Πώς ήταν η Μάκρη και το Λιβίσι που άφησαν πίσω τους οι πρόσφυγες, πώς ζούσαν και ποιες ήταν οι κύριες ασχολίες τους

Του Μιλτιάδη Βράτσου

Στο νοτιοδυτικό άκρο της Μικράς Ασίας, μεταξύ του κόλπου του Γλαύκου (σήμερα κόλπου της Μάκρης) και του Παμφυλίου Κόλπου (σήμερα κόλπου της Αττάλειας) σχηματίζεται η χερσόνησος, η οποία στην αρχαιότητα αποτελούσε τη χώρα του φωτός, τη Λυκία.

Εξήντα οκτώ πόλεις είχε η αρχαία Λυκία και μεταξύ αυτών οι σπουδαιότερες: Μύρα, Πάταρα, Πίναρα, Ξάνθος, Τελμησσός (Μάκρη) και Καρμυλησσός (Λιβίσι).

Ο ναός του Ταξιάρχη Μιχαήλ. Πίσω του, στο μέσο, διακρίνουμε το «Πάνω Σχολειό» που κτίστηκε το 1864 με ενέργειες του Μιχαήλ Μουσαίου

Η Μάκρη είναι χτισμένη πάνω στα ερείπια της αρχαίας Τελμησσού (ο Τελμησσός ήταν γιος του Απόλλωνα και της Θεμιστούς) που υπήρξε μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Λυκίας. Οι Ρωμιοί την έλεγαν «Μάκρη», κατά μαρτυρίες από τον 6ο μ.Χ. αιώνα. Οι Τούρκοι την έλεγαν ˝Megri˝. Στους χάρτες της Μικράς Ασίας του Richard Kiepert (Βερολίνο, 1908), αναφέρεται «Μάκρι».

Σήμερα έχει το τουρκικό όνομα Fethiye (Φετχιέ). Μέσα στον θαλάσσιο κόλπο υπάρχει και το νησάκι που λεγόταν «Παλιά Μάκρη» (τουρκικά «Εσκί Μέγρι») και πιθανότατα είναι αυτό που έδωσε το όνομά του στην πόλη που χτίστηκε στα ερείπια της αρχαίας Τελμησσού.

Έλληνες στην πλειοψηφία

Ο πληθυσμός της Μάκρης κατά το 1912 ήταν 5.500 κάτοικοι, εκ των οποίων Έλληνες χριστιανοί ορθόδοξοι ήταν περίπου 3.000 άτομα. Τούρκοι, Τουρκοκρητικοί 600 οικογένειες, Εβραίοι και Αρμένηδες 100 οικογένειες, συνολικά 2.500 άτομα.

Οι χριστιανοί της Μάκρης ήταν Λιβισιανοί και Ροδίτες που εγκαταστάθηκαν σε αυτήν, επειδή ήταν εμπορικό και οικονομικό κέντρο στην περιοχή. Διοικητικά, η Μάκρη αποτελούσε Καϊμακακλίκι, ενώ μετά το 1860 αποτελούσε έδρα Καδή, δηλαδή ιεροδικείου, ειρηνοδικείου και πρωτοδικείου, όπως και έδρα αστυνομικής διοίκησης και έφιππης χωροφυλακής. Στη Μάκρη υπήρχε τελωνείο με αποθήκες, λιμενικός σταθμός, καθώς και επανορθωτικές φυλακές για κατάδικους.

Τις μεταξύ τους διαφορές, οι Μακρηνοί τις έλυναν με παρέμβαση του προεστού, της εφοροδημογεροντίας ή του παπά. Η δημογεροντία, όπως και τα εκκλησιαστικά συμβούλια, ήταν πενταμελής και εκλεγόταν για τρία χρόνια.

Βρύση στον κάτω μαχαλά. Η επιγραφή της αναφέρει: «Ο ΔΗΜΟΣ ΛΟΙΒΗΣΙΟΥ ΤΩ ΕΥΕΡΓΕΤΗ ΓΕΩΡΓΙΩ Π. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟ ΥΔΩΡ ΤΟΥΤΟ ΑΠΟ ΤΟΥ ΤΟΥΡΑΠΕΙΟΥ ΥΔΡΑΓΩΓΕΙΟΥ ΑΝΕΓΕΙΡΑΝ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ ΕΝΕΚΕΝ ΕΝ ΛΟΙΒΗΣΙΩ ΤΗΝ 1 ΙΟΥΝΙΟΥ 1912»

