Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες του 20ού αιώνα. Έγινε σημείο αναφοράς καθώς ακόμα και σήμερα χρησιμοποιούμε το επίθετό του για να εκθειάσουμε κάποιον που έχει ταλέντο στη ζωγραφική.
Υπήρξε εμπνευστής του κυβισμού και χαρακτηρίστηκε ως φαινόμενο ακόμα και από φημισμένους ζωγράφους είτε της εποχής του, είτε μεταγενέστερους. Στις 8 Απριλίου του 1973 έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 91 ετών, αφήνοντας πίσω του μια τεράστια πολιτιστική κληρονομιά και το Ήξερες Ότι αυτού του μήνα είναι αφιερωμένο στο φαινόμενο, Πάμπλο Πικάσο.
Ο κόσμος θα είχε στερηθεί ένα φαινόμενο της ζωγραφικής αν κάποιος δεν έβαζε το χέρι του στις 25 Οκτωβρίου 1881, στη Μάλαγα της Ισπανίας. Μετά από μια πολύ δύσκολη γέννα, η μαία νόμιζε ότι το μωρό ήταν νεκρό. Το παράτησε σε ένα τραπέζι και έτρεξε στη μητέρα για να τη βοηθήσει. Ο μικρός Πάμπλο ανέπνεε με δυσκολία, αλλά σώθηκε χάρη στον θείο του, που ήταν γιατρός και παρών στη διαδικασία.
Βαπτίστηκε με 23 ονόματα Αγίων και συγγενών του. Άρχικά, υπέγραφε τα έργα του ως Ρουίθ Μπλάσκο χρησιμοποιώντας το επίθετο του πατέρα του, αλλά από το 1901 κι έπειτα άρχισε να υπογράφει ως Πικάσο, που ήταν το επίθετο της μητέρας.
Από τον πατέρα του που ήταν καλλιτέχνης και καθηγητής σε ακαδημαϊκές σχολές, πήρε την αγάπη για τη ζωγραφική. Η πρώτη του λέξη ήταν piz, από το lapiz που στα ισπανικά σημαίνει «μολύβι», ενώ ξεκίνησε να ζωγραφίζει σε ηλικία 7 ετών. Όταν έφτασε 13, είχε τέτοια εξέλιξη που ανάγκασε τον μέντορά του να αφήσει κάτω τα μολύβια του θεωρώντας ότι ο γιος του τον είχε ήδη ξεπεράσει.
Απείθαρχος ως παιδί και χωρίς ιδιαίτερη αγάπη για το σχολείο, ο Πικάσο έμπαινε πολύ συχνά τιμωρία από τους δασκάλους του. Τον έκλειναν σε ένα μικρό δωμάτιο απομόνωσης που ονομαζόταν calaboose, με ασβεστωμένους τοίχους και ένα παγκάκι για να κάθεται. «Μου άρεσε πολύ, γιατί έπαιρνα τα χαρτιά και το μολύβια μου και ζωγράφιζα ατέλειωτες ώρες χωρίς να με ενοχλεί κανείς. Θα μπορούσα να μείνω για πάντα εκεί».
Σε ηλικία 9 ετών ολοκλήρωσε το πρώτο του έργο. Ο πίνακας ‘Le Picador’, απεικόνιζε έναν άνδρα πάνω σε ένα άλογο, που βρισκόταν μέσα σε μια αρένα ταυρομαχιών. Μετέπειτα στη ζωή του, ο Πικάσο έγινε λάτρης των ταυρομαχιών, υποκύπτοντας στην ισπανική κουλτούρα παρά τις φωνές για βασανισμό των ταύρων
Ο πρώτος του μεγάλος πίνακας ήταν η Πρώτη Κοινωνία, που απεικόνιζε τον πατέρα, τη μητέρας και τη μικρότερης αδελφής του γονατιστούς μπροστά σε μια Αγία Τράπεζα. Ο Πικάσο ήταν 15 ετών όταν το ολοκλήρωσε.
Παρότι μπήκε στη Σχολή Καλών Τεχνών και αργότερα στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών της Μαδρίτης, παράτησε τις σπουδές καθώς προτιμούσε να αποτυπώνει τη ζωή γύρω του, την καθημερινότητα στα καφενεία, τους δρόμους ακόμα και τα πορνεία της ισπανικής πρωτεύουσας.
