Του Κώστα Ζοργιού
Η πρώτη εικόνα δεν παρέπεμπε σε αθλητικό σωματείο. Ένας χώρος που έμοιαζε περισσότερο με καφενείο, πατεράδες και στελέχη να πίνουν καφέδες και μπύρες και μια ατμόσφαιρα ντουχνιασμένη από τον καπνό.
Το 1989, άλλωστε, η έννοια «αθλητισμός» απείχε πολύ από αυτό που έχουμε σήμερα ως εικόνα και ακόμα και το τσιγάρο «χωρούσε» σε ένα μέρος που προοριζόταν κυρίως για παιδιά.
Λίγα σκαλιά, μια συρόμενη πόρτα κι από πίσω ένας άλλος, εντελώς διαφορετικός κόσμος, το μέρος όπου ξεκίνησαν όλα. Σε έναν μικρό χώρο της Κορωνίδας Γαλατσίου με τρία τραπέζια και πολύ μεράκι, «γεννήθηκε» ο αθλητής που κατάφερε να μπει στη λίστα με τους 50 κορυφαίους παίκτες πινγκ πονγκ στον κόσμο.
Τα καλοκαίρια στο Μάτι κι η πρώτη επαφή με το πινγκ πονγκ
Σε αντίθεση με πολλούς πετυχημένους αθλητές που καταπιάστηκαν με το αντικείμενό τους από πολύ μικροί, τα παιδικά χρόνια του Παναγιώτη Γκιώνη δεν είχαν καθόλου πινγκ πονγκ.
Οι χειμώνες στο Γαλάτσι, όπου γεννήθηκε τον Γενάρη του 1980, αφιερώνονταν κυρίως στην κιθάρα, τον χορό, το καράτε και ενίοτε και σε «παράνομα» ποδοσφαιρικά ματς με τους φίλους, μια και ο πατέρας του διαφωνούσε να τον γράψει σε ομάδα με τον φόβο μήπως χτυπήσει.
Και τα καλοκαίρια τα περνούσε στο Μάτι της δεκαετίας του ‘80. Στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς, στους χωματόδρομους καβάλα σε ένα ποδήλατο, στο ηλεκτρονικάδικο της εποχής, στη θάλασσα.
Η συρόμενη πόρτα στο υπόγειο της Κορωνίδας άνοιξε για πρώτη φορά στα 9 του. Δεν ήταν ακριβώς έρωτας με την πρώτη ματιά, γιατί στην αρχή με το ζόρι κουμάνταρε τη ρακέτα.
Αλλά έγινε πάθος μιας ζωής, πολύ γρήγορα. Μέσα σε τρεις μήνες, ο Παναγιώτης Γκιώνης είχε μάθει τα πολύ βασικά και μετά την προπόνηση, έστηνε με τη μεγαλύτερη αδελφή του, που επίσης είχε γραφτεί στην ομάδα, αγώνες πινγκ πονγκ στο τραπέζι της κουζίνας. Μέσα σε δύο χρόνια βρέθηκε στην ομάδα που κατέκτησε το παμπαιδικό. Μέσα σε τρία, στα 12 του, ταξίδεψε στην τότε Τσεχοσλοβακία για το πρώτο του Πανευρωπαϊκό.
Το όνειρο του 2004 και το οδοντιατρείο που έμεινε κλειστό
Δεν ήταν μόνο ότι είχε ανακαλύψει το πάθος του, διέθετε και τρομερό ταλέντο που τον βοήθησε να βάλει στόχους. Ο πρώτος πραγματικά πολύ μεγάλος μπήκε λίγο πριν τελειώσει το σχολείο. Ήταν 5 Σεπτεμβρίου του 1997, όταν όλοι πανηγυρίζαμε την ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, χωρίς να έχουμε ιδέα τι θα σήμαινε αυτό για τη χώρα δεκαετίες αργότερα.