Οι Εκκλησίες και το νεκροταφείο

Ο ναός του Αγίου Νικολάου ήταν η μητρόπολη της Μάκρης. Ήταν πέτρινος, είχε ξύλινο γυναικωνίτη, δεσποτικό θρόνο, αυλόγυρο με λεμονιές και ένα παμπάλαιο πλατάνι, καθώς και βρύση με το καλύτερο, όπως έλεγαν, νερό. Το καμπαναριό είχε δύο καμπάνες. Τα εικονίσματα προέρχονταν από τη Σμύρνη και τους Αγίους Τόπους. Στον Άγιο Νικόλαο ετελούντο όλες οι λειτουργίες, εσπερινοί, όρθροι, παρακλήσεις. Η Ανάσταση γινόταν στις 4 το πρωί, ξημερώματα Πάσχα.

Στη Μάκρη υπήρχε και μικρότερος ναός, αυτός της Αγίας Παρασκευής, μπροστά στα δικαστήρια, κοντά στην παραλία. Η θέση ήταν ακατάλληλη. Γι’ αυτό, με άδεια του Πατριαρχείου, κατεδαφίστηκε το 1915.

Κοντά στον Άγιο Νικόλαο, πάνω σε μικρό ύψωμα, βρισκόταν το νεκροταφείο των χριστιανών. Για την κατασκευή μνημάτων, πολλές φορές έφερναν μάρμαρα από την Αθήνα.

Παιδεία, σχολεία και… ξύλο

Η παιδεία στη Μάκρη, αλλά και στο Λιβίσι, μέχρι το 1840 βρισκόταν σε νηπιακή κατάσταση. Όμως, σιγά σιγά η εκπαίδευση βελτιωνόταν και το 1910 η Μάκρη είχε δύο ελληνικά εξατάξια σχολεία (Αρρεναγωγείο και Παρθεναγωγείο), ενώ υπήρχαν ακόμα δύο τουρκικά σχολεία και ένα εβραϊκό.

Τα μαθήματα γίνονταν πρωί και απόγευμα και στο σχολείο επιτρεπόταν το ξύλο από τους δασκάλους στα χέρια και τα οπίσθια των μαθητών. Οι δημογέροντες και οι γονείς πήγαιναν στα σχολεία και παρακολουθούσαν από κοντά την εκπαίδευση των μαθητών, ενώ τα έξοδα για τη λειτουργία τους καλύπτονταν από τις εισφορές των πλουσίων. Τα πτωχά παιδιά σπούδαζαν δωρεάν.

Τα πέτρινα σπίτια αντιστέκονται στον πανδαμάτορα χρόνο, μνημεία του ξεριζωμού

Οικονομία και εμπόριο

Η Μάκρη ήταν ένας πλούσιος οικονομικά τόπος με ποικίλες δραστηριότητες. Είχε βυρσοδεψείο που άνηκε στον συνεταιρισμό των χριστιανών παπουτσήδων, δύο φάμπρικες που άλεθαν σιτάρι, δύο μύλους που άλεθαν σουσάμι (γιαχανάδες) για να φτιαχτεί το κατάλευκο παστέλι, δύο τζαμιά με μιναρέ και σιντριβάνι, μια εβραϊκή συναγωγή, ένα διώροφο χάνι, δύο πανδοχεία και ένα χαμάμ. Υπήρχαν ακόμα ένα εστιατόριο και πολλά καφενεία, στα οποία σύχναζαν Έλληνες και Τούρκοι.

Η αγορά της Μάκρης ήταν πλούσια με ψάρια, κρέατα και λαχανικά. Καθημερινά, Τούρκοι από τα γύρω χωριά κουβαλούσαν στους ντόπιους βούτυρα, γιαούρτια, τραχανά και άλλα απαραίτητα τρόφιμα, ενώ ταυτόχρονα αγόραζαν άλλα είδη, χρήσιμα σε αυτούς.

Ο ναός της Παναγίας της Πυργιώτισσας, αφιερωμένος στα Εισόδια της Θεοτόκου. Εδώ, στο πλαίσιο της ελληνοτουρκικής συνεργασίας, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος χοροστάτησε στον εσπερινό του Σαββάτου της 29ης Ιουλίου 2000

Στο λιμάνι της Μάκρης πλεύριζαν μεγάλα καράβια και φόρτωναν πολλά εμπορεύματα από τις αποθήκες που υπήρχαν εκεί. Το εμπόριο, λοιπόν, ήταν πολύ αναπτυγμένο κι αυτός ήταν ο λόγος που ελάχιστοι Μακρηνοί ξενιτεύονταν στα τουρκικά χωριά και στα μεταλλεία, σε αντίθεση με τους Λιβισιανούς.

