Μέχρι και πριν λίγα χρόνια το μέλλον και η ευημερία των οικόσιτων ζώων ήταν άρρηκτα συνυφασμένα αποκλειστικά με τη διάθεση του ιδιοκτήτη. Κι επειδή οι περισσότεροι έπαιρναν πολύ συνειδητά την απόφαση να συμβιώσουν με ζώο και να το φροντίσουν, δεν ήταν και τόσο έντονο το φαινόμενο της εγκατάλειψης. Όταν τα σκυλιά και οι γάτες έγιναν… μόδα, μπήκαμε σε μια διαδικασία αγοράς ή υιοθεσίας «για να παίζουν τα παιδιά».

Μέχρι που τα παιδιά δεν έβρισκαν πια διασκέδαση όταν έπρεπε να φροντίσουν ένα πλάσμα και τελικά κατέληγε στον δρόμο. Τα τελευταία χρόνια τα ζώα (έρμα και ταλαίπωρα) πληρώνουν και την πανδημία. Μόλις τελείωσαν οι καραντίνες, χιλιάδες βρέθηκαν στους δρόμους και στα βουνά, πλήρως εγκαταλελειμμένα.

Το θηλυκό γκριφόν της ιστορίας μας, που ήταν δεν ήταν 2 ετών, είχε την ίδια κατάληξη. Για την ακρίβεια χειρότερη, καθώς δεν το άφησαν έστω σε ένα πολυσύχναστο μέρος, αλλά το εγκατέλειψαν στην ερημιά, κάπου κοντά στη Λίμνη του Μαραθώνα. Ήταν 2018, χειμώνας και η δική του εγκατάλειψη δεν οφειλόταν ούτε στο τέλος της πανδημίας που άλλωστε δεν είχε έρθει, ούτε στη βαρεμάρα των παιδιών. Ήταν ταλαίπωρο και άρρωστο, γεμάτο ψώρα, με ερλίχια και καλαζάαρ. Και ποιος θέλει ένα άρρωστο σκυλί;

Για καλή της τύχη κόσμος που περνούσε από το σημείο και την έβλεπε, νοιάστηκε. Η Νίνα, ο Γιώργος κι ο Πέτρος για παράδειγμα, που περνούσαν καθημερινά από τη Λίμνη και της έβαζαν φαγητό κι ένα μπολάκι με νερό, για να μην πίνει αυτό που μαζευόταν από τη βροχή ή την υγρασία στις πεταμένες σακούλες.

Εκείνη τέρμα φοβική, δεν πλησίαζε, αλλά δεν έφευγε κιόλας, πιστεύοντας ότι αποκλείεται να την πρόδωσαν, κάπου είναι και θα γυρίσουν. Οι μέρες περνούσαν, δεν… γύριζε κανείς κι έτσι το σκυλί άρχισε να εμπιστεύεται αυτούς που τη φρόντιζαν. Και μια μέρα, πολύ σύντομα για τη φοβικότητα που έδειχνε, τους παραδόθηκε ολοκληρωτικά.

Η Νίνα την πήρε σπίτι, την πήγε στον γιατρό και ξεκίνησε θεραπεία. Η ψώρα εξαφανίστηκε, νικήθηκαν ερλίχια και καλαζάαρ και η Τσούχτρα, όπως βαπτίστηκε το γκριζομπέζ γκριφόν με ολίγον από τσοπανόσκυλο, ήταν έτοιμο να υιοθετηθεί. Όπως βέβαια γνωρίζετε πολύ καλά, ποιος φιλοξενεί έστω και για λίγο ένα ζώο και τελικά το αφήνει σε άλλα χέρια… Η Νίνα, πάντως, όχι…

Η Τσούχτρα βρήκε τον καναπέ της στο σαλόνι, έκανε αμέσως παρέα με τον Ρομέο και τη Νάνα, τα άλλα δύο «εσωτερικά» σκυλιά της οικογένειας, αλλά και τον Μπάρυ και την Πολυτιμή (τα… «εξωτερικά») κι όλοι μαζί έγιναν μια παρέα. Μέχρι που ένα πρωί, τρία χρόνια αργότερα, εξαφανίστηκε από το Ζούμπερι.

«Το ψάχναμε επί τέσσερις μήνες. Σηκωνόμουν κάθε πρωί και έκανα χιλιόμετρα για να τη βρω, γέμισα με αφίσες όλη τη Νέα Μάκρη, αλλά τίποτα. Κανένα ίχνος της Τσούχτρας. Μέχρι που ένα πρωί, χτύπησε το τηλέφωνο. Την είχαν δει στις αφίσες, την αναγνώρισαν και με κάλεσαν να πάω να την πάρω».

Η Τσούχτρα είχε ήδη χάσει μια οικογένεια και δεν είχε σκοπό να χάσει και δεύτερη. Η Νίνα είχε χάσει μια ψυχή μέχρι να την ξαναπιάσει στην αγκαλιά της…

«Έχω συναναστραφεί, υιοθετήσει, αγαπήσει και φροντίσει δεκάδες αδέσποτα ζώα. Το κάθε ένα με τη δική του πονετική ιστορία. Η Τσούχτρα έχει κάτι το ξεχωριστό. Τα πάει καλά με όλους, με σκυλιά, γάτες, ανθρώπους και το νεογέννητο εγγόνι μου. Με κοιτάζει στα μάτια και παραδίνεται. Είναι αδιανόητα υπάκουη και ήσυχη. Διακριτική σαν να μη θέλει να σου δημιουργήσει ποτέ πρόβλημα. Και μας μαθαίνει, ακόμα και στα επτά της χρόνια που η τσαχπινιά και η ζωηράδα σιγά σιγά υποχωρούν, πώς να γινόμαστε καλύτεροι άνθρωποι».

Το αντίθετο δηλαδή από αυτούς που την παράτησαν μόνη στην ερημιά μέσα στο καταχείμωνο…

Προηγούμενο άρθροΕίσαι άνθρωπος όταν νιώθεις τον πόνο του άλλου
Επόμενο άρθροΤι κάνει μία τσάντα να αξίζει 3,8 εκατ. δολάρια – Οι πέντε ακριβότερες στον κόσμο