Αν κάποιος ρωτήσει τη Μαρίνα Καρύδα για το πρώτο της βιβλίο, θα λάβει σίγουρα την απάντηση ότι θα προτιμούσε να μην είχε το υλικό για να το εκδώσει. Η κάτοικος της περιοχής και εκ των ιδρυτών της οργάνωσης Salvia που έχει αγκαλιάσει τους εγκαυματίες, θα παρουσιάσει στις 24 Απριλίου το βιβλίο της «Μάτι, 23 Ιουλίου 2018» (Εκδόσεις Παπαδόπουλος) στο βιβλιοπωλείο Ιανός στη Σταδίου.

Το βιβλίο αποτελεί ένα παζλ περιγραφών του τι συνέβη εκείνο το μοιραίο απόγευμα στο Μάτι και πώς οι άνθρωποι βρέθηκαν αντιμέτωποι με τον όλεθρο χωρίς να προλάβουν να αντιδράσουν, χωρίς να έχουν την παραμικρή ειδοποίηση ότι η φωτιά πλησιάζει.

Στον πρόλογό του, ο Παναγής Παναγιωτόπουλος γράφει μεταξύ άλλων:

Μνημείο με λέξεις. Αντί προλόγου

Το έργο της είναι ένα σύγχρονο μνημείο νεκρών και ζωντανών από την πύρινη καταστροφή στον Μάτι. Ένα μνημείο με λέξεις. Για τους νεκρούς προφανώς μα και για τους ζωντανούς, τους συγγενείς και οικείους τους και όσους εθελοντικά ή αδόκητα έγιναν τμήμα αυτής της κοινότητας πόνου που μας παρουσιάζεται εδώ. Το βιβλίο δεν είναι η πρόθεση ενός μνημείου, δεν είναι η πρωτογενής θέληση για μνήμη και δικαιοσύνη, για δίκαιη μνήμη κατά παράφραση της δίκαιης δίκης.

Είναι ένα ολοκληρωμένο μνημείο που φιλοτέχνησε η Καρύδα με υλικό ένα διάχυτο, έντονο αλλά τιθασευμένο συναίσθημά, την εκτεταμένη γνώση των ίδιων των γεγονότων, την πολυπρόσωπη μαρτυρία και μια γραφή που δεν χρειάζεται κανέναν καθαρισμό για να διακρίνουμε σε αυτήν το ακριβές της οδύνης.

Η Καρύδα λοιπόν, έρχεται, πιθανόν χωρίς να το συνειδητοποιεί ούτε η ίδια, να εισφέρει όχι σε μια πολιτική διαμάχη, αλλά σε μια κοινωνική γνώση και σε μια συναισθηματική συνθήκη. Προτείνει με την πολυπρισματική μαρτυρία των ανθρώπων που πέθαναν, που βοήθησαν, που πόνεσαν και που φοβήθηκαν και έναν τρόπο γραφής όπου η ιστορία, η λογοτεχνία, η μαρτυρία και το ντοκουμέντο συναιρούνται, χωρίς το ένα να παρασιτεί το άλλο, ένα ιδιότυπο είδος.

Μια γραφή που προσεγγίζει το non-fiction, αυτό το κοινωνικό μυθιστόρημα του καιρού μας που τόσο σπάνια εμφανίζεται στα ελληνικά γράμματα. Και η μνημειώδης διάστασή του είναι αντιστρόφως ανάλογη με τον στόμφο, την ρητορική έξαρση, την ηθικολογία και την διδακτική στάση. Διότι αυτά η Καρύδα τα έχει σχεδόν μηδενίσει στη γραφή της. Και έχει δημιουργήσει ένα έργο όχι μνημειώδες αλλά ένα έργο-μνημείο.

Το κείμενο της Καρύδα ξετυλίγει τα γεγονότα με την χρονολογική σειρά που συνέβησαν και από αυτή την άποψη είναι μια γραμμική αναπαράσταση κατ αρχήν ενός απογεύματος και μιας νύχτας. Κατόπιν η αφήγηση αραιώνει για να περιλάβει τις επόμενες μέρες και ώρες. Στην τελευταία της φάση μεταφέρεται στην αίθουσα του δικαστηρίου όπου θα δώσει τον λόγο κυρίως στους πραγματογνώμονες εκείνους που κινητοποιήθηκαν από τα θύματα ενώ, ενδιαμέσως, το κείμενο θα σταθεί σε ορισμένες από τις τοποθετήσεις της κυβερνητικής τότε εξουσίας.

Η Καρύδα ενεργεί, τοποθετούμενη ευθαρσώς από την πλευρά των θυμάτων καθώς ενσωματώνει και την δική της εμπειρία στις μαρτυρίες που έχει επίπονα και επιμελώς συλλέξει. Το κάνει όμως χωρίς πάθος, με μια ενέργεια επίμονη και σταθερή που επιδέξια αποφεύγει την δυνατή φωνή, την καταγγελτική γενίκευση ή την ψυχολογία του αδικημένου εκδικητή.

Αυτά τα σημαντικά θα συνιστούσαν, εφόσον είχαν τις ανθρώπινες ποιότητες που πράγματι επέδειξε η συγγραφέας, έναν φόρο μνήμης στους χαμένους και μια μνεία αγάπης για τους εγκαυματίες και άλλους επιζήσαντες. Δεν θα ήταν αρκετά για να συγκροτήσουν ένα μνημείο. Η Καρύδα όμως το καταφέρνει. Και το καταφέρνει γιατί, όπως νομίζω ότι το διέκρινε και ο εκδότης ο οποίος αφιέρωσε σημαντικές δυνάμεις σε αυτό το εγχείρημα,-επειδή προτείνει μια πρωτότυπη «επέκταση του πεδίου της μαρτυρίας».

Μέσα από το γεγονός ότι, καθώς ξετυλίγει το μίτο της αποφράδας μέρας και της τραγικής νύχτας προσθέτει, για κάθε στιγμή και κάθε φορά, μια στρώση ανθρώπινης εμπειρίας στο μνημονικό corpus που συγκροτεί. Έτσι, το αφήγημα που ξεκινάει από ένα πρόσωπο την πρώτη στιγμή του δράματος, προσθέτει σταδιακά σε αυτό και άλλους ανθρώπους, φτάνοντας σε ένα είδος κορεσμού όταν πλέον τα γεγονότα φτάνουν στα έσχατα όρια τους.

Μέσα από την προσωπική συλλογή εστιασμένων μαρτυρίων που περιλαμβάνουν τόσο τα ωμά δεδομένα της στιγμής, τις υλικότητες της εμπειρίας όσο και τα συναισθήματα των ανθρώπων που μαρτυρούν, το κείμενο, σταδιακά, συσσωρεύει ψηφίδες της καταστροφής και ταυτόχρονα, λειτουργώντας δικαιωτικά για τα θύματα, επαναφορτίζει όλα τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά των θυμάτων που είχαν παραβιαστεί -ή χαθεί- από την ίδια τη φωτιά, την εγκατάλειψη από τους μηχανισμούς ασφαλείας και την διαβολή που υπέστησαν τότε από την πολιτική εξουσία.

Προηγούμενο άρθροΠρόστιμο ύψους 6.300 ευρώ σε βενζινάδικο στη Νέα Μάκρη
Επόμενο άρθροΕκατό ημέρες σε Νέα Πορεία