Συνέντευξη στον Μάκη Κουλουμπή
Ο Στάμος Τσάμης, ένας δικός μας άνθρωπος, σκηνοθέτης της τηλεοπτικής σειράς του MEGA «Άγιος Παΐσιος. Από τα Φάρασα στον Ουρανό», μίλησε στη ΜΡ, δηλώνοντας πανευτυχής και ευλογημένος για το αποτέλεσμα και τη μεγάλη ανταπόκριση που είχε η δουλειά του από το τηλεοπτικό κοινό.
Μιλήσαμε για την οικογένειά του στον Μαραθώνα, τον παππού του, Σπύρο Τσάμη, Πρόεδρο της Κοινότητας μετά τον πόλεμο που είχε και το γνωστό καφενείο του χωριού, τις επιρροές που δέχτηκε από παιδί ώστε να ασχοληθεί με τη σκηνοθεσία, τους λόγους που τον οδήγησαν στην απόφαση να σκηνοθετήσει αυτή την ξεχωριστή σειρά για τη σύγχρονη ελληνική τηλεόραση και το «μεγάλο ταξίδι» που βίωσε στα γυρίσματα, δείχνοντας καθαρά το πόσο σέβεται τον θεατή που αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος της έμπνευσής του.
Στάμο, το… ρεπορτάζ μας λέει ότι έχεις καταγωγή από τα μέρη μας
Είμαι περήφανος που κατάγομαι από ένα από τα ιστορικότερα μέρη της Ελλάδος, τον Μαραθώνα. Είμαι γιος του Γιώργου Τσάμη. Οι Μαραθωνίτες γνωρίζουν πολύ καλά την οικογένεια του πατέρα μου. Ο παππούς μου, Σπύρος, είχε το πιο γνωστό καφενείο του χωριού. Επιπλέον, διετέλεσε πρόεδρος της νεοσύστατης κοινότητας Μαραθώνα μετά τον πόλεμο και πάντα θυμάμαι με νοσταλγία τις ωραίες στιγμές στο σπίτι του.
Την ευωδιαστή αυλή με τις τριανταφυλλιές της γιαγιάς Σοφίας, τον πέτρινο φούρνο, καθώς και την ανθρωπιά, τη ζεστασιά και την αγάπη των απλών ανθρώπων όλου του χωριού. Επισκέπτομαι συχνά και με χαρά τον Μαραθώνα, όπου έχω αγαπημένους συγγενείς και φίλους.
Ο αγαπημένος μου θείος, ο αδελφός του πατέρα μου, Γιάννης Τσάμης, υπήρξε από τους ιδρυτές της ποδοσφαιρικής ομάδας «Μάχη Μαραθώνα». Θα ήθελα να ήταν και οι δυο εν ζωή και να βλέπαμε μαζί τα επεισόδια της σειράς. Ειδικά ο πατέρας μου το περίμενε πως και πως. Δεν πρόλαβε όμως την προβολή για λίγο. Είμαι σίγουρος ότι από εκεί ψηλά εξακολουθεί να με προσέχει και να είναι περήφανος.
Η σκηνοθεσία πώς ήλθε στη ζωή σου και τι σημαίνει για εσένα;
Είχα την τύχη και την ευλογία να προέρχομαι από γονείς που η μόνη τους έξοδος και διέξοδος ήταν τα καλλιτεχνικά δρώμενα. Η Χριστίνα μου κι ο συγχωρεμένος Γιώργος μου, οι γονείς μου, σχεδόν κάθε Σάββατο με πήγαιναν σε θεατρικές παραστάσεις. Πάντα θυμάμαι τον εαυτό μου να θέλω να φωτογραφίζω και να αποτυπώνω στιγμές και εικόνες. Με συνάρπαζε και μου δημιουργούσε ευεξία η χρωματική παλέτα της φύσης. Ήθελα ν’ ακούω ιστορίες στις καλοκαιρινές μου διακοπές από τους γέροντες στα καφενεία των νησιών.
