του Χάρη Γιουλάτου 

Γεννήθηκα, για να ζήσω ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου στα τρόλεϋ, τα λεωφορεία και τους ηλεκτρικούς συρμούς. Δεν έχω παράπονο από τη ζωή μου, αλήθεια, κανένα. Έχω την τιμή μου όπως όλοι και αυτό μου δίνει λόγο ύπαρξης, με κάνει να θέλω να ξυπνήσω γρήγορα, με κάνει να χαμογελάω! Όμως δε θα μπορούσε όλη η υπόστασή μου να στέκεται με τιμή, χωρίς να έχει ένα τίμημα.

Πολύ χρησιμοποιώ τη λέξη τιμή και τα παράγωγά του. Μήπως υπάρχει κάποιος απώτερος στόχος ή σκοπός; Τί ξέρω εγώ άραγε!

Όλα ξεκίνησαν από τον μαύρο μετανάστη, που ήταν παράνομος στο τρόλεϋ με τον αριθμό «11», τη γραμμή που η αφετηρία της βρίσκεται στα Άνω Πατήσια και κάνει τέρμα στη Ν.Ελβετία – Βύρωνα. Αυτή είναι η τυπική διαδρομή καταγεγραμμένη από τον ΟΑΣΑ. Αφετηρία Άνω Πατήσια και τέρμα στο Βύρωνα. Βέβαια όλοι ξέρουμε ότι μία γραμμή ξεκινάει και από το τέρμα, δείχνοντάς μας ίσως, πως ακόμα και τα τρόλεϋ είναι κομμάτι ενός κύκλου. Σωστά; Ή μάλλον όχι; Τί ξέρω εγώ άραγε!

Ο μαύρος πάντως για κάποιους, είναι ένα τίποτα. Όπως ο πλανήτης, έτσι και μία πόλη, ένα χωριό, μία πολυκατοικία, ακόμα και μία γραμμή τρόλεϋ, είναι πιστή καταγραφή συνόρων. Γιατί εγώ, εκείνο τον μαύρο τον είδα μετά το ύψος της Ομόνοιας, στις στάσεις στην οδό Πατησίων, στο ρεύμα που καταλήγει στα Πατήσια. Εκεί είδα όλους τους μαύρους. Περίεργο! Γιατί δεν τους είχα δει σε προηγούμενες στάσεις; Τέλος πάντων. Ο παράνομος αυτός μαύρος έπεσε θύμα ρατσισμού και αυτό γιατί, ήταν παράνομος. Καταλάβατε; Όλοι οι συνεπιβάτες μου, έψαχναν μία αφορμή για να ξεσπάσουν πάνω του και ύστερα, ενώ είχαν πάρει φόρα, ξέσπασαν σε άλλους 3 μαύρους, σε 4 μελαμψούς και φυσικά σε 2 Αλβανούς. Όσο άνοιγαν τα χρώματα της παλέτας ο θυμός εξασθενούσε. Εγώ, ενώ ήθελα πολύ, δεν μπορούσα να αντιδράσω! Και να μπορούσα όμως τί θα έλεγα! «Αφήστε τον ρε παιδιά, δεν έκανε τίποτα ο άνθρωπος»; Και μόνο που θα τον αποκαλούσα άνθρωπο θα με πετούσαν και μένα έξω με τις κλωτσιές…

ΝΑΙ!! Αυτό έγινε, τον πέταξαν έξω με τις κλωτσιές! Και δε χρησιμοποιώ τον όρο, επειδή τον έβγαλαν από το τρόλεϋ άγαρμπα. Τον πέταξαν πραγματικά έξω με τις κλωτσιές. Ο μαύρος μάλλον, ακόμα θα είχε τα σημάδια πάνω του από τα Nike και τα Adidas. Αν διέκρινα καλά τις μάρκες βέβαια. Αλλά. Τί ξέρω εγώ άραγε!

Ήμουν τόσο οργισμένος που δεν βγήκα από το τρόλεϋ, έμεινα όλο το βράδυ εκεί. Μα καλά, θα πείτε, ο οδηγός δε σε είδε; Δεν τσέκαρε τις θέσεις ή οτιδήποτε άλλο πριν φύγει; Κι όμως όχι, αλλά το πρόβλημα δεν ήταν αυτός, ήμουν εγώ και η οργή μου. Η οργή, όχι ενάντια στον ρατσισμό, η οργή της ανικανότητάς μου. Της απραξίας μου. Το ότι, δε βοήθησα, αυτόν τον άνθρωπο, έστω δεν τον υπερασπίστηκα. Το σκεφτόμουν όλο το βράδυ.  Ίσως να το έκανα επειδή, φοβόμουν μη «λιντσάρουν» κι εμένα, ίσως είμαι γενικά δειλός και μπροστά στους συμπατριώτες μου αλλά και σε μαύρους, άσπρους, κίτρινους και γκρι. Δεν κοιμήθηκα όλο το βράδυ. Προσπαθούσα να βρω όλες τις πιθανές λύσεις. Αλλά. Τί ξέρω εγώ άραγε!

Το επόμενο πρωί, ήταν όλα ίδια. Ο κύκλος της γραμμής συνεχιζόταν κι εγώ, αν θέλετε το πιστεύετε, περίμενα να ξαναδώ τον μαύρο. Μπορεί και να τον είχα αγαπήσει, ή απλά να αντιδρούσα στην ανικανότητά μου. Περίμενα, περίμενα και ξαφνικά, χαμογελαστός χαμογελαστός μπήκε! Ήμουν πολύ χαρούμενος γιατί είχα βρει την απάντηση για την έλλειψη βοήθειας προς εκείνον, στο χθεσινό περιστατικό. Είχε να κάνει με την τιμή! Η δική μου δεν ταίριαζε με τη δική του. Και πολλές φορές νιώθω πως δεν ταιριάζει και με πολλούς άλλους. Μη με πείτε ρατσιστή, νομίζω έτσι είναι. Νιώθω για κάποιο λάθος λόγο ανώτερος. Έτσι με έκαναν να νιώθω, όμως το μαύρο δεν τον έκανε κανείς να νιώθει έτσι. Γιατί με είδε και με σήκωσε, χαμογελαστός χαμογελαστός! Έμεινα ατάραχος, ύστερα απ’όλα αυτά που σκέφτηκα. Με άγγιξε; Πώς τα κατάφερε; Μήπως επειδή δε φοβάται, κι ας είμαι γεννημένος σε άλλη χώρα από αυτή που γεννήθηκε εκείνος και σε παράνομη ημερομηνία; Μήπως επειδή για εκείνον ήμουν τόσο σημαντικός που ίσως και να τον γλίτωνα από τις σημερινές κλωτσιές; Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλο, κουράστηκα. Απλά αφέθηκα στα χέρια του και απόλαυσα τη διαδρομή! Γιατί, όπως είναι γνωστό… Τί ξέρω εγώ άραγε! Ένα απλό εισιτήριο είμαι.

Προηγούμενο άρθροΏρα για Μπουγάδα
Επόμενο άρθροΦταίει κι ο… Χατζηπετρής στον Ολυμπιακό