κάνω καμιά 500αριά μέτρα. Ακούω έναν ήχο από το πίσω κάθισμα, γυρίζω και βλέπω ένα μωρό μέσα στην καλαθούνα. Κάνω αναστροφή άρον άρον γιατί το πλοίο θα έφευγε, φτάνω στο τσακ και βλέπω στη μπουκαπόρτα τη μαμά σε έξαλλη κατάσταση να τραβά τα μαλλιά της. Ευτυχώς τους πρόλαβα, γιατί θα ξέμενα με ένα παιδί…

Ο Ηλίας μας διηγήθηκε και μια ιστορία του πατέρα του, Λάκη. Ο Λάκης Ζέρβας ήταν για πάνω από 40 χρόνια ταξιτζής στην περιοχή. Δεν ζει πια, αλλά την ιστορία αυτή μας την είπε ο γιος του, Ηλίας)

Είχε πάρει πριν πολλά χρόνια μια κούρσα για Ναύπακτο. Έναν κύριο καλοντυμένο και ευγενέστατο. Ξεκινούν για Ρίο, του λέει ο κύριος «να πάρουμε έναν καφέ να πιούμε; Κερνάω εγώ και καφέ και σάντουιτς». Πράγματι, παίρνουν και συνεχίζουν τον δρόμο τους.

Κουβέντα στη διαδρομή, «εξαιρετική πάστα ανθρώπου», σκεφτόταν από μέσα του ο πατέρας μου. Φτάνουμε στο Ρίο και είχαμε λίγη ώρα για να φύγει το καράβι. Λέει ο πατέρας «να κεράσω δυο μπύρες και κανά σουβλάκι;». «Αποκλείεται, δικά μου κι αυτά». Πίνουν τις μπύρες, τρώνε κι έρχεται η ώρα να πάνε στο καράβι. «Δικά μου και τα εισιτήρια», του λέει ο κύριος, οπότε βάζει ο πατέρας μου το ταξί στο πλοίο κι ανεβαίνει κατάστρωμα. Ψάχνει τον καλοντυμένο κύριο, πουθενά…

Με αυτά και με αυτά, ο πατέρας μου πήγε Αθήνα – Αντίρριο και πίσω για να πιει δυο μπύρες και να φάει τρία καλαμάκια. Ο κύριος δεν μπήκε ποτέ στο καράβι. Όταν τον ρώτησα «αν τον έβλεπες μπροστά σου τι θα του έκανες», μου απάντησε: «Θα του έλεγα μπράβο. Σαράντα χρόνια στο ταξί και μου την έφερε σαν άρχοντας».

Σπύρος

Αυτή η ιστορία έχει γίνει εδώ και πάνω από 20 χρόνια, αλλά τη θυμάμαι ακόμη και μάλιστα πολύ καθαρά. Με είχαν πάρει ένα τηλέφωνο, μέσα στο καταχείμωνο, να πάω στον Μαραθώνα σε ένα σπίτι που είχε πεθάνει μια γιαγιά. Θα έπαιρνα υποτίθεται συγγενείς και θα ξεκινούσαμε μαζί με άλλο ένα αγροτικό για την Άρτα, όπου θα γινόταν η κηδεία.

Φτάνω στο σπίτι την ώρα που είχαμε πει, παρκάρω και περιμένω απ’ έξω. Βλέπω κόσμο να μπαίνει μέσα συγκινημένος, ακούω κλάματα, σκέφτομαι από μέσα μου «αγαπητή θα ήταν η γιαγιούλα, κρίμα». Περνάνε δέκα, περνάνε είκοσι, περνάνε τριάντα λεπτά, ακόμη τίποτα. Ξαφνικά έρχεται ένας κύριος φορτσάτος στο ταξί, μου λέει «έλα φίλε, φεύγουμε. Άνοιξε το πορτ μπαγκάζ».

Σκέφτομαι, θα χουν πράγματα οι άνθρωποι να φορτώσουμε. Μένω εκεί άλλα πέντε λεπτά με το πορτ μπαγκάζ, ακούω κόσμο να έρχεται, βλέπω και το φέρετρο με τη γιαγιά.

-Έλα φίλε, φόρτωσ’ τη.

-Ποια να φορτώσω ρε άνθρωπε;

-Τη γιαγιά, να την πας Άρτα. Πίσω ρε, έχει χώρο…

Γιώργος

Είναι λίγο σόκιν η ιστορία, να την προσέξεις έτσι; Πάει περίπου μια δεκαετία που με πήρε τηλέφωνο ένα νεαρό ζευγάρι τουρίστες να τους πάω από τη Νέα Μάκρη στην Αθήνα. Τσέχοι νομίζω. Ήταν βράδυ, είχε και σκοτάδι, μπήκαν πίσω, μου ‘παν το ξενοδοχείο τους και φύγαμε.