Ο σκηνοθέτης, αυτός που θέτει την σκηνή, πρέπει να είναι ένας άνθρωπος διαλλακτικός, ανιδιοτελής, ευαίσθητος και ν’ αναπτύσσει ένα όραμα, να αποφασίζει πώς πρέπει να δείχνει κάτι και τι θα πρέπει να αποκομίσει το κοινό από αυτό. Ν’ αγαπά όλους τους συνεργάτες του, να τους συμπαρασύρει και να είναι ο κύριος αφηγητής μιας ιστορίας.
Τι σε οδήγησε στη σκηνοθεσία ενός τόσο ειδικού σεναρίου με τόσο έντονο θρησκευτικό περιεχόμενο;
Για εμένα ήταν μια πρόκληση. Η μεγαλύτερη πρόκληση που είχα μέχρι τώρα στην καριέρα μου. Ήξερα από την αρχή ότι θα ήταν ένα μεγάλο ταξίδι, ένα όμορφο ταξίδι γνώσης, αγάπης, αναζήτησης, εξερεύνησης και περιπλάνησης. Στόχος μου ήταν να προσπαθήσω να πλησιάσω και να αποδώσω το θέμα με ταπεινότητα, αγάπη, απλότητα, καθαρότητα και αλήθεια, χωρίς εντυπωσιασμούς, υπερφίαλα και βαρύγδουπα στοιχεία. Απλότητα, ταπεινότητα κι αγάπη, ό,τι ακριβώς είναι ο Άγιος Παΐσιος.
Η σκηνοθετική μου προσέγγιση είναι, στο μέτρο του εφικτού φυσικά, εφάμιλλη με τον λόγο και τη στάση ζωής του Αγίου. Στοχεύω με ταπεινότητα ν’ αφήσω την κάμερα να καταγράψει το μεγαλείο της προσφοράς του στην ανθρωπότητα. Δεν θα μπορούσε να είναι σκηνοθεσία εντυπώσεων. Δεν το έχει ανάγκη ο Άγιος.
Πώς μπήκες μέσα στην ψυχή μιας τόσο σημαντικής και ξεχωριστής προσωπικότητας όπως είναι ο Άγιος Παΐσιος;
Η ευθύνη ήταν και είναι ακόμη μεγάλη. Τα ερωτήματα και οι ανησυχίες μου πολλές, κυρίως για το πώς θα έπρεπε να μεταλαμπαδεύσω σε όλους τους συνδημιουργούς μου όλες αυτές τις πληροφορίες που είχα συλλέξει και πώς θα έβγαζα τα κύρια χαρακτηριστικά του Αγίου, όπως την ταπεινότητά του, την ταπεινή του καταγωγή, τη διορατικότητά του, την εξυπνάδα του, το χιούμορ του και την αδιάκοπη άσκησή του.
Ήταν ένας κοινός καθημερινός άνθρωπος που ζούσε κοντά στην αγάπη του Θεού, μια αγάπη σοφή κι ελεύθερη. Ένας μεγάλος ασκητής που διακόνησε τον πάσχοντα άνθρωπο έως την τελευταία του πνοή. Όταν σου μιλούσε, αισθανόσουν ότι ερχόταν μήνυμα από άλλη ζωή. Η ματιά του καθαρή, διαπεραστική, με εκφραστικά μάτια. Τον αποκαλούσαν Γουμπισία, πυγολαμπίδα στα φαρασιώτικα.
Αφέθηκα και του ζήτησα τη βοήθειά του να με οδηγήσει και να μου δείξει τον τρόπο και τον δρόμο. Παρακολουθήσαμε και καταγράψαμε όλη τη διαδρομή του Αγίου μας, μάθαμε για τους Φαρασιώτες, τη μεγάλη τους πίστη, τις παραδόσεις τους, ανατρέξαμε σε βιβλία για την είσοδό τους στην μάνα πατρίδα Ελλάδα, μιλήσαμε με ιστορικούς, θεολόγους και Πατέρες της Εκκλησίας, πήραμε συνεντεύξεις από τους εν ζωή συγγενείς του. Έπρεπε με κάποιο μαγικό τρόπο να περπατήσουμε εκεί που περπάτησε ο Άγιός μας. Πήγαμε στο Άγιον Όρος, στο κελί του στην Παναγούδα, όπου καθώς κατεβαίναμε το μονοπάτι, μας περιέλουσε ένα ευωδιαστό λιβάνι που μας συντρόφευσε μέχρι το κατώφλι του. Άλλο ένα σημάδι αγάπης κι έγνοιας για τους επισκέπτες του.
