Ο Στέλιος Πλακίτσης είχε ξεκινήσει από το τεύχος Σεπτεμβρίου να διηγείται το πώς γνώρισε τον Στέλιο Καζαντζίδη, όταν ακόμα ήταν άγνωστος στο ευρύ κοινό. Αυτό που θα διαβάσετε είναι το δεύτερο μέρος της ιστορίας, ενώ είχε σχεδιάσει να γράψει κι ένα τρίτο κομμάτι στο τεύχος Νοεμβρίου που θα κυκλοφορήσει
Φτάσαμε στο τέλος Ιουλίου του 1952 και η άσκηση «Μιλτιάδης», όπως είχε ονομαστεί, ολοκληρώθηκε και εστέφθη από μεγάλη επιτυχία, παρότι ένας εύελπις τραυματίσθηκε και μεταφέρθηκε με το ασθενοφόρο στο 401 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο, ύστερα από τις πρώτες βοήθειες στο φαρμακείο του Δημ. Σαράβα που είχε ειδικό χώρο για έκτακτα περιστατικά. Από την Σχολή Ευελπίδων είχε ορισθεί τελετουργικό για την λήξη της μεγάλης αυτής άσκησης.
Διμοιρία επιδείξεων της σχολής και άλλη του πεδινού τάγματος του Διονύσου θα λάμβανε μέρος στην τελετή λήξης και αποχώρησης των δυνάμεών τους.
Τελέσθηκε επιμνημόσυνη δέηση στο Μνημείο των Πεσόντων από τους εφημέριους του Μαραθώνα Παπαθόδωρο Μαυρόπουλο και Παπαγιώργη Δημητρακόπουλο και, στη συνέχεια, στην ομιλία του ο υποδιοικητής της Σχολής Ευελπίδων, αντισυνταγματάρχης Ηλίας Παυλής, ευχήθηκε στους νέους αξιωματικούς της τάξεως του 1952 καλή σταδιοδρομία και στη συνέχεια ξεκίνησαν για αποχώρηση.
Όμως, το καμιόνι που θα μετέφερε τα μουλάρια-άλογα του ουλαμού έπαθε σοβαρή βλάβη και οι ημιονηγοί τους έμειναν στον υπό διάλυση καταυλισμό μαζί με τους στρατιώτες με επικεφαλής έναν Θεσσαλονικιό δόκιμο τον Πάρη Ιωαννίδη, αναμένοντας το τεχνικό συνεργείο για την αποκατάσταση της βλάβης.
Κάθε πρωί έφθαναν έξω από το καφενείο μας για να ποτίσουν τα μουλάρια και κατόπιν τα στάβλιζαν στον χώρο του καταυλισμού με την φύλαξη σκοπού εκ περιτροπής. Όλη την ημέρα οι εναπομείναντες οπλίτες την περνούσαν στο καφενείο μας, και συνέχιζαν με φαγοπότι. Πάντα στην παρέα ο Στέλιος Καζαντζίδης παίζοντας τάβλι.
Ένας πατέρας ενός οπλίτη ημιονηγού από το Περιστέρι διέθετε μηχανή και σε συνεννόηση με τους υπόλοιπους γονείς των ημιονηγών, έφερνε τροφοδοσία που ετοίμαζαν οι μανάδες των Αθηναίων στρατιωτών. Αυτές τις μέρες κυριάρχησε το φαγοπότι, το γλέντι, το τραγούδι κι ο χρόνος κύλησε, μέχρι που ήρθε το τεχνικό συνεργείο, αποκατέστησε τη βλάβη και έγινε η αναχώρηση.
Το τελευταίο βράδυ η μακαρίτισσα η μάνα μου θέλησε να τους χαιρετήσουμε παραθέτοντας ένα τραπέζι με εξαιρετικά φαγητά, πίτες, κοκορέτσι και την σπεσιαλιτέ της, «τον μεζέ της στάμνας». Γέμιζε μια μεγάλη στάμνα με κρέας γκιόσας αυγουστιάτικης στέρφας άγριας γίδας, με μπαχαρικά και λίγο φρέσκο βούτυρο και την άφηνε στον σπιτικό φούρνο επί δύο ώρες. Όταν σερβιριζόταν, μοσχομύριζε όλη η αυλή του χώρου του καφενείου μας… Στο τραπέζι συμμετείχαν άπαντες οι στρατιώτες πλην των δύο σκοπών κι έγινε ένα γλέντι τρικούβερτο μέχρι τις πρωινές ώρες, όπου ετοιμάστηκαν και αποχώρησαν με τις καλύτερες αναμνήσεις. Όλοι μάς άφησαν τις διευθύνσεις τους για να έχουμε και την καλύτερη συνέχεια της γνωριμίας αυτής.