Οι κάτοικοι της Μάκρης, έχοντας επικοινωνία με τον έξω κόσμο λόγω του λιμανιού και των εμπορικών σχέσεων, ντύνονταν με κοστούμια οι άνδρες και με φουστάνια οι γυναίκες. Λίγοι άνδρες φορούσαν βράκες και λίγες γυναίκες σουπάνια.

Το γειτονικό Λιβίσι

Νοτιοδυτικά της Μάκρης και σε απόσταση 5-6 χλμ από αυτήν, βρίσκεται το Λιβίσι. Χτισμένο πάνω στα ερείπια της αρχαίας Καρμυλησσού, μολονότι δεσπόζει μιας εύφορης πεδιάδας, απλώνεται αμφιθεατρικά στις πλαγιές των διαδοχικών λοφίσκων. Υπάρχουν πολλές υποθέσεις για την προέλευση της ονομασίας «Λιβίσι», χωρίς καμία να είναι κυρίαρχη. Οι Τούρκοι το ονομάζουν ”Kaya” (που θα πει λόφος) ή ”Kayakoy” (που θα πει χωριό στον λόφο). Στους χάρτες του Kiepert αναφέρεται ως Levisi και Kaya.

Η Μάκρη, το σημερινό Fethiye. Ισοπεδώθηκε από σεισμό το 1957. Σήμερα είναι από τα ωραιότερα παραθαλάσσια τουριστικά θέρετρα της Τουρκίας. Το πράσινο του βουνού δένει αρμονικότατα με το γαλάζιο της θάλασσας

Το Λιβίσι του 1912 είχε 6.500 κατοίκους, σχεδόν όλοι χριστιανοί. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήταν αυτόχθονες, ενώ κάποιοι άλλοι προέρχονταν από τα Δωδεκάνησα, το Καστελόριζο και την Κύπρο. Λίγοι Τούρκοι υπήρχαν στα γύρω χωριά.

Απομονωμένο το Λιβίσι, μέχρι το 1914 υπαγόταν διοικητικά στον Καϊμακάμη της Μάκρης. Υπήρχε εκεί μόνο ένας μικρός αστυνομικός σταθμός με δύναμη τεσσάρων ανδρών. Το 1914 το Λιβίσι έγινε «μουτουρλίκ» και η αστυνομική δύναμη ενισχύθηκε με 10 άνδρες. Και οι Λιβισιανοί έλυναν τις μεταξύ τους διαφορές με παρέμβαση του προεστού, της εφοροδημογεροντίας ή του παπά.

Αποκλειστικά Χριστιανοί οι κάτοικοι

Έχοντας όλους σχεδόν τους κατοίκους χριστιανούς, το Λιβίσι ήταν διαιρεμένο σε τρεις συνεχόμενες ενορίες, την «πάνω», τη «μέση» και την «κάτω». Κάθε μια με τον δικό της ναό. Ο ναός της «πάνω» ενορίας, νέος και μεγαλοπρεπής, ήταν αφιερωμένος στον Ταξιάρχη Μιχαήλ. Ο ναός της «μέσης», παλαιός, ταπεινός και μικρός, αλλά πλούσιος σε αφιερώματα, ετιμάτο στο όνομα της Αγίας Άννας.

Λιβίσι. Στο κέντρο της φωτογραφίας το σπίτι της οικογένειας Τζιζή

Ο δε της «κάτω ενορίας», αφιερωμένος στα Εισόδια της Θεοτόκου, εκαλείτο Παναγία Πυργιώτισσα. Και στους τρεις ναούς υπήρχε γυναικωνίτης. Υπήρχαν, επίσης, μέσα στο Λιβίσι και γύρω απ’ αυτό πολλά μικρά παρεκκλήσια, όπως του Αγ. Γεωργίου, του Αγ. Ιωάννου, της Αγ. Μαρίνας, του Σωτήρος, της Αγ. Παρασκευής, του Αγ. Νικολάου, της Παναγίας του Πυρετού κ.α. Σε τζαμί είχε μετατραπεί για τις λατρευτικές ανάγκες των λίγων Τούρκων ο ναός του Αγ. Ισιδώρου.