Περίμενες ότι μέσα σε αυτό το τηλεοπτικό τοπίο που ζούμε σήμερα, μια όχι τόσο συνηθισμένη σειρά θα έκανε τη μεγάλη έκπληξη στα νούμερα τηλεθέασης;
Από τις πρώτες στιγμές στα γυρίσματα είχα την αίσθηση ότι θα δημιουργηθεί κάτι πολύ ωραίο, διαφορετικό κι ενδιαφέρον. Ότι ο κόσμος θα αγκαλιάσει και θα αγαπήσει τη σειρά μας. Καθημερινά παίρνω πολλά μηνύματα αγάπης.
Ξέραμε ότι θα υπήρχε και αμφισβήτηση, λογικό είναι. Ο στόχος μας ήταν να προσπαθήσουμε, όσο μπορούμε, να πλησιάσουμε το τεράστιο πνευματικό μέγεθος του Αγίου. Κατ´ επέκταση, η ωφέλεια του κοινού ήταν ένα μεγάλο ρίσκο αλλά παράλληλα καινοτόμο. Είναι μια σειρά που κάνει τη διαφορά, γιατί ο κόσμος διψά για μια νέα τηλεοπτική πρόταση, μια πνευματική σειρά.
Πρόκειται για ένα έργο ζωής για μένα. Είμαι ευγνώμων και τυχερός που το έζησα, νιώθω ευφορία και κάθε μέρα ευχαριστώ τον Άγιο Παΐσιο για την ευκαιρία που μου έδωσε και γιατί μου έδειξε τον δρόμο. Ήταν και είναι δίπλα μου συνέχεια.
Θεωρείς πως σήμερα το τηλεοπτικό κοινό είναι έτοιμο να αναζητήσει τέτοια πρότυπα, επιζητώντας την υιοθέτηση μιας παρόμοιας στάσης ζωής;
Το κοινό πάντα είναι έτοιμο και πάντα επιλέγει με τα δικά του κριτήρια. Έχει εκπαιδευτεί κι έχει εξελιχθεί. Η στροφή του τηλεοπτικού κοινού σε πλατφόρμες επί πληρωμή έχει να κάνει με την ανάγκη του στο δικαίωμα της επιλογής, τι θα επιλέξει να δει με βάση τα ενδιαφέροντά του και την αισθητική του.
Οι βίοι των Αγίων μας αποτελούν αληθινές ιστορίες και ενδιαφέρουν πολύ κόσμο. Όλοι μπορούν να βρουν κοινά στοιχεία, να ταυτιστούν, να αφεθούν και να ελπίσουν για κάτι νέο και ευοίωνο.
Κατά την προετοιμασία και τα γυρίσματα βρέθηκες σε μέρη όπου έζησε ο Άγιος Παΐσιος και γνώρισες ανθρώπους που έζησαν έστω και για λίγο δίπλα του. Πώς ένιωσες αλήθεια;
Εκτός από τους φυσικούς, ρεαλιστικούς τόπους που έζησε και μεγάλωσε ο Άγιος, όπως η Κόνιτσα και το Άγιον Όρος, έπρεπε να διαχειριστούμε με αληθοφάνεια τους πολλούς χώρους που δεν είχαμε την δυνατότητα να επισκεφτούμε, όπως για παράδειγμα την Καππαδοκία.
Αναλύσαμε με όλη την ομάδα και βρήκαμε στον εγχώριο τόπο, τοποθεσίες που να μοιάζουν με την Καππαδοκία. Φυσικά στην διαδικασία του post production βοηθηθήκαμε αρκετά αφού έγιναν σημαντικές προσθήκες κι αλλαγές, έχοντας ως οδηγό τις πρωτότυπες εικόνες.