Ήδη ο Αύγουστος έχει καλύψει το πρώτο δεκαήμερο και εμείς ετοιμαζόμαστε για το πανηγύρι του χωριού, αφού γιόρταζε ο πολιούχος μας Αγ. Ιωάννης στις 29 Αυγούστου. Την εποχή εκείνη όλα τα καφενεία είχαν μουσικές κομπανίες για τη διασκέδαση των πανηγυριστών, ντόπιων και επισκεπτών, πάντα με την αφρόκρεμα μουσικών και τραγουδιστών των δημοτικών τραγουδιών.
Στη συνέχεια, ένα άλλο πανηγύρι ήταν αυτό του τρύγου των αμπελιών της ιστορικής πεδιάδας του Μαραθώνα, αυτό που έλεγαν οι παλιοί άνθρωποι και γινόταν «θέρος-τρύγος-πόλεμος», με συμμετοχή όλων των κατοίκων του χωριού, σε αυτό το πανηγύρι της Μουστιάς με τα καλά κρασιά.
Το σχολικό έτος άρχισε και πάλι στα θρανία του τότε γυμνασιακού παραρτήματος Μαραθώνα, αφού δεν είχε φθάσει η ολοκλήρωση της συγκρότησης των τάξεων. Ο χρόνος κυλάει… Είχα ξεχωρίσει τη φιλία του Στέλιου Καζαντζίδη εξαιτίας του ότι ήμουν λάτρης του λαϊκού τραγουδιού. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’40, από τα μοναδικά πικ-απ των καφενείων του χωριού άκουγα τα διαχρονικά τραγούδια.
Στο δικό μας καφενείο έπαιζα τις πλάκες των 78 στροφών, εκτελώντας επιλεκτικά τα τραγούδια που ήταν στις προτιμήσεις των πελατών μας και άφησαν την δική τους εποχή «Κάποια μάνα αναστενάζει», «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι», «Μάγκας βγήκε στο σεργιάνι», «Πριν το χάραμα μονάχος», «Το φανταράκι», και τόσα άλλα.
Παραμονές των εορτών, με την προτροπή μου η μακαρίτισσα η μάνα μου ετοίμασε μελομακάρονα, δίπλες, έσφαξε έναν Γάλο από τους πολλούς που είχαμε, γέμισε ένα πεντογάλονο κρασί, τα πήραμε με ένα φίλο μου που είχε αυτοκίνητο να τα πάμε πεσκέσι στον Στέλιο Καζαντζίδη, τον φίλο μου που τον είχα ξεχωρίσει σαν λαϊκό τραγουδιστή και είχα για την ανάμνησή του τον πρώτο του δίσκο. Η διεύθυνση που μας είχε αφήσει για το σπίτι του ήταν στην Ν. Ιωνία στον Ηλεκτρικό Σταθμό, στον δρόμο προς τη Ν. Φιλαδέλφεια, στο τρίτο στενό δεξιά, οδός Αλαΐας 33. Δεν ταλαιπωρηθήκαμε για να το βρούμε.
Ένα μονώροφο σπίτι μέσα στις γραφικές προσφυγικές γειτονιές της Ν. Ιωνίας. Η κυρία Γεσθημανή άπλωνε την μπουγάδα της στο μπαλκόνι της και την καλημερίσαμε για το αντάμωμα με ξεχωριστή χαρά.
«Καλώς ήρθατε, εδώ είναι και ο Στέλιος ξαπλωμένος». Με καλωσορίσματα σηκώθηκε κι ο Στέλιος, μας υποδέχθηκαν με χαρά, αγκαλιάσματα, φιλιά, μια ξεχωριστή υποδοχή.
Το προσφυγικό σπιτάκι άστραφτε από καθαριότητα και μοσχομύριζε όλος ο εσωτερικός χώρος.