Ο Γκιώνης, στο εφηβικό του δωμάτιο, αποφάσιζε ότι αυτή θα ήταν η πρώτη του Ολυμπιάδα. Και δεν μπήκαν εμπόδιο σε αυτή τη διαδρομή ούτε οι σπουδές Οδοντιατρικής και το πτυχίο που πήρε με δέλεαρ να ανοίξει ιατρείο και πιθανότατα να κάνει πιο εύκολη τη ζωή του… Άλλωστε, όπως ο ίδιος έχει δηλώσει, «αν έβλεπα ότι δεν ήμουν για ρακέτα, θα έπιανα τον τροχό και τις λαβίδες».
Στα 21 του έφυγε για πρώτη φορά στο εξωτερικό για να παίξει στη Β’ κατηγορία Γερμανίας και κατάλαβε οριστικά ότι το πινγκ πονγκ θα τον συνόδευε στο μεγάλωμά του. Το 2003 πήγε στη Γαλλία στο πρωτάθλημα της Α’ Εθνικής και μετά από ώρες αγώνων και προπόνησης, το όνειρο έγινε πραγματικότητα. Η πρώτη ολυμπιακή συμμετοχή του Γκιώνη ήρθε σε γνώριμα μέρη, στη χώρα που γέννησε τους Αγώνες.
Είκοσι χρόνια αργότερα, στα 44 του κι αφού μετά το Τόκιο (2020) είχε δηλώσει «το πινγκ πονγκ είναι μέχρι τα 42-43 για πολύ υψηλό επίπεδο, μετά είναι δύσκολο να πάρεις προκρίσεις», ο 44χρονος Γκιώνης διαψεύδει τον εαυτό του.
Ο τέταρτος που τα καταφέρνει
Με ένα εντυπωσιακό 7-0 σε νίκες, οι περισσότερες εκ των οποίων μάλιστα ήρθαν εύκολα, γράφει ιστορία. Έχοντας βρεθεί σε Αθήνα, Πεκίνο (2008), Λονδίνο (2012), Ρίο ντε Τζανέιρο (2016) και Τόκιο (2020), γίνεται ο μόλις τέταρτος Έλληνας αθλητής που θα αγωνιστεί σε έκτη Ολυμπιάδα μετά τους Τάσο Μπουντούρη (ιστιοπλοΐα), Άγη Κασούμη (σκοποβολή) και Ευαγγελία Ψάρρα (τοξοβολία).
Αυτό το ταξίδι θα είναι διαφορετικό από τα υπόλοιπα. Θα έχει ακόμα περισσότερη εμπειρία, σημαντικές παραστάσεις από τις φετινές υποχρεώσεις τόσο στο πολωνικό πρωτάθλημα όσο και με τον αγαπημένο του Παναθηναϊκό, καθόλου άγχος κι ένα τρελό όνειρο. Να φτάσει στους «16» (για αρχή…) και να ξορκίσει τον εφιάλτη που τον στοιχειώνει από το Τόκιο όταν ήταν μπροστά 3-1 στα σετ (στα 4 η νίκη) και 10-4 στους πόντους (στους 11 το σετ) κόντρα στον Νοτιοκορεάτη Ζέουνγκ, έχασε οκτώ match point και τελικά την ευκαιρία να είναι στους 16 κορυφαίους στον κόσμο.
Γεμάτος…
Σε περίπου έναν μήνα από σήμερα, οι παιδικοί του φίλοι στο Μάτι, οι παλιοί προπονητές του και η νέα φουρνιά στον τότε ντουχνιασμένο σύλλογο που σήμερα μυρίζει αθλητισμό και όνειρα χάρη και στον ίδιο, θα είναι στημένοι στις τηλεοράσεις.
Σε περίπου δύο μήνες από σήμερα, ο σχεδόν 45χρονος Γκιώνης θα παίρνει την απόφασή αν θα κλείσει την συρόμενη πόρτα της Εθνικής «για να αφήσω λίγο χώρο και στους νέους», όπως είπε, ή αν θα βάλει πείσμα να γίνει ο πρώτος Έλληνας που θα αγωνιστεί σε έβδομη Ολυμπιάδα.
«Φίλε, ό,τι κι αν γίνει, νιώθω ήδη πολύ γεμάτος»…