Τη δική της δυσάρεστη εμπειρία από όσα έζησε το απόγευμα της 23ης Ιουλίου 2018 περιέγραψε η εγκαυματίας Δήμητρα Πολυμεροπούλου, η οποία σώθηκε μαζί με τον γιο και τα εγγόνια της.

«Στις 6:30 βλέπω τον εγγονό μου να μου λέει ‘γιαγιά σπίθες’. Δε προλάβαμε να κάνουμε τίποτα. Φύγαμε τρέχοντας. Σκοτεινιά… τα έχασα. Το σπίτι μας είναι 250 μέτρα από τη παραλία. Ο γιος μου είχε πάρει αγκαλιά τη μικρή. Δόξα τω Θεώ το κοριτσάκι δεν έπαθε τίποτα. Ο μεγάλος ο εγγονός μου τα αυτιά του και τα μαλλιά του είχαν καεί ακόμη υπάρχει το σημάδι.

Δεν υπήρχε κανείς, μια καμπάνα, μια ντουντούκα κάτι. Ήταν μια εμπόλεμη κατάσταση, σκοτάδι. Επιβιώσαμε. Η δική μου κατάσταση άρχισε να χειροτερεύει. Εκείνες τις ώρες ο γιος μου προσπαθούσε να επικοινωνήσει με λιμενικό, με όλους καμία βοήθεια τίποτα, ο γιος μου αναβόσβηνε το φακό, τα παιδιά ήταν σαν χαμένα.

Το μόνο που είπε ο μικρός ‘γιατί γιαγιά ούτε μια πυροσβεστική, τίποτα;’. Τα πόδια μου ήταν καμένα. Δεν είχαμε καμία βοήθεια. Πήγα στον Ευαγγελισμό, είπαν στη κόρη μου ότι τα εγκαύματά μου ήταν εκτεταμένα και με μετέφεραν στο Θριάσιο. Άρχισε ένας μεγάλος Γολγοθάς.

Άρχισε το πρώτο πολύωρο χειρουργείο και μοσχεύματα και πολύ πόνο. Η κατάσταση ήταν τραγική, πρώτη φορά έβλεπα τόσους εγκαυματίες. Μετά από δέκα ημέρες δεύτερο χειρουργείο. Ταλαιπωρήθηκα τόσο πολύ. Έκανα γερή προσπάθεια για να μη δουν τα παιδιά μου να φεύγει η μάνα τους καμένη».

Τη σκυτάλη πήρε στη συνέχεια ο γιος της, Γιωργος Πολυμερόπουλος ο οποίος με λυγμούς εξηγούσε ότι όσο κι αν περίμεναν, δεν έβλεπαν βοήθεια από πουθενά:

«Δεν πίστευα ότι είχε έρθει η φωτιά σε εμάς. ‘Φεύγουμε τώρα’ φώναξα. Πήρα νερά και πετσέτες. Πήγαμε περπατώντας προς τη θάλασσα, κάτι απλό μέχρι τότε αλλά δύσκολο εκείνες τις ώρες. Δεχθήκαμε θερμικό κύμα από πίσω. Κατηφορίσαμε 60 μέτρα έχοντας καεί και μη μπορώντας να δούμε από τους καπνούς. Ετοιμαζόμουν να αγκαλιάσω τα παιδιά…. Πήγα και παρακάλεσα μια γυναίκα να μας κατεβάσει στη παραλία. Φτάσαμε οι τέσσερις μας στη θάλασσα.

Η πρώτη ανακούφιση. Εκεί καταλάβαμε ότι η μητέρα μου είχε καεί σε πολλά σημεία. Περιμέναμε ότι κάποιος θα έρχονταν, θα υπήρχε μια βοήθεια από κάπου. Μίλησα με την αδελφή μου και τη σύζυγο, ζήτησα βοήθεια από τη θάλασσα. Κανείς δεν ερχόταν».

Ο Αντώνης Γιαννακοδήμος, τέλος, στάθηκε στο γεγονός ότι στο παρελθόν είχε χρειαστεί να εγκαταλείψει μαζί με τη σύζυγό του το σπίτι του άλλες δύο φορές, καθώς σε αμφότερες τις περιπτώσεις είχαν ειδοποιηθεί για φωτιά. Κάτι που δεν έγινε το 2018 και τη μαύρη Δευτέρα που υπέστη σοβαρά εγκαύματα ο πατέρας του για να καταλήξει 20 μέρες αργότερα στο νοσοκομείο..

«Στις 6 παρά βλέπω μαύρο καπνό. Ανεβαίνω στην Μαραθώνος και έχει φωτιά στα 50 μέτρα. Σε κατάσταση πανικού επιστρέφω στο σπίτι, ειδοποίησα τους γονείς και μέσα σε 5 λεπτά το εγκαταλείψαμε. Την ώρα που κατεβαίναμε καιγόταν ήδη η οροφή του σπιτιού. Είχε σκοτεινιάσει, ήταν κόλαση.

Επειδή έχουμε ξαναπεράσει φωτιές κατεβαίνω προς τη θάλασσα, ήταν μια ευθεία από το σπίτι. Πήγαμε στο λιμάνι του Ματιού θεωρώντας ότι ήταν ασφαλής τοποθεσία. Από τις 6:30 μέχρι τις 12 το βράδυ ζήσαμε τον απόλυτο φόβο και εξαθλίωση, εγκαταλελειμμένοι από τους πάντες».

Προηγούμενο άρθροΔίκη για Μάτι: «Άθλιο και χυδαίο να ρίχνουν την ευθύνη στα θύματα»
Επόμενο άρθροΚαραγιάννης: «Γι’ αυτό ‘σηκώθηκαν’ οι νέοι υπόγειοι κάδοι στο Ζούμπερι»