Τα 120 χρόνια ζωής του μαγαζιού που ξεκίνησε ως μικρός καφενές και έφτασε να γίνει μια από τις πιο φημισμένες ψαροταβέρνες της Αττικής
Του Κώστα Ζοργιού
Ο «Μπάρμπα Γιώργης, το κέρατο». Έτσι γνώριζαν τον Γιώργο Μωραΐτη όσοι ζούσαν στον Μαραθώνα έναν αιώνα πριν, γιατί όλους τούς προσφωνούσε με το χαρακτηριστικό παρατσούκλι «ρε κέρατο».
Βρισκόμαστε στις αρχές του 20ου αιώνα κι ο Μπάρμπα Γιώργης με τη γυναίκα του Βιολέτα έχουν ανοίξει έναν μικρό καφενέ στο πατητήρι που διατηρούσαν στην Παραλία Μαραθώνα, σερβίροντας και φαγητό. Λίγα χρόνια αργότερα έχουν δίπλα τους και τα παιδιά τους, Κώστα και Καλλιόπη. Η μικρή Καλλιόπη έδειξε τον ζήλο και την αγάπη της για τη δουλειά κι ανέλαβε από νωρίς ευθύνες στη λειτουργία του μαγαζιού.

Με την πάροδο του χρόνου, το μικρό αυτό ταβερνάκι έγινε γνωστό στέκι για Αθηναίους κυνηγούς και Ευβοιώτες ψαράδες, καθώς και συγχωριανούς, τους οποίους τάιζαν με ό,τι καλό τους «προμήθευε» η θάλασσα. Ένας, όμως, επιπλέον λόγος που ο κόσμος επισκεπτόταν το μικρό ταβερνάκι ήταν το ιδιαίτερο ταπεραμέντο του ίδιου του μπάρμπα Γιώργη, αλλά και η εργατικότητα κι η αύρα της νεαρής Καλλιόπης. Αυτό ήταν το πρώτο επεισόδιο στο χρονικό μιας από τις ιστορικότερες ψαροταβέρνες στην Ανατολική Αττική.
Η οικογένεια πορεύτηκε μαζί μέχρι λίγο μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, στο ίδιο πατητήρι, με τους ίδιους πελάτες, μέχρι που η Καλλιόπη γνώρισε τον Παύλο Δημέλη, έναν αιγινήτη ψαρά που είχε έρθει με το καΐκι του στα μέρη μας για μια καλή ψαριά… και έμεινε για μια ζωή…

Από τον καφενέ στον «Ψαρά» μέσα στα χρόνια του εμφυλίου
Παντρεύτηκαν το 1948 και την επόμενη χρονιά έκαναν το πρώτο τους παιδί, τον Δημήτρη (Τάκη). Την ίδια χρονιά (1949) το νεαρό ζευγάρι ανοίγει ακριβώς δίπλα την δική του ταβέρνα, τον «Ψαρά». Εκείνη την εποχή, στην Παραλία βρίσκονταν κι άλλες οικογένειες (Αντωνίου, Κάκαρη, Λέων, Παπανδρέου), με τις δικές τους ψαροταβέρνες και τα δικά τους καΐκια. Με τον καθημερινό τους μόχθο, την αγάπη τους για τη θάλασσα και το πάθος τους για το ψάρεμα, διαμόρφωσαν μια παράδοση και δημιούργησαν ένα μοναδικό και γραφικό ψαροχώρι, δίπλα στην πρωτεύουσα.
Ο Παύλος μαζί με τον αδερφό του Μανώλη έβγαιναν πρωί πρωί με το καΐκι τους στον κόλπο του Μαραθώνα για την ψαριά της ημέρας, ενώ ο μικρός Τάκης καβαλούσε το γαϊδουράκι με τη σούστα για να φτάσει μέχρι τη Λ. Μαραθώνος και να φορτώσει νερό, να προμηθευτεί πάγο και ό,τι άλλο χρειαζόταν η ψαροταβέρνα για να λειτουργήσει και να υποδεχθεί τον κόσμο.

