Γράφει ο Γιώργος Μπάρδης

Είναι μεσημέρι προς απόγευμα Κυριακής. Επιστρέφω με τους φίλους μου από την Αθήνα γιατί έχουμε ήδη ενημερωθεί ότι υπάρχει φωτιά στον Βαρνάβα. Όσες φορές είχαμε ακούσει κάτι ανάλογο στο παρελθόν, ξέραμε ότι οι φλόγες μπορούν να φτάσουν κοντά στο χωριό μας, ακόμα και να το απειλήσουν. Αλλά μέχρι εκεί. Ποτέ δεν περνούσε από το μυαλό μας ότι θα συνέβαινε τέτοια καταστροφή.

Παρότι είχαμε ήδη εικόνα για το ότι η φωτιά στον Βαρνάβα είναι εκτός ελέγχου, πιαστήκαμε στον ύπνο. Έφτασε πολύ γρήγορα στο Καλέτζι και σχεδόν ταυτόχρονα με το 112 ήχησαν οι καμπάνες για ασφαλή εκκένωση. Κάπου εδώ ξεκινά η μάχη. Όσο διήρκεσε, ο χρόνος σταμάτησε να κυλά και κάθε λεπτό έμοιαζε με ώρα.

Στην αρχή μαζευτήκαμε στην άλλη άκρη του χωριού, κοντά στο γήπεδο του μπάσκετ. Παρακολουθούσαμε τις φλόγες να καταπίνουν το Καλέτζι. Μου δόθηκε η ευκαιρία και κατάφερα να ξαναμπώ στο χωριό και γρήγορα έφτασα μαζί με άλλα άτομα στη Λίμνη.

Χρειάστηκε να περάσουμε από κορμούς που είχαν πέσει στον δρόμο, δίπλα από λιωμένα καλώδια και λιωμένες στάσεις λεωφορείου για να φτάσουμε σε αυτό που θεωρούμε ως ένα από τα πιο όμορφα σημεία στον τόπο μας.

Στον χώρο του πέτρινου θεάτρου, η φωτιά είχε κάψει τα πλατάνια και κάποιοι κάτοικοι προσπαθούσαν να σώσουν ό,τι μπορούσε να σωθεί. Με εμφιαλωμένα νερά και με χώμα που κουβαλούσαμε στα χέρια και ρίχναμε αριστερά και δεξιά, όπου έβρισκε ο καθένας. Κάποια στιγμή οι νεότεροι του χωριού έφεραν την υδροφόρα και μπόρεσαν να σβήσουν τη φωτιά σε εκείνο το σημείο. Αλλά έκαιγε σε πολλά σημεία ακόμα…

Όσο υπήρχε φως ημέρας, εναέρια μέσα ήταν παρόντα στη μάχη και επιχειρούσαν συνεχώς. Τα πολύ δύσκολα άρχισαν με τη δύση του ηλίου. Το σκηνικό ήταν απόκοσμο, έβλεπες παντού κόκκινες μικρές εστίες στα μέρη που μεγάλωσες, σκαρφάλωσες σαν παιδί και θαύμαζες κάθε πρωί που ξεκινούσε η μέρα σου στο χωριό.

Είναι περίεργο το συναίσθημα όταν συνειδητοποιείς ότι ο παράδεισός σου κινδυνεύει και δεν μπορείς να κάνεις παρά ελάχιστα. Έχεις τρομερή υπερένταση μέσα σου αλλά και μια ανεξήγητη ηρεμία, περιμένοντας ποιος από τους δύο θα νικήσει, οι κάτοικοι ή η φωτιά.
Γιατί από βοήθεια, καλύτερα να μην συζητάμε. Ήταν στην καλύτερη περίπτωση υποτυπώδης, ανεπαρκής και για κάποιες ώρες ανύπαρκτη.

Ο αέρας δεν ήταν σύμμαχός μας και κάποια στιγμή η φωτιά ξαναφούντωσε. Φύγαμε, καθώς πλέον ήταν φανερό ότι το χωριό είχε παραδοθεί στις φλόγες.

Την ώρα που κατεβαίναμε προς Μαραθώνα λίγο πριν τη μεγάλη στροφή η φωτιά περικύκλωσε το αυτοκίνητο. Περάσαμε μέσα από ένα πύρινο τούνελ και παρκάραμε κάπου το αμάξι. Σταθήκαμε και βλέπαμε από απόσταση το χωριό μας να καίγεται.

Αν υπάρχει σήμερα Καλέτζι, είναι επειδή οι κάτοικοι έδειξαν αυταπάρνηση και έδωσαν μάχες. Επειδή οι νέοι του χωριού έτρεχαν με ένα κλαδί στο χέρι και έσβηναν και επειδή το ένα πυροσβεστικό όχημα του συλλόγου δεν σταμάτησε να επιχειρεί. Γιατί όσο κι αν ζητούσαμε ενισχύσεις, ενισχύσεις δεν βλέπαμε. Αν υπάρχει σήμερα Καλέτζι οφείλεται καθαρά στους συγχωριανούς μου. Αν το εκκενώναμε, δεν θα βρίσκαμε τίποτα πίσω, γιατί για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν είχαμε βοήθεια από κανέναν.

Ξημέρωσε η επόμενη μέρα και άρχισαν ξανά οι ρίψεις από αέρα. Επιστρέψαμε στο χωριό και η εικόνα ήταν αποκαρδιωτική. Μετρούσαμε πληγές. Ξεχάσαμε να πιούμε νερό και να φάμε, ο νους μας ήταν αλλού. Την δεύτερη μέρα ήρθαν εθελοντές και ψυχολόγοι, έφτασε οργανωμένη βοήθεια με φαγητό και νερό. Ήταν μια όμορφη πινελιά σε έναν καμβά καταστροφής να βλέπεις τον άνθρωπο να βοηθά τον άνθρωπο. Άλλωστε έχουμε πάντα ο ένας τον άλλο…

Έχουν περάσει μέρες. Προσπαθούμε να επιστρέψουμε σε μια καθημερινότητα, αλλά δεν είναι εύκολο. Το γκρίζο μαυρίζει την ψυχή σου, οι στιγμές έρχονται ξανά στο μυαλό σου και η εικόνα από το παλιό Καλέτζι σιγά σιγά ξεθωριάζει. Πρέπει να συμβιβαστούμε με μια νέα πραγματικότητα κι αυτό δεν μπορείς να το δεχθείς αβίαστα.

Ακούω κάποιους και λένε «ζήσαμε την κόλαση». Για μένα κόλαση είναι να σου παίρνουν τον παράδεισο.

Προηγούμενο άρθροJared Isaacman: Ο «απαίσιος και δυστυχισμένος μαθητής» που έφτασε μέχρι το Διάστημα
Επόμενο άρθροΠαραλίγο νέα τραγωδία: Αποφεύχθηκε τελευταία στιγμή μετωπική σύγκρουση γεμάτων συρμών του Προαστιακού