Στο Άγιον Όρος συμβουλεύτηκα και πήρα πολλές πληροφορίες για την ζωή του Αγίου από Πατέρες και Γέροντες του Όρους. Έβλεπες στα μάτια τους και στο πρόσωπό τους μια λάμψη όταν αναφέρονταν σε εκείνον. Εξίσου πολύτιμη ήταν και η βοήθεια όλων των εν ζωή ανθρώπων που τον συνάντησαν στην Παναγούδα και με τους οποίους συνομιλήσαμε πριν την έναρξη των γυρισμάτων.
Από τις πιο συγκινητικές στιγμές ήταν όταν βρεθήκαμε στην Κόνιτσα και συνομιλήσαμε με τα ανίψια του Αγίου και μας ξενάγησαν στο σπίτι που μεγάλωσε. Ένιωθες την παρουσία του σε κάθε τετραγωνικό. Στα γυρίσματα, όποτε είχα ελεύθερο χρόνο, έκανα τη βόλτα μου εκεί και του ζητούσα να είναι δίπλα μας, να μας δείχνει τη σωστή οδό και να μας προστατεύει συνέχεια. Το σπίτι, πλέον, έχει μουσειακό χαρακτήρα κι εκατοντάδες άνθρωποι διαφόρων εθνικοτήτων το επισκέπτονται κάθε χρόνο.
Υπήρχαν συγκεκριμένα κριτήρια για την επιλογή των ηθοποιών; Αναζητήθηκαν κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους;
Οι ηθοποιοί που επιλέχτηκαν, πρωτίστως έπρεπε να είναι όλοι τους καλοί ηθοποιοί. Νομίζω το πετύχαμε με όλους και είμαι τυχερός που συνεργάστηκα μαζί τους. Έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους, πάντα πρόθυμοι, θετικοί, συνεπείς, ακούραστοι και τους ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου για όλο μας το ταξίδι. Είχαμε την ευκολία να γνωρίζουμε πώς ήταν και τα χαρακτηριστικά των περισσότερων ηρώων από την στιγμή που μιλάμε για αληθινή ιστορία και υπαρκτά πρόσωπα.
Παρακολουθήσαμε και το τελευταίο επεισόδιο του πρώτου κύκλου της σειράς. Έχοντας ως δεδομένο τη μεγάλη επιτυχία της, περιμένουμε ότι θα έχει και συνέχεια…
Η σειρά ξεκινά το 1924 από τα Φάρασα της ελληνικότατης Καππαδοκίας και καταλήγει το Μάρτιο του 1957 στην μόνη Φιλοθέου, όπου κείρεται μικρόσχημος μοναχός και παίρνει το όνομα Παΐσιος. Για τη συνέχεια της σειράς μας έχουμε ευχάριστα νέα χωρίς να έχει αποφασιστεί ακόμα πότε ξεκινάμε γυρίσματα και πότε θα γίνει η προβολή του δεύτερου κύκλου. Όλα θα γίνουν τη σωστή στιγμή και πρωτίστως, όταν θελήσει ο Άγιος.
Κάτι τελευταίο. Στα πρώτα επεισόδια της σειράς θαυμάσαμε και τον συμπολίτη μας ηθοποιό Θανάση Νάκο. Πες μας δυο λόγια για τη συνεργασία μαζί του
Ο αγαπημένος μου Θανάσης είναι φίλος και συνεργάτης από τα παλιά. Έχουμε συνεργαστεί πολύ όμορφα και στο παρελθόν.
Δεν επιλέχθηκε, όμως, επειδή είναι φίλος. Επιλέχθηκε επειδή ήταν ο ιδανικός για τον συγκεκριμένο ρόλο, τον ρόλο του σοφού Φαρασιώτη, Γέρο Ομήρου. Ενός κομβικού ρόλου για την εξέλιξη της ιστορίας μας. Πάντα θαυμάζω την προσωπικότητά του, το δόσιμο και την αγάπη που έχει μέσα του ο Θανάσης. Είναι αγαπητός σε όλους μας και εξαιρετικός καλλιτέχνης. Τον ευχαριστώ θερμά για την προσφορά του στη σειρά μας.
Στάμο μου, σ’ ευχαριστώ πολύ για όσα είπαμε
Κι εγώ ευχαριστώ θερμά τη Marathon Press, την εφημερίδα του Μαραθώνα μας, για τη φιλοξενία.