Η δε Καλλιόπη, φρόντιζε από τα ξημερώματα να είναι τα πάντα έτοιμα. Καθάριζε, προετοίμαζε την κουζίνα και τηγάνιζε βάζοντας φωτιά στα κλήματα, μιας και δεν υπήρχε γκάζι. Τίποτα δεν ξέφευγε από την κυρά Καλλιόπη, αεικίνητη και ακούραστη, ήταν η ψυχή του μαγαζιού, τόσο που της έλεγαν ότι έχει μάτια και στην πλάτη.
Οι χειμώνες δεν ήταν εύκολοι, πόσω μάλλον από τη στιγμή που η Ελλάδα βρισκόταν στη μεταπολεμική περίοδο και στον εμφύλιο, αλλά ο Μαραθώνας, ως κεφαλοχώρι, είχε κίνηση και τα καλοκαίρια υποδεχόταν αρκετούς παραθεριστές.
Στοιβαγμένες μέχρι και σε καρότσες φορτηγών, οικογένειες έρχονταν να κάνουν το μπάνιο τους και να φάνε φρέσκο ψαράκι στην Ταβέρνα του Ψαρά που πολύ γρήγορα είδε τη φήμη της να εξαπλώνεται. Αυτό ήταν το δεύτερο επεισόδιο στην ιστορία και κράτησε μέχρι τις αρχές του 1970…

Ο Τάκης, η Λίτσα και οι εξελίξεις…
Ειρωνεία της τύχης, αλλά και η δεύτερη αλλαγή στο στάτους του μαγαζιού βρίσκει τη χώρα μπλεγμένη σε περιπέτειες. Είναι η επταετία της Χούντας και ο γιος, Τάκης Δημέλης, μπαίνει στα 21 του στην οικογενειακή επιχείρηση για να ξεκουράσει τους γονείς του. Όχι ότι δεν ήταν από παιδάκι μέσα στην κουζίνα, το αλεύρι, το λάδι, τα κάρβουνα, αλλά και το ψάρεμα.
Το χωριό έχει πια αλλάξει, διαθέτει δρόμους, έστω και χωμάτινους και επιτρέπει σε ακόμα περισσότερο κόσμο να φτάσει μέχρι την Παραλία και να δοκιμάσει τα πιάτα του Ψαρά. Βασικός προμηθευτής παραμένει ο κυρ Παύλος με το καΐκι του και στο πλάι του Τάκη βρίσκεται και η σύζυγός του Ευαγγελία (Λίτσα) που, όπως και η προκάτοχός της, έχει ιδέες και τολμά τις αλλαγές.
Με τα χρόνια, το ζευγάρι αλλάζει το μαγαζί, ειδικά με την μεγάλη ανακαίνιση του 1991, χωρίς, όμως, να πειράζει στο ελάχιστο τις αξίες που το έκαναν διάσημο και έφερναν σε μόνιμη βάση τον Χαρίλαο Φλωράκη, τον Κώστα Γεωργουσόπουλο, τον Λεωνίδα Κύρκο, και δεκάδες άλλους πολιτικούς και διάσημους στα τραπέζια του. Πάντα φρέσκα ψάρια, πάντα άριστη ποιότητα και φιλική εξυπηρέτηση με γνώμονα ο πελάτης να νιώθει άνετα, σαν στο σπίτι του.
Οι χειμώνες έχουν δουλειά, αλλά τα καλοκαίρια είναι που ο Ψαράς γνωρίζει τις μεγάλες δόξες και… ξεπουλά στηριζόμενος στη φιλοσοφία της φρεσκάδας, της καλής πρώτης ύλης και της απλότητας που έχει η ελληνική κουζίνα, με λιαστό χταπόδι, γεμιστό καλαμάρι, φρέσκα ψάρια και κακαβιά να βρίσκουν θέση σε κάθε τραπέζι.