Ήταν και οι δύο μεθυσμένοι οπότε δεν έδωσα και σημασία όταν είδα την κοπέλα να ξαπλώνει. Μέχρι που άρχισα να ακούω κάτι ήχους, κάτι αναστεναγμούς, κάτι περίεργα. Δεν φαίνονταν και πολλά και δεν ήθελα να ‘μαι και αδιάκριτος, οπότε τους άφησα στην ησυχία τους και οδηγούσα.

Όταν φτάσαμε Αθήνα μου λέει η κοπέλα «συγγνώμη κύριε, είχαμε όνειρο να κάνουμε στοματικό έρωτα μέσα σε ταξί».

Τόσα ταξί έχει η Πράγα, ρε κορίτσι μου…

Kώστας

Είμαστε κάπου στο 1998 και επιστρέφω από την Αθήνα στη Νέα Μάκρη. Κάπου στην Αγία Παρασκευή σηκώνει το χέρι του ένας παππάς. «Φιλαδέλφεια», μου λέει, «έμπα μέσα», του λέω. Του τραβάω το κάθισμα λίγο πίσω γιατί ήταν… γεματούτσικος και ξεκινάμε. «Πώς σε λένε, τέκνο μου;». «Κώστα, πατέρα». «Ααααα Κωνσταντίνος, πολύ ωραίο όνομα», μου λέει και μου πιάνει με το χέρι το γόνατο.

«Και δε μου λες, από πού είσαι;». «Από τα Ψαχνά, πατέρα». «Αααα έκτακτα, τα Ψαχνά Ευβοίας, τι ωραίο μέρος» και βάζει το χέρι του λίγο πάνω από το γόνατο. Τινάζομαι λίγο, αλλά σκέφτομαι «παππάς είναι, δεν μπορεί». «Ο πατέρας σου ζει; Πώς τον λένε». «Στέφανο τον λένε, πατέρα».

«Τι εύηχο όνομα, μπράβο», ανεβαίνει όλο και πιο πάνω το χέρι. Γυρίζει και μου λέει «δεν πιστεύω να σε ενοχλεί που σου πιάνω το πόδι παιδί μου, το κάνω με στοργικότητα».

Βγαίνουμε Παπανικολή «τη μητέρα σου πώς τη λένε;». «Παναγιώτα». «Αααα Παναγιώτα, γιορτάζει και της Παναγίας», μου λέει, να το χέρι αρκετά ψηλά, έως απειλητικά. Στην επόμενη ερώτηση «είσαι παντρεμένος;», «όχι», «να παντρευτείς», γίνεται η ζημιά και μου πιάνει τα γεννητικά όργανα.

«Με στοργικότητα σε αγγίζω, Κωνσταντίνε», μου λέει, του απαντάω «ναι, αλλά δε θέλω». Φτάνουμε Φιλαδέλφεια να κι άλλη ερώτηση: «Εσύ πού μένεις;». «Νέα Μάκρη». «Αααα, Κωνσταντίνε, εξαιρετική η Νέα Μάκρη, με τη θάλασσά της, την αγορά της» να πάλι χέρι στα γεννητικά όργανα.

«Με στοργικότητα», μου λέει. Σκέφτομαι από μέσα μου «να δεις εσύ με τι στοργικότητα θα τις φας τις κλοτσιές». Σταματάω το ταξί δίπλα σε μια στάση που περίμεναν κάτι κυρίες το λεωφορείο, όλες ηλικιωμένες.

Πάω, ανοίγω την πόρτα, τον βγάζω έξω με κλοτσιές. Έλα όμως που ‘ναι παππάς στη Νέα Φιλαδέλφεια και οι κυρίες πάνε στις λειτουργίες του. «Με κλέβει ο ταξιτζής», φωνάζει και να σου πάνω μου οι γιαγιάδες και άλλοι δυο τρεις εκεί γύρω. Πρόλαβα και έφυγα στο παρά ένα…

Προηγούμενο άρθροΤζέισον Στέιθαμ: Ένας πλανόδιος πωλητής που έφτασε να γίνει σταρ στο Χόλιγουντ
Επόμενο άρθροΟφθαλμαπάτη ή σπάνιο φαινόμενο – Ο ελληνικός δρόμος που έγινε viral (vid)