Εκεί μας πληροφόρησε ο Στέλιος ότι είχε μια περιπέτεια με την υγεία του από ένα περιστατικό τραυματισμού από ένα μουλάρι του ουλαμού και νοσηλεύτηκε για αρκετές μέρες στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Μας είπε ότι άρχισε να τραγουδάει σε κέντρο διασκέδασης στην Κοκκινιά, εκεί στα Άσπρα Χώματα στο μαγαζί του Γιάννη του «Γάλλου» και ότι επιτυχώς θα βγάλει πριν τα Χριστούγεννα, δηλαδή τις επόμενες μέρες, και τη δεύτερη του πλάκα «Δεν θέλω το κακό σου (Οι βαλίτσες)» με συνθέτη τον Γιάννη Παπαϊωάννου.
Επειδή η πρώτη του πλάκα δεν πήγε καθόλου καλά σε πωλήσεις και στις προτιμήσεις των φίλων του λαϊκού τραγουδιού, η Κολούμπια και οι Λαμπροπουλαίοι μαζί με τον Μηλιόπουλο τον έβαλαν στα αζήτητα. Όμως, ένα βράδυ που ο Γιάννης Παπαϊωάννου πήγε να τον ακούσει εκεί στο κέντρο του «Γάλλου», ενθουσιάστηκε με τη φωνή του. Ειδικά όταν τραγούδησε τη μεγάλη επιτυχία του «Πριν το χάραμα μονάχος» με τόσο πιστή απόδοση, τον κάλεσε στο τραπέζι του και του είπε ότι «έχω έτοιμο να τραγουδήσεις ένα δικό μου τραγούδι». Ο Στέλιος τού απάντησε «Μπαρμπαγιάννη, οι Λαμπροπουλαίοι και ο Μηλιόπουλος δεν με θέλουν, με απέκλεισαν».
Πράγματι, ο Παπαϊωάννου που ήταν πρωτοκλασάτος μουσικός στην Κολούμπια, έθεσε βέτο κι ο Στέλιος οδηγήθηκε στο στούντιο της Ριζούπολης, και το τραγούδι αυτό έγινε μεγάλη επιτυχία. Μόνο στις γιορτές των Χριστουγέννων του 1952 οι πωλήσεις άγγιξαν τους πέντε χιλιάδες δίσκους.
Από ‘κει και πέρα ξεκινά ο μαραθώνιος μουσικός δρόμος για τον νεαρό Στέλιο Καζαντζίδη. Πέφτουν επάνω του τα φώτα της ράμπας και ο Τσιτσάνης, ο Χρήστος Κολοκοτρώνης, ο Γιώργος Μητσάκης, ο Δερβενιώτης ψάχνουν να τον βρουν, να του εμπιστευθούν στίχους που έγιναν μεγάλες επιτυχίες. Με το «Θεσσαλονίκη μου μεγάλη φτωχομάνα», σε στίχους του Χρ. Κολοκοτρώνη και μουσική του Μανώλη Χιώτη, τον αγκάλιασε όλη η Θεσσαλονίκη και όλη η Μακεδονία τού είχε μια ιδιαίτερη αγάπη. Ο Τσιτσάνης τού δίνει το «Μια στεναχώρια που έχω απόψε» και κάνει ρεκόρ πωλήσεων και το «Άσπρο πουκάμισο φορώ και μαύρο θα το βάψω».
Οι Λαμπροπουλαίοι άρχισαν να τον «χαϊδεύουν» από εκεί που ήταν στα αζήτητα της οδού Λυκούργου. Άρχισε να ανεβαίνει δυο-δυο τα σκαλιά της επιτυχίας, της δημοσιότητας και των προτιμήσεων. Συνέχιζε τις επιτυχίες του στον «Γάλλο» στην Κοκκινιά δίπλα στην Καίτη Γκρέυ με την οποία έγινε ζευγάρι και στο πάλκο και στη ζωή, με τον μικρό σολίστα στο μπουζούκι, Γιαννάκη Αγγέλου, τον Βασίλη Βασιλειάδη και τον Μάρκο Καράμπαλη, ένα λαϊκό συγκρότημα που ήταν ανταγωνιστικό με το απέναντι κέντρο του «Άγγλου».