Στα 19 του εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και υπέγραψε το πρώτο του συμβόλαιο με τον έμπορο τέχνης Pere Menach, ο οποίος συμφώνησε να τον πληρώνει 150 φράγκα το μήνα (περίπου 750 δολάρια ΗΠΑ σήμερα). Άρχισε να ζωγραφίζει ακατάπαυστα αλλά και να δημιουργεί σε άλλες μορφές τέχνης.
Σε 78 χρόνια καριέρας, φιλοτέχνησε περίπου 147.800 έργα, εκ των οποίων τα 13.500 ήταν πίνακες, τα 100.000 χαρακτικής, τα 300 γλυπτά και τα 34.000 εικονογραφήσεις.
Το διασημότερο έργο του είναι η Γκερνίκα, μία ελαιογραφία του 1937, την οποία ο Πικάσο ζωγράφισε στο σπίτι του στο Παρίσι. Θεωρείται ως το πιο δυνατό έργο με αντιπολεμικό μήνυμα στην ιστορία. Ο πίνακας περιγράφει τη βιαιότητα του πολέμου απεικονίζοντας με τα μάτια του καλλιτέχνη, τον βομβαρδισμό της πόλης Γκερνίκα στη χώρα των Βάσκων από τους ναζί και τους Ιταλούς συμμάχους τους. Αρχικά, καλλιτέχνες σχολίασαν με πολύ υποτιμητικό τρόπο το έργο λέγοντας ότι πρόκειται για κάτι που θα σχεδίαζε κι ένας 4χρονος.
Η Γκερνίκα φυγαδεύτηκε με την έναρξη του Β Παγκοσμίου Πολέμου κι έμεινε κρεμασμένη στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης για πολλά χρόνια καθώς ο Πικάσο είχε δηλώσει πως δε θα επέστρεφε στην Ισπανία προτού αποκατασταθεί πλήρως η δημοκρατία.
Από το 1992, η Γκερνίκα βρίσκεται στο Εθνικό Μουσείο Τέχνης Βασίλισσα Σοφία στη Μαδρίτη, του οποίου έγινε το διασημότερο και σπουδαιότερο έκθεμα.
Δύο ιστορίες με πρωταγωνιστή τον Πικάσο έχουν αφήσει εποχή. Η πρώτη αφορά πραγματικό περιστατικό, όταν το 1911 εκλάπη η Μόνα Λίζα από το Λούβρο. Ο ποιητής Γκυγιώμ Απολλιναίρ υπέδειξε τον Πικάσο ως πιθανό ύποπτο με αποτέλεσμα οι αρχές να τον συλλάβουν και να τον ανακρίνουν αφήνοντάς τον τελικά ελεύθερο.
Η δεύτερη είναι αστικός μύθος, σύμφωνα με τον οποίο ο Πικάσο επισκέφθηκε μια μέρα το σπίτι στο Παρίσι που ζούσε πριν γίνει πολύ διάσημος. Έξω από το κτίριο είδε έναν παλιό του φίλο να κοιμάται σε παγκάκι. Πήγε στον κάδο απορριμάτων, βρήκε ένα κομμάτι χαρτί και έφτιαξε μια πρόχειρη ζωγραφιά στην οποίο έβαλε την υπογραφή του και του την έδωσε λέγοντας «Τομά, με αυτό αγοράζεις ένα σπίτι».
Το έργο του που έχει πωληθεί για το μεγαλύτερο ποσό είναι ο πίνακας Les Femmes d’Alger (Version ‘o’) του 1955. Σε δημοπρασία του οίκου Christie’s το 2015 αγοράστηκε έναντι 179,4 εκατ. δολαρίων.
Ο Πικάσο αφιέρωσε μεγάλο μέρος της ζωής του στον κομμουνισμό, αλλά δεν δίστασε πολλές φορές να εναντιωθεί στις πρακτικές των Σοβιετικών. Ηταν επίσης δηλωμένος εχθρός του Φρανσίσκο Φράνκο στα χρόνια του ισπανικού εμφυλίου.
Νυμφεύθηκε δύο φορές και απέκτησε τέσσερα παιδιά. Πέθανε από φυσικά αίτια και ενταφιάστηκε στην αυλή του ιδιόκτητου κάστρου Βωνενάργκ, στη Γαλλία.