Από το 1845 άρχισε να βελτιώνεται η εκπαίδευση και στο Λιβίσι. Με ενέργειες του Μιχαήλ Μουσσαίου, χτίζεται το 1864 το πρώτο σχολείο στο Λιβίσι, το «Πάνω Σχολειό», για να ακολουθήσει η δημιουργία του «Κάτω Σχολειού». Και τα δύο εξατάξια δημοτικά. Το κεντρικότερο μέρος του Λιβισίου, δίπλα στον ναό του Ταξιάρχη όπου υπήρχαν τα περισσότερα εμπορικά καταστήματα, τα καφενεία, περίμεναν κυρατζήδες (μεταφορείς) και γενικότερα αναπτυσσόταν η ζωή της πόλης, ονομαζόταν «Στούμπους». Δίπλα ακριβώς ήταν η λάκα του Στούμπου που δημιουργήθηκε από εκσκαφή, προκειμένου οι Λιβισιανοί να πάρουν την άργιλο και να χτίσουν τα σπίτια τους.

Υποδηματοποιοί, κτίστες, ράφτες και σιδεράδες

Η ζωή των κατοίκων στο Λιβίσι δεν ήταν εύκολη, όπως ήταν ίσως των Μακρηνών που ζούσαν κυρίως από το εμπόριο. Άνδρες και γυναίκες έπρεπε να δουλέψουν σκληρά. Οι περισσότεροι από τους Λιβισιανούς είχαν σαν επάγγελμα την υποδηματοποιία.

Λιβισιανή ντυμένη γιορτινά

Τον χειμώνα έφερναν τα δέρματα και τα κατεργάζονταν στο σπίτι τους, ενώ την άνοιξη έφευγαν προς το εσωτερικό της Τουρκίας, όπου επί 4 – 5 μήνες κατασκεύαζαν και πουλούσαν στους Τούρκους τα ειδικά γι’ αυτούς υποδήματα, εισπράττοντας χρήματα, αλλά και σιτάρι, αλεύρι, σουσάμι κλπ. Μικρότερος αριθμός Λιβισιανών απασχολούνταν ως κτίστες, γανωτές, μαραγκοί, σιδεράδες, ράφτες, καθώς και ως έμποροι αποικιακών που τα μετέφεραν από τη Μάκρη. Από το 1872 και ύστερα, πολλοί από τους Λιβισιανούς δούλευαν στα μεταλλεία χρωμίου.

Οι γυναίκες και τα κορίτσια στο Λιβίσι, εκτός από τις συνηθισμένες οικιακές ασχολίες του ραψίματος, μπαλώματος, παρασκευής ψωμιού, πλυσίματος κλπ, έπρεπε να μεταφέρουν καθημερινά πόσιμο νερό από τις καθαρές βρύσες που βρίσκονταν μακριά από τα σπίτια τους. Να πηγαίνουν στα γύρω βουνά, να μαζεύουν ξύλα σε δέματα και να τα μεταφέρουν στα σπίτια τους, να ασχολούνται με την μεταξοσκωληκοτροφία, την παραγωγή μεταξιού και την ύφανσή του, να παρασκευάζουν ασβέστη και να τον πουλάνε στους οικοδομούντες και να βοηθούν τους άντρες στις επαγγελματικές τους εργασίες.

Λιβίσι. Σε αυτή τη γη όπου ήκμασε ο ελληνισμός, οι πρόγονοί μας δημιούργησαν, ίδρωσαν, διέπρεψαν και τίμησαν το όνομα τους γένους μας

Οι άνδρες στο Λιβίσι, σε αντίθεση με τους Μακρηνούς, φορούσαν βράκα με γιλέκο και φέσι στο κεφάλι και φαρδύ μεταξωτό ζωνάρι. Καθημερινά υποδήματα είχαν τα γεμενιά και γιορτινά τα σκαρπίνια.

Οι γυναίκες φορούσαν σουπάνια τις καθημερινές και καβάδια τις γιορτές, όλα χρυσοκέντητα. Στο κεφάλι φορούσαν φέσι με μεταξωτή γαλάζια φούντα ενώ στο μέτωπο έφεραν το τσαλκί από χρυσά νομίσματα, ραμμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Οι Λιβισιανές, επίσης, φορούσαν πολλά κοσμήματα.

Προηγούμενο άρθροΧημικός παραδίδει μαθήματα Χημείας, Φυσικής, Μαθηματικών και Βιολογίας
Επόμενο άρθροΈβγαλαν από τα νερά του Σηκουάνα την παγιδευμένη φάλαινα των 800 κιλών (βίντεο)