Την εποχή εκείνη ήρθε και το απολυτήριο του στρατού, αυτό που του άφησε ένα «κουσούρι» για όλη του τη ζωή. Τα επόμενα χρόνια μετά την αποστράτευσή του βρίσκεται πρωί-βράδυ στο στούντιο της Κολούμπια, εκεί κοντά στη γειτονιά του στη Ριζούπολη κι οι δίσκοι του άρχισαν να κυκλοφορούν σε όλη την Ελλάδα, ακόμα και στους απανταχού Έλληνες Αμερικής, Αυστραλίας και Καναδά της τότε εποχής, που τα υπερωκεάνια από τον Πειραιά «αδειάζουν» όλη την ελληνική επαρχία και η νοσταλγία στην ξενιτιά για την πατρίδα είναι το άκουσμα των τραγουδιών που «κλαίνε» για τους μετανάστες.
Το καλοκαίρι του 1954, με τη λήξη του σχολικού έτους, για μια παιδική επιπολαιότητα γίνομαι κόκκινο πανί για την τοπική αστυνομία. Σε μια δοκιμαστική προετοιμασία για τις ετήσιες γυμναστικές επιδείξεις, στο άκουσμα του «Εν δυο» αρχίζω και τραγουδώ αντάρτικα τραγούδια, «Στα άρματα, στα άρματα εμπρός στον αγώνα», εμβατήρια που τραγουδούσε η ομάδα του καπετάν Γιάννη στα χρόνια της αντίστασης εδώ στον Μαραθώνα, τα οποία άκουγα κι εγώ όταν ήμουν 7-8 χρονών.
Ειδοποιήθηκε ο επικεφαλής της εδώ αστυνομίας και με συνέλαβαν, με οδήγησαν στο κρατητήριο προκειμένου με τη δικογραφία να με στείλουν εξορία στο Λακκί της Λέρου, ένα υπαίθριο στρατόπεδο που ήταν για τα παιδιά των αριστερών που είχαν καταφύγει στο παραπέτασμα.
Με ενδιαφέρον ενός θείου μου και του τότε υπουργού Δημόσιας Τάξεως, βουλευτή Αργοναυπλίας, τέως στρατηγού Βάσσου Βραχνού, η εξορία αυτή ματαιώθηκε κι ο φάκελος δεν σχηματίστηκε.
Τότε ο ίδιος ο θείος μου για να φύγω από τα λοξά βλέμματα των χωροφυλάκων με πήρε κοντά του στην Αθήνα και δούλευα στα εκεί καταστήματά του μέχρι τις 2 το μεσημέρι. Το απόγευμα μου ήταν ελεύθερο. Η μεγάλη μου αγάπη για το λαϊκό τραγούδι με οδήγησε να βρω το στέκι του λαϊκού τραγουδιού στο καφενείο των μουσικών όπου γνώριζα ότι σύχναζαν οι κορυφαίοι των Δημοτικών και Σμυρναίικων τραγουδιών, το οποίο ήταν στην οδό Αθήνας 33, όπου κατέφυγα.
Ο ιδιοκτήτης του καφενείου Γιώργος Τσάμης με πληροφόρησε και με κατεύθυνε στην οδό Ίωνος 8 στην Ομόνοια, εκεί στο «Μπαράκι του Μάριου». Όταν έφθασα, το μπαράκι ήταν κατάμεστο από μουσικούς επώνυμους και είδα όλα τα ινδάλματά μου, τον Τσιτσάνη τον Παπαϊωάννου, τον Μητσάκη, τον Κλουβάτο, τον Μάρκο Βαμβακάρη και τον Στράτο Παγιουμτζή, τον Καπλάνη και τόσους άλλους που γνώριζα από τα εξώφυλλα των περιοδικών που αγόραζα. Ο έξω χώρος και το πεζοδρόμιο ήταν κατάμεστα, ήταν η ώρα που έδιναν ραντεβού για να πάνε σε διάφορα στέκια κέντρα-ταβέρνες να εμφανιστούν.
Το «Μπαράκι του Μάριου» στην οδό Ίωνος άρχισε να γίνεται και δικό μου στέκι, οπότε δειλά-δειλά τη δεύτερη μέρα μπαίνω κι εγώ μέσα σε αυτόν τον χώρο που ανακάλυψα, για να θαυμάσω τους επώνυμους και ανώνυμους του λαϊκού τραγουδιού.