Κι όλα στο μαγαζί έχουν την ιεροτελεστία τους, από την προμήθεια των λαχανικών που γίνεται από παραγωγούς του Μαραθώνα, μέχρι το κρασί και το λάδι που το βγάζει η ίδια η οικογένεια. Για το κρασί συγκεκριμένα, κάθε Σεπτέμβρη η οικογένεια Δημέλη, όπως και οι υπόλοιπες οικογένειες από τις ψαροταβέρνες της περιοχής, κατέβαζαν τα τεράστια ξύλινα βαρέλια τους στην αμμουδιά για να πλυθούν, να αποστειρωθούν και να ξαναγεμίσουν με μούστο.
Το τρίτο επεισόδιο, που έχει βάλει τον Ψαρά στη συνείδηση όσων αποζητούν το καλό φρέσκο ψάρι, κρατά μέχρι το 2000.
Ο Ψαράς στη νέα εποχή και το «μεγαλείο της απλότητας»
Γεννημένος το 1973, ο Παύλος Δημέλης, γιος του Τάκη και της Λίτσας, μεγαλώνει με τη σειρά του μέσα στην κουζίνα κι όλη αυτή η διαδικασία, από την προετοιμασία, το μαγείρεμα, την εξυπηρέτηση, μέχρι το κλείσιμο αργά το βράδυ, τον μαγεύει.
Με σπουδές στη Διοίκηση Επιχειρήσεων στην Αθήνα, μεταπτυχιακό στη Διοίκηση Τουρισμού στην Αγγλία και πέρασμα από διάφορες δουλειές στον χώρο του τουρισμού, μαζεύει εμπειρία και γνώση. Και ενώ οι επιλογές ανοίγονται μπροστά του, συνειδητά αποφασίζει να συνεχίσει την παράδοση και να ασχοληθεί με αυτό που αγαπά και γνωρίζει καλύτερα, αναλαμβάνοντας ενεργά τα ηνία της οικογενειακής επιχείρησης.
Εδώ και 24 χρόνια, ο Παύλος με τη σύζυγό του Βασιλική εξελίσσουν τον Ψαρά, αυξάνοντας την ποικιλία και βελτιώνοντας την παρουσίαση των πιάτων, χωρίς όμως να μεταβάλλουν τον παραδοσιακό τους χαρακτήρα. Δεν επιστρατεύουν ούτε ταρτάρ ούτε σεβίτσε για εντυπωσιασμό, αλλά επιμένουν στη γνήσια ελληνική ψαράδικη γαστρονομία, διατηρώντας ταυτόχρονα τη φιλοσοφία της οικογένειας στην κουζίνα. «Το μεγαλείο της απλότητας», όπως το χαρακτηρίζουν.

Το μαγαζί μοιάζει με μουσειακό χώρο, με ναυτικά αντικείμενα και ασπρόμαυρες φωτογραφίες στους τοίχους να διηγούνται την ιστορία του, και ταυτόχρονα την ιστορία της περιοχής. Από τα τραπέζια του έχουν περάσει από τη βασίλισσα Σοφία της Ισπανίας, μέχρι τη Νάνα Μούσχουρη, τον Νίκο Κούρκουλο, τον Θανάση Βέγγο, τον Γιώργο Παπανδρέου, τον Σάκη Ρουβά, τον Γιάννη Ιωαννίδη, τον Παναγιώτη Γιαννάκη και δεκάδες ακόμα διασημότητες.

Πιο μεγάλη όμως ανταμοιβή κι από την παρουσία επωνύμων, είναι οι γενιές πελατών, οι «φίλοι» του Ψαρά, που συνεχίζουν να τον επισκέπτονται, γνωρίζοντας ότι νιώθει εδώ και 75 χρόνια την ευθύνη να τους προσέξει.
Σε μια πορεία που χαράχθηκε χάρη στο μεράκι της οικογένειας, τους κατοίκους του Μαραθώνα που στήριξαν και στηρίζουν το μαγαζί και βέβαια τους εκατοντάδες ανθρώπους που εργάστηκαν σε αυτό όλα αυτά τα